Είναι απειλή, όχι πρόταση!

O Βόλφγκανγκ Σόιμπλε πρότεινε σε όλες τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις ένα σχέδιο «προσωρινής» εξόδου από το ευρώ. Στην πράξη αυτό σημαίνει μόνιμη έξοδο από το ευρώ.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η Γερμανία έχει τη δύναμη να επιβάλει τη θέλησή της. Αν ήθελε, δηλαδή, ο κ. Σόιμπλε θα ήμασταν ήδη στη δραχμή.

Γιατί, λοιπόν, το έκανε;
Η απάντηση είναι προφανής. Με τον δικό του τρόπο ο δόκτωρ Σόιμπλε έθεσε τα όρια. Είπε, δηλαδή, στις ελληνικές κυβερνήσεις ότι η Ευρώπη έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να μας οδηγήσει στη δραχμή. Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για πρόταση αλλά για απειλή.

Το κακό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι η δραχμή είναι πράγματι βιώσιμη λύση. Προσωπικά δεν υπήρξα ευρωλάγνος. Ημουν από εκείνους που από την πρώτη μέρα είχα εκφράσει τις αμφιβολίες μου για τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόταν η Ευρώπη τα κοινά της πράγματα. Το γεγονός ότι το κοινό νόμισμα προηγήθηκε της πολιτικής ενοποίησης έμοιαζε στα δικά μου μάτια σαν να βάζαμε το κάρο μπροστά από το άλογο. Επίσης, η ελληνική οικονομία δεν ήταν έτοιμη για το ευρώ. Είχε δομικά προβλήματα που έχουν βγει πλέον στην επιφάνεια.

Ολα αυτά, όμως, δεν σημαίνουν ότι η δραχμή του 2000 ήταν καλύτερο νόμισμα από το ευρώ! Είναι άλλο πράγμα να λέει κανείς ότι δεν έπρεπε να μπούμε στο ευρώ και άλλο ότι η δραχμή είναι η λύση αυτή τη στιγμή για την ελληνική υπόθεση. Επιπλέον, η έξοδος από το ευρώ είναι μια πολύπλοκη διαδικασία. Δεν ανοίγουμε την πόρτα και φεύγουμε έτσι απλά. Στην πράξη, η έξοδος σημαίνει μια πολύμηνη διαπραγμάτευση που θα καταλήξει σε ένα νέο και σκληρότερο μνημόνιο!

Να το δούμε πρακτικά: αποφασίζουμε αύριο να πάρουμε το «δώρο Σόιμπλε». Βγαίνουμε από το ευρώ «προσωρινά» και για ένα διάστημα 2-4 ετών υπάρχουν διαπραγματεύσεις για το τι θα ακολουθήσει στη συνέχεια. Στο διάστημα αυτό υπάρχει η βοήθεια της Ευρώπης που έχει περισσότερο ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα χάνει την πρόσβασή της σε επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων ευρώ.

Οταν, λοιπόν, καταλήξουμε στο νέο νόμισμα, αυτό θα αποκτήσει μια αξία στην οποία θα πρέπει πλέον να αποτυπωθεί το χρέος και να συμφωνηθεί ο τρόπος αποπληρωμής του. Με άλλα λόγια, θα υιοθετήσουμε ένα υποτιμημένο νόμισμα κατά 40%-70%, θα αναγνωρίσουμε ένα αυξημένο χρέος και θα συμφωνήσουμε σε ένα απίστευτα σκληρό μνημόνιο. Και όλα αυτά για να φύγουμε από το «κακό» ευρώ που δεν μας αφήνει να κάνουμε υποτίμηση! Λες και η υποτίμηση είναι το κλειδί της ανάπτυξης. Μα, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα είχαμε ήδη καταφέρει να ήμασταν Ελβετία εδώ και δεκαετίες, όταν είχαμε εθνικό νόμισμα και πολλές υποτιμήσεις...

Το εθνικό νόμισμα θα μπορούσε να συμφέρει μια χώρα που έχει ισχυρή παραγωγή και θέλει να αποκτήσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις αγορές. Και πάλι δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι προς το συμφέρον της η εγκατάλειψη ενός ισχυρού νομίσματος όπως το ευρώ. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Ιταλία. Αν τους συνέφερε, θα το είχαν ήδη κάνει. Η Ιταλία, όμως, είναι η Ιταλία και η Ελλάδα είναι η Ελλάδα. Δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Το να συζητήσουμε πώς η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει μια ισχυρή οικονομία ώστε στο μέλλον να μπορεί να κάνει τις επιλογές της και με βάση τα συμφέροντά της είναι μια άλλης τάξης συζήτηση, η οποία δεν έχει σχέση με τις κραυγές που ακούγονται σήμερα για να φύγουμε από το ευρώ.

Να κλείσουμε με μια σχετική επισήμανση που έκανε ο πρώην διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος σε συνέντευξή του στο liberal.gr: «Το όποιο πλεονέκτημα προσδίδει θεωρητικά η υποτίμηση είναι πρακτικά προσωρινό. Γιατί ακολουθεί ένα πελώριο ανατιμητικό κύμα από τις εισαγωγές, που στο διάβα του αναζωπυρώνει τον πληθωρισμό, το κόστος εργασίας και το κόστος χρηματοδότησης. Ετσι, σύντομα εξανεμίζονται τα όποια πλεονεκτήματα και μάλιστα αντιστρέφονται σε μειονεκτήματα. Κι αυτό γιατί στο τέλος παγιώνονται ο υψηλός πληθωρισμός, το υψηλό κόστος δανεισμού του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, μια γενικευμένη αβεβαιότητα και αρνητικές προσδοκίες. Ποια άραγε οικονομία μπορεί να προοδεύσει και να αναπτυχθεί με τέτοιες συνθήκες;».

Keywords
Τυχαία Θέματα