Η μετά τον ιό οικονομία

Ο ιός έκλεισε στο σπίτι τους περισσότερους εργαζομένους. Απέδειξε ότι έχει κάποια ηλικιακή προτίμηση, αλλά δεν κάνει διακρίσεις με βάση το επίπεδο του εισοδήματος ή του πλούτου, αλλά με βάση το αν το είδος της εργασίας και παραγωγής επιτρέπει τη συνέχισή της από απόσταση και χωρίς διακοπές στη διαθεσιμότητα εξαρτημάτων και πρώτων υλών.

Με αφορμή την τρέχουσα κρίση, συνειδητοποιήσαμε ότι η παγκοσμιοποίηση, που επικεντρώνεται στην αναζήτηση εργασίας και εξαρτημάτων χαμηλού κόστους, οδηγεί σε ελλείψεις και αδυναμία συνέχισης της παραγωγής όταν οι αεροπορικές εταιρείες δεν λειτουργούν

και οι προμηθεύτριες χώρες δεν παράγουν. Αν η υγειονομική κρίση περιοριζόταν σε μερικές μόνο χώρες, η φυσιολογική αντίδραση θα ήταν η διαφοροποίηση του ρίσκου με περαιτέρω διεθνοποίηση της παραγωγής.

Φόβος μιας πανδημίας, όμως, τείνει να οδηγεί σε εσωστρέφεια, στην επιθυμία να έχει η επιχείρηση τους εργαζομένους και προμηθευτές της εντός συνόρων.

Πανέμορφες χώρες, όπως η Ελλάδα, που βασίζονται υπερβολικά στα κάλλη τους και τη δυνατότητα να προσελκύουν τουρίστες, συνειδητοποιούν ότι υπέρμετρη εξάρτηση από το τουριστικό ρεύμα δημιουργεί μεγάλη ύφεση και μείωση φορολογικών εσόδων όταν τα σύνορα κλείνουν. Δυστυχώς, δεν αρκεί η ελληνική επιτυχία στην αντιμετώπιση του ιού: αν οι χώρες προέλευσης (ή και διέλευσης) των τουριστών δεν έχουν επιτύχει, οι τουρίστες είναι επικίνδυνοι. Αυτό δεν είναι, βέβαια, επιχείρημα για να αποδυναμώσουμε τον τουριστικό τομέα, αλλά για να αναπτύξουμε ανάλογα και άλλους εξαγωγικούς τομείς.

Για παράδειγμα, η ανάπτυξη της φαρμακευτικής βιομηχανίας, που είναι απολύτως εφικτή στην Ελλάδα, συμβάλλει περαιτέρω στη μείωση του ρίσκου, ενώ ταυτόχρονα θωρακίζει τις υπηρεσίες υγείας στη χώρα.

Ο ιός μάς ανάγκασε να επενδύσουμε σε τεχνολογίες επικοινωνίας και εργασίας από το σπίτι. Ανακαλύψαμε ότι η εργασία από απόσταση είναι εφικτή και αρκετά αποδοτική, έστω και αν δεν υποκαθιστά πλήρως την προσωπική επαφή. Είναι λογικό να αναμένουμε ότι στο μέλλον οι εταιρείες θα την αποδέχονται περισσότερο απ' ό,τι στο παρελθόν, ιδιαίτερα αφού θα έχουν ήδη επενδύσει στην τεχνολογία αυτή. Σε κάποιες αυτό θα σημαίνει 1-2 ημέρες εργασίας από το σπίτι εβδομαδιαίως. Σε άλλες ίσως οδηγήσει στη (μερική) απασχόληση προσωπικού εγκατεστημένου στο εξωτερικό. Στην εκπαίδευση και την έρευνα θα δούμε περισσότερα μαθήματα, σεμινάρια και συνέδρια χωρίς φυσική παρουσία. Αυτή η τάση θα ενισχυθεί και από την περιβαλλοντική εκστρατεία μείωσης των αεροπορικών ταξιδιών.

Με χρήση των βελτιωμένων δυνατοτήτων επικοινωνίας και ηλεκτρονικής εργασίας, συμβουλευτικές υπηρεσίες, λογισμικά, χρήση τεχνητής νοημοσύνης και ανεπτυγμένων μορφών επικοινωνίας (π.χ. τηλεϊατρική) και παρακολούθησης της κατάστασης των ασθενών ή πελατών μπορούν να διεθνοποιηθούν και να «εξαχθούν» σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Η παροχή πανεπιστημιακής παιδείας μπορεί να ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας μας, ως προς τους διδασκομένους αλλά και τους διδάσκοντες. Η προσδοκώμενη ανάκαμψη των επενδύσεων, που δεν πρόλαβε να πραγματοποιηθεί πριν την υγειονομική κρίση, έχει τώρα μια χρυσή ευκαιρία να προσανατολισθεί προς τους τομείς που θα ευνοηθούν από την τρέχουσα εμπειρία.

Ο σημαντικός και προβεβλημένος ρόλος των σεμνών ειδικών, σε σύγκριση με τα κούφια λόγια και τραγικά λάθη των λαϊκιστών διεθνώς, μπορεί να έχει θετικές πολιτικές συνέπειες, που θα επηρεάσουν και την οικονομία. Μια μετατόπιση των ψηφοφόρων προς συνεπείς πολιτικούς και τεκμηριωμένα προγράμματα μπορεί να αντιστρέψει τη ροή προς τον λαϊκισμό, που παρατηρήθηκε διεθνώς μετά τη χρηματοοικονομική και τη δημοσιονομική κρίση, και να στηρίξει μια συντεταγμένη ανάπτυξη.

Αυτό όμως δεν είναι αυτόματο. Οι εισοδηματικές επιπτώσεις αυτής της κρίσης δεν αναμένεται να κατανεμηθούν σε πρώτη φάση στις ίδιες δημογραφικές ομάδες όπως αυτές της παγκοσμιοποίησης ή της χρηματοοικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης. Οι ομάδες εργαζομένων και επιχειρήσεων που πλήττονται βαρύτερα καθορίζονται από τις ιδιαιτερότητες μετάδοσης του ιού και όχι από τον διεθνή ανταγωνισμό χωρών με χαμηλό κόστος.

Παρ' όλα αυτά, πολλά εξαρτώνται από την πορεία του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους στη δεύτερη φάση, όταν η οικονομία επανέλθει σε λειτουργία. Συγκεκριμένα από το ποιες κοινωνικές ομάδες θα κληθούν να συνεισφέρουν μεσοπρόθεσμα στην αποπληρωμή των πρόσθετων δημόσιων χρεών, πόση στήριξη θα προσφέρουν ή θα χρειαστούν οι τράπεζες και πόσο γρήγορα θα μπορέσει να προσαρμοσθεί η οικονομία στις νέες συνθήκες ζήτησης και προσφοράς. Οι πληττόμενες ομάδες αυτής της μεσοπρόθεσμης φάσης δεν καθορίζονται από την πορεία του ιού και τις συστάσεις των ιατρών και μπορούν να στραφούν στους λαϊκιστές, αν οι κυβερνήσεις και οι ειδικοί δεν πείσουν για την ορθότητα και δικαιοσύνη της παροχής στήριξης και της κατανομής βαρών.

Η τελική εξέλιξη δεν είναι ασύνδετη με το πώς θα βγει η Ευρώπη από την υγειονομική κρίση. Ηδη βιώνουμε την αντιπαράθεση ανάμεσα σε χώρες που αναμένουν από κοινού ανάληψη του κόστους αυτού του εξωγενούς προβλήματος και εκείνες που αντιστέκονται στην αμοιβαιοποίηση του χρέους. Οι χώρες χωρίς δημοσιονομικό περιθώριο αντιμετωπίζουν μια ασύμμετρη οικονομική απειλή, αλλά η αδυναμία τους να ανταποκριθούν πηγάζει εν μέρει από τις σπατάλες του παρελθόντος.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης των Βορείων πηγάζει από αυτό το παρελθόν, αλλά αναφέρεται και στο κατά πόσον οι νέες δαπάνες θα περιοριστούν στην ορθολογική αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Η προτίμηση βόρειων χωρών για σύναψη δανείων με προγράμματα και δεσμεύσεις αντικατοπτρίζει αυτή την έλλειψη εμπιστοσύνης.

Η αντίδραση των Νοτίων στα προγράμματα εδράζεται με τη σειρά της στις αστοχίες των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί τρόπος χρηματοδότησης προγραμμάτων στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων και διαχείρισης των μελλοντικών χρεών που να ενθαρρύνει τις επενδύσεις και τον απαραίτητο αναπροσανατολισμό της οικονομίας, χωρίς να απειλείται από τάσεις σπατάλης ή να ενεργοποιεί αντιπαραγωγικούς περιορισμούς. Αυτό δεν είναι μόνο πρόβλημα σχεδιασμού αλλά και εκτέλεσης.

Keywords
Τυχαία Θέματα