Η άκαιρη αναβίωση της λύσης των δύο κρατών

Το ειρηνευτικό σχέδιο του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, για τη Μέση Ανατολή, το οποίο περιλαμβάνει τη χάραξη ενός δρόμου προς τη λύση των δύο κρατών και την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο, προσφέρει σε Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους μια ευκαιρία να διασώσουν τα εθνικά τους οικοδομήματα και σχέδια από τα συντρίμμια των δικών τους αυτοκαταστροφικών πολιτικών.

Ο Μπάιντεν αναγνωρίζει ότι η πρόοδος προς την ειρήνη ανάμεσα σε Ισραήλ και Αραβες

ιστορικά ακολουθούσε σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις και στρατηγικές μετατοπίσεις. Δείχνει δε να πιστεύει πως η ίδια λογική μπορεί να ισχύσει και στον συνεχιζόμενο πόλεμο στη Γάζα, που είναι ο πιο καταστροφικός στην περιοχή μετά από εκείνον του 1948. Ομως, οι προοπτικές μιας διπλωματικής λύσης παραμένουν περιορισμένες, δεδομένων των ανησυχιών του Ισραήλ για την ασφάλειά του και τις εδαφικές του φιλοδοξίες, σε συνδυασμό με ό,τι οι Ισραηλινοί αντιμετωπίζουν ως αδιάλλακτες απαιτήσεις εκ μέρους των Παλαιστινίων.

Οι Ισραηλινοί, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται αντιμέτωποι με την προοπτική να «ανταμείψουν» τους Παλαιστινίους με ένα κράτος μετά τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς, κυνηγιούνται ακόμη από τις αναμνήσεις των προηγούμενων αποσύρσεών τους από τον Λίβανο και τη Γάζα. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, τις υποχωρήσεις ακολούθησαν στρατιωτικές συγκρούσεις οι οποίες ενίσχυσαν τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς αντιστοίχως. Αυτά τα τραυματικά γεγονότα βρίσκονται πίσω από τη σημερινή αντίθεση του Ισραήλ στο λύση των δύο κρατών.

Πράγματι, η ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους που θα είναι επαρκώς ισχυρό για να διαχειριστεί τις εσωτερικές έριδες, χωρίς να αντιπροσωπεύει μια απειλή για το Ισραήλ, αποτελεί μια δύσκολη άσκηση ισορροπίας. Η επίτευξη αυτής της ισορροπίας αποδείχθηκε αδύνατη κατά τη διάρκεια των καλόπιστων διαπραγματεύσεων της δεκαετίας του ’90 και των αρχών του 2000, ενώ θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο να επιτευχθεί στο φόντο του πολέμου στη Γάζα και των συνεχιζόμενων συγκρούσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και τους μαχητές της Χεζμπολάχ.

Παρομοίως, η φιλοξενία των 400.000 εποίκων της Δυτικής Οχθης έχει υπάρξει, κατά τους προηγούμενους γύρους των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, μια σημαντική πρόκληση. Το καθήκον αυτό έχει καταστεί ακόμη πιο επιτακτικό, καθώς το ειρηνευτικό σχέδιο Μπάιντεν προϋποθέτει εν δυνάμει τη μετεγκατάσταση περίπου 500.000 ανθρώπων που ζουν κάπου σε 300 οικισμούς και παράνομα σημεία, ενώ άλλοι 220.000 Ισραηλινοί (επίσης έποικοι σύμφωνα με τους Παλαιστίνιους) ζουν στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Αξίζει να σημειωθεί πως πριν από τον πόλεμο στη Γάζα η υποστήριξη προς τη λύση των δύο κρατών στις τάξεις των Ισραηλινών έφτανε μόλις στο 35%. Μετά δε την 7η Οκτωβρίου το ποσοστό αυτό έπεσε στο 28,7%, ακόμη και για την περίπτωση που μια τέτοια ρύθμιση θα συνοδευόταν από αμερικανικές εγγυήσεις και μια συμφωνία εξομάλυνσης με τη Σαουδική Αραβία. Τον Φεβρουάριο, μάλιστα, 99 από τα 120 μέλη της Κνεσέτ ψήφισαν κατά οποιασδήποτε μονομερούς αναγνώρισης ενός παλαιστινιακού κράτους, αποτυπώνοντας τις βαθιές ρίζες του σκεπτικισμού που υπάρχει απέναντι σε ένα τέτοιο σενάριο.

Κρίσιμο στοιχείο είναι, επίσης, ότι προτού κερδίσει έδαφος οποιαδήποτε πρωτοβουλία για διπλωματική λύση, οι Ισραηλινοί είναι αναγκασμένοι να εκδιώξουν τον πιο επικίνδυνο κυβερνητικό συνασπισμό στην ιστορία της χώρας τους. Ομως, στην προσπάθειά του να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές, ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου προωθεί κυνικά τον ανέφικτο στόχο της «ολοκληρωτικής νίκης» στη Γάζα.

Οι επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ προσθέτουν έναν ακόμη παράγοντα αβεβαιότητας στο όλο σκηνικό. Η κορυφαία προτεραιότητα θα έπρεπε να είναι αυτή τη στιγμή να μπει ένα τέλος στο μακελειό και να επέλθει σταθερότητα στην περιοχή. Ομως, συνδέοντας την προσπάθεια να επιτευχθεί μια εκεχειρία με την ολοένα πιο αχνή προοπτική της λύσης των δύο κρατών, οι αμερικανοί διπλωμάτες διακινδυνεύουν να παρατείνουν τη σύγκρουση και να δώσουν τη δυνατότητα στον Νετανιάχου να συσπειρώσει τη χώρα του πίσω από την απαξιωμένη ηγεσία του, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτόν να διασώσει την πολιτική του καριέρα.

Ο Σλόμο Μπεν-Αμί είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, αντιπρόεδρος σήμερα του Toledo International Center for Peace

Keywords
Τυχαία Θέματα