Χάσαμε τον μπούσουλα, Έλληνες…

Το τελευταίο διάστημα προτίμησα να σιωπήσω… Δεν έκανα ούτε μία τοποθέτηση, ούτε ένα σχόλιο. Και τα συμβάντα, τα άξια σχολιασμού, ιδιαιτέρως πολλά. Είναι όμως κι εκείνες οι στιγμές που ενώ έχεις να πεις τόσα, καταλήγεις να μην λες απολύτως τίποτα. Δεν ξέρεις τι να πρωτοπείς, δεν βρίσκεις τρόπο να κάνεις την εισαγωγή σου, γράφεις και σβήνεις. Σκίζεις το χαρτί –αν είσαι από τους «παραδοσιακούς», που αγαπούν ακόμα να γράφουν σε χαρτί και όχι στην οθόνη του υπολογιστή-, και πάλι απ’ την αρχή. Κι όμως αυτό, δεν είναι άγνοια, δεν είναι αδιαφορία, είναι απλά άγχος, αγωνία.

Απόλυτα συνειδητά λοιπόν, αποφάσισα να παρακολουθήσω τα πράγματα απ ’έξω, σαν ένας απλός θεατής που κρατά τη γνώμη του για τον εαυτό του. Ήλπιζα πως έτσι θα δω πιο καθαρά, θα βάλω τον εαυτό μου να υποδυθεί διάφορους ρόλους και να ξεσκεπάσει με αυτόν τον τρόπο κάθε πιθανή οπτική γωνία απ’ την οποία οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα γεγονότα. Και σήμερα, μπορώ να σας πω πως είχε αποτέλεσμα.

Επειδή όμως ο άνθρωπος που έχει μάθει να εκφράζεται στο χαρτί, καταπιέζεται και «πνίγεται» όταν δεν το κάνει, ήρθε η ώρα να επιστρέψω. Ομολογώ πως είμαι από τους τυχερούς που έχουν έστω και μία ώρα αποκλειστικά με τον εαυτό τους. Είμαστε εγώ και το χαρτί. Με τον εαυτό μου κάνω έναν εσωτερικό διάλογο και στο χαρτί μου τον αποτυπώνω. Δεν μπορεί να μας διακόψει κανείς. Κι ύστερα νιώθω τόσο ικανοποιημένη. Μπορεί να έχω γράψει ό, τι πιο ανόητο, ό, τι πιο ασύντακτο, οτιδήποτε. Αλλά όπως και να είναι το γραπτό μου, είτε έχει αναγνώστες, είτε όχι, εγώ θα νιώθω «ξαλαφρωμένη» γιατί έβγαλα από μέσα μου όσα με προβλημάτιζαν, ασχολήθηκα με ό, τι μου κίνησε το ενδιαφέρον και τα είπα «κάπου». Ξέρω πως οι κακοπροαίρετοι θα πουν «και τι μας ζαλίζεις με όσα σε απασχολούν;», αλλά δεν θα νιώσω τύψεις και γι’ αυτούς, εφόσον τους δίνεται η επιλογή της ανάγνωσης. Άλλωστε γράφω για μένα, για την ηρεμία μου και για εκείνους που σε όσα γράφω βλέπουν μία τυχόν πλευρά του εαυτού τους.

Κατά τη γνώμη μου, όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα, δεν είναι άνευ προηγουμένου. «Κτίζονται» μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο. Και δεν αναφέρομαι στην πολιτική κατάσταση, αλλά στις κοινωνιολογικές προεκτάσεις που έχει στην ελληνική κοινωνία. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος λόγω εξάντλησης του λαού -πέραν της οικονομικής, και ηθικής- εκδηλώνονται συμπεριφορές που δεν ταιριάζουν -δεν θα πω σε δημοκράτες-,σε ανθρώπους. Οι «εκρήξεις» αυτές κατανοώ πως οφείλονται στην συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, αλλά και στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εναπομείναντες σ’ αυτήν αλλά και οι εκπίπτοντες στην κατώτερη οικονομική τάξη. Οι διαστάσεις όμως που παίρνουν δεν δικαιολογούνται από τίποτα απολύτως. Και αυτό είναι το πιο ανησυχητικό. Δεν θα χρωματίσω κανέναν γιατί η κατάσταση είναι τόσο έκρυθμη που τέτοιες πρακτικές δεν ωφελούν, μόνο φανατίζουν. Και το μεγαλύτερο λάθος μας είναι όταν στη βία, απαντούμε με βία. Τότε γινόμαστε συνεργοί στο να διαιωνιστεί και να διογκωθεί. Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε να εκτυλίσσονται γεγονότα μιας άλλης εποχής, πολύ σκοτεινής, που κάθε νοήμων άνθρωπος δεν θέλει να ζήσει. Και αυτό είναι το πιο ανησυχητικό απ’ όλα. Το πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας τη στιγμή αυτή μπορεί να έχει πολιτική βάση, είναι όμως ηθικό. Σε πρόσφατη ανάρτησή μου στο διαδίκτυο σχετικά με το πόσο ντρέπομαι αν οι Έλληνες γίναμε «δολοφόνοι», κάποιος βιάστηκε να μου σχολιάσει «Μας έκαναν.» και πραγματικά εξοργίστηκα ιδιαιτέρως. Ποιος μας έκανε; Το κράτος; Μας πήρε το χέρι και το όπλισε; Το κράτος, οργανωμένο ή ανοργάνωτο, αποτελεσματικό ή μη, δυσλειτουργικό, υπάρχει. Η φτώχια; Η φτώχια ήταν μόνο η αφορμή. Η αιτία είμαστε εμείς οι ίδιοι και οι πιθανές εγκληματικές μας τάσεις. Ένας άνθρωπος εφοδιασμένος με ηθική, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, δεν υπάρχει πιθανότητα να σηκώσει το χέρι του εναντίον κάποιου συμπολίτη. Αντίθετα, κάποιος που έχει βίαια ένστικτα, αναζητά «πατήματα» για να τα εκδηλώσει με οποιεσδήποτε συνέπειες. Η βία αποτελεί το μοναδικό μέσο -κατά τη δική του γνώμη- ανάδειξής του. Θεωρώ πως ούτε ο ίδιος δεν πιστεύει πως είναι δίκαιος, αλλά μέσα στην ασημαντότητά του νιώθει μια δικαίωση. Προσπαθεί να συμπαρασύρει και άλλους στο δικό του κενό. Δεν μπορώ να ενδιαφέρομαι για τον συμπολίτη μου και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, να οργανώνω «φιλανθρωπικές εκδηλώσεις» και λίγα μέτρα παρακάτω να δολοφονώ έναν άλλον. Δεν συνάδουν αυτά. Έχω επιλεκτικό ενδιαφέρον; Ή εκμεταλλεύομαι καταστάσεις και το «στήνω» επικοινωνιακά; Δεν μπορώ να κάνω αντιφασιστικές πορείες και στα συνθήματά μου να επιζητώ αίμα και εκδίκηση. Δεν γίνομαι έτσι αντισυστημικός. Δεν είναι δυνατόν να αποδίδεται επιτέλους δικαιοσύνη κι εγώ να στέκομαι στο «πίσω κείμενο». Ναι, μπορεί να αξίζει και σ’ άλλους τέτοια τύχη, μπορεί κάποιους να τους συμφέρει αυτό το γεγονός. Αλλά επιτέλους, είμαστε ευχαριστημένοι με κάτι; Γιατί μια φορά δεν μπορούμε να πούμε «Ναι, αυτό έγινε σωστά.» ή «Όχι, αυτό έγινε λάθος.», αλλά πάντα μένουμε στο «Ναι μεν, αλλά…».

Δυστυχώς, έχω χάσει τον μπούσουλα… έχω χάσει το παιχνίδι… Αδυνατώ να οργανώσω τις ίδιες μου τις πράξεις σαν πολίτης και να «θωρακιστώ» με καθαρή σκέψη και ηθικές αξίες. Αν συνειδητοποιούσαμε πως «σωτήρες» δεν υπάρχουν και πορευόμασταν χωρίς «δεκανίκια», μόνο με ορθή σκέψη, ίσως τότε να ξαναγεννιόταν μια ελπίδα. Μέχρι τότε όμως, ο Θεός μαζί μας…

Keywords
Τυχαία Θέματα