«Καρότσι μπίζνες» στους δρόμους της κρίσης

Τους χωρίζουν λίγα μέτρα απ' το χαρτζιλίκι της ημέρας. Οι δύο άντρες με τα εφηβικά μουστάκια έχουν σκεβρώσει πάνω από ένα στραπατσαρισμένο πλυντήριο. Το κοπανούν με σφυρί και κατσαβίδι για να απογυμνώσουν τον μεταλλικό σκελετό από την πλαστική του σάρκα. Στα πόδια τους βίδες και ελατήρια. Απέναντί τους άλλοι δύο τεμαχίζουν με χαρτοκόπτες το περίβλημα ενός θερμοσίφωνα. Με κάθε στριγκλιά του λεπιδιού στη λαμαρίνα βλέπεις κι ένα καρότσι σούπερ μάρκετ να τρεκλίζει πλάι τους. Με κάθε γδούπο ξεπροβάλλει κάποιο άλλο. Μοιάζει με παρέλαση παλιοσίδερων σε έναν δρόμο που κάποτε μονοπωλούσαν
τα φορτηγά μεταφορικών εταιρειών. Επτά μήνες περνούν από εκεί. Με τον καιρό όλο και περισσότεροι. Είναι μετανάστες χωρίς νόμιμα έγγραφα και άδειες παραμονής που συλλέγουν μέταλλα από τα σκουπίδια και τα πωλούν σε μάντρες του Βοτανικού και του Ταύρου.Μέχρι να κρυφτεί ο ήλιος, μία από αυτές τις μάντρες υποδέχεται τους συλλέκτες μετάλλων κατά δεκάδες. Σπρώχνουν το καρότσι τους σε μια ζυγαριά όπου άλλοτε Τσιγγάνοι αλβανικής και ελληνικής καταγωγής ανέβαζαν τα τρίκυκλα με τη δική τους σοδειά. Το βάρος αναγράφεται σε έναν ηλεκτρονικό πίνακα. Αδειάζουν το καρότσι, το ζυγίζουν ξανά (συνήθως είναι στα 20-25 κιλά) και ο μάντρας κάνει τον λογαριασμό. «Τζαμάλ, φίνις;», ρωτάει έναν μετανάστη. Μιλάει σε όλους πίσω από κάγκελα. Μπροστά του έχει μια λίστα με ονόματα, κιλά και τιμές. Δίπλα του μια σακούλα κέρματα. Ενα κιλό σίδερο αποτιμάται στα 0,20 ευρώ. Ενα κιλό χαλκός στα 3 ευρώ. Το μεγαλύτερο ποσό που έχει δώσει σε κάποιον μετανάστη όταν βρισκόμαστε εκεί είναι 37 ευρώ. «Κυκλοφορούν όλη μέρα σαν τα μυρμήγκια. Καθαρίζουν την Αθήνα από τα σκουπίδια της», λέει καθώς ρουφάει το τσιγάρο, κάνει άλλη μια σούμα, πληρώνει έναν ακόμη. Αν προσθέσεις στο σκηνικό τα λερωμένα απ' τη σκουριά χέρια των μεταναστών και τους μεταλλικούς λόφους, είναι λες και βρίσκεσαι σε χρηματιστήριο σκουπιδιών. Μέχρι που στη μάντρα μπαίνει ο ανταγωνιστής τους, ένα γυαλισμένο Opel Astra με παλιοσίδερα στα πίσω καθίσματα και στη θέση του συνοδηγού. Ετσι βγάζει εδώ και τρία χρόνια, παράλληλα με τη δουλειά στην οικοδομή, ένα επιπλέον μεροκάματο ο Βαγγέλης Ζώτος. «Τώρα μαζεύω λιγότερα», λέει. «Εδώ και επτά μήνες μάς τρώνε τη δουλειά. Τους βλέπω και στη γειτονιά μου. Δέκα σε έναν κάδο σαν να 'χουν σκύψει πάνω από καζάνι με φαγητό».Το αποκαλούν «καρότσι μπίζνες». Είναι ο μόνος τρόπος για αρκετούς παράνομα διαμένοντες μετανάστες να βγάλουν χρήματα στην Αθήνα. Οι περισσότεροι που κάνουν αυτή τη δουλειά κατάγονται από το Μπανγκλαντές. Εργάζονται σε δυάδες. Ο ένας αναμοχλεύει μέσα στους κάδους συνήθως με κάποιο μεταλλικό άγκιστρο και ο άλλος φυλάει το καρότσι με την πραμάτεια. Δουλεύουν 12 ώρες τη μέρα. Ξεκινούν στις έξι το πρωί και συνήθως μέχρι τις τέσσερις πρέπει να παραδώσουν στις μάντρες. Και υπολογίζουν πως διανύουν με τα πόδια μέχρι και 30 χιλιόμετρα στη βάρδια τους: πολλές φορές μάλιστα, δημιουργούν κομβόι καροτσιών ακόμη και σε κεντρικούς δρόμους και λεωφορειολωρίδες δοκιμάζοντας την υπομονή επιβατών και οδηγών. Λιγοστο
Keywords
Τυχαία Θέματα