Η απάθεια που φράζει το δρόμο

Δεν ξέρω αν έχετε ακούσει για το «φαινόμενο της απάθειας του παρατηρητή», αγγλιστί και επισήμως “bystander effect”. Αν όχι, ευτυχώς. Αν ναι, πρέπει να το συζητήσουμε. Στις 13 Μαρτίου 1964, σχεδόν ξημερώματα, σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Νέας Υόρκης, μια 38χρονη γυναίκα επέστρεφε σπίτι της. Ένας άντρας την πλησίασε και αφού την ακινητοποίησε, τη μαχαίρωσε δύο φορές στη πλάτη και απομακρύνθηκε (για λίγο). Το θύμα άρχισε να ουρλιάζει και να ζητά βοήθεια. Τα φώτα της γειτονιάς άναψαν, κάποιοι βγήκαν στα παράθυρα και ένας – δυο φώναξαν «άσε ήσυχο το κορίτσι, ρε!». Η αιμόφυρτη γυναίκα σύρθηκε

στην είσοδο ενός καταστήματος και παρέμεινε εκεί πεσμένη, ενώ λίγο αργότερα ο δράστης επανήλθε και συνέχισε να την μαχαιρώνει. Επανάληψη σκηνής: φρενήρεις εκκλήσεις για βοήθεια και ουρλιαχτά, άνθρωποι στα παράθυρα και πανηγυρική αποχώρηση του δράστη. Σιωπή. Όχι όμως και τέλος δράματος. Επανήλθε για τρίτη φορά: συνέχισε να την μαχαιρώνει από το λαιμό μέχρι τα γεννητικά όργανα, τη βίασε και φεύγοντας (οριστικά πλέον) της απέσπασε 48 δολάρια. Μισή ώρα μετά την έναρξη της επίθεσης, οι θεατές από το παράθυρα είδαν το ασθενοφόρο να παραλαμβάνει τη (νεκρή) γυναίκα και αποσύρθηκαν μέσα στα σπίτια τους. Λογικά, ποτέ πριν δεν πρέπει να είχε ηχήσει τόσο εκκωφαντικά το κλείσιμο ενός παράθυρου.

Από την ημέρα εκείνη, πέρασαν 50 ακριβώς χρόνια. Στον μισό αυτό αιώνα που μεσολάβησε, υπήρξε πλήθος ειδικών που έδωσε ποίκιλλες ερμηνείες στο συγκεκριμένο περιστατικό: από συναισθηματική παράλυση λόγω σοκ, μέχρι μίμηση μέσω κοινωνικής επιρροής και προεκτάσεις διάχυσης της ευθύνης. «Αφού κανένας δεν δρα, γιατί εγώ;»

Και σαν να μην έφτανε αυτό, έρχεται κάποια στιγμή ο γνωστός Καρλ Γιούνγκ – μη στέκεστε, πάρτε καρέκλα και βολευτείτε – ο οποίος στην «Αρχική Πορεία της Εξατομίκευσης» λέει: «Ο σύγχρονος άνθρωπος για να συντηρήσει το δόγμα Θέλω Άρα Μπορώ, που αποτελεί σημαία της έννοιας Αυτοπεποίθηση, πληρώνει ένα βαρύ τίμημα: εντυπωσιακή απουσία ενδοσκόπησης. Είναι τυφλός στο γεγονός ότι παρά τον ορθολογισμό και την αποδοτικότητά του, καταδιώκεται από δυνάμεις ανεξέλεγκτες».

Τώρα, το τι δουλειά έχει ο Γιουνγκ και το φαινόμενο απάθειας που παραπάνω λέγαμε, γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο – με την ευκαιρία, χαρά στο κουράγιο σας που το διαβάζετε ακόμα, σαββατιάτικα – αν αναλογιστεί κανείς μερικές απλές ερωτήσεις: Πόσο «κακοί» μπορεί να ήταν εκείνοι οι γείτονες που έβλεπαν το μαχαίρωμα της γυναίκας και αρκέστηκαν μόνο στην κλήση του ασθενοφόρου; Πόσο «κακοί» μπορεί να είναι πολίτες που πριμοδοτούν με τη ψήφο τους πολιτικές επιλογές εγγυημένης καταστροφής; Πόσο «κακοί» μπορεί να είναι οι άνθρωποι που εν γνώσει τους βλάπτουν μέσα από την απάθειά τους; Και αν ναι, ας υποθέσουμε, κομμάτια να γίνει, ότι είναι όντως «κακοί». Όλοι; Το 100% ολόκληρων κοινωνιών; Οι πάντες; Σκάρτοι; Ολίγιστοι;

Η απλή λογική λέει ότι προφανώς και όλοι – ή τουλάχιστον οι περισσότεροι – από όλους τους παραπάνω ήθελαν να κάνουν το σωστό. Γιατί ενώ ήθελαν, δεν μπόρεσαν; Γιατί ενώ θέλουν, δεν μπορούν; Να είχε ζήσει ασφαλής εκείνη η γυναίκα, χωρίς μαχαιριές στο σώμα της. Να μπορούσε (ας πούμε η Ελλάδα) να υπάρχει μέσα από πολιτικές απλής λογικής και ανθρωπιάς. Να υπάρξουν άνθρωποι που κάποτε θα μπορούν να αντιλαμβάνονται την παθητικότητά της ως σύνδρομο συμμετοχής σε μικρά και μεγάλα εγκλήματα καθημερινότητας, εντός και εκτός ποινικού δικαίου.

Αυτή δεν είναι η επιθυμία; Γιατί όμως απέχει έτη φωτός από την πράξη; Γιατί ενώ θέλουμε, δε μπορούμε;

Ο Καβάφης είναι κατηγορηματικός. Όπου και να πας, τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπες, μέσα σου θα τους κουβαλάς.

Αυτοί φράζουν το δρόμο.

Keywords
Τυχαία Θέματα