Μητσοτάκης στο Economist: Ο πρώτος διδάξας του λαϊκισμού κάνει… μαθήματα για την καταπολέμηση του

Σε μια ξεκάθαρη «ευρωπαϊκή πρόβα» προχώρησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης δίνοντας μαθήματα κατά του λαϊκισμού. Σε άρθρο του στον Economist, και κυρίως από το ύφος του κειμένου φαίνεται ότι απευθύνεται στους συναδέλφους του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, αλλά και τους υπόλοιπους ηγέτες μιλώντας χαρακτηριστικά ως μέλος του «Ευρωπαϊκού Φιλελεύθερου Κατεστημένου».

Μέσα μάλιστα από το κείμενό του δίνει συμβουλές στην Ευρώπη και τις Βρυξέλλες

για το πως θα αντιμετωπίσει τον λαϊκισμό και φέρνει ως παράδειγμα την Ελλάδα και την περίοδο από το 2019 και μετά.

Παράλληλα ο Έλληνας πρωθυπουργός, στο άρθρο του, προσπαθεί να φιλοτεχνήσει το προφίλ του τέλειου ηγέτη, προβάροντας τις ιδέες του για την καταπολέμηση του, υποστηρίζοντας ότι «το πιο ισχυρό ανάχωμα κατά του λαϊκισμού είναι να ακούς τους πολίτες και να είσαι αποτελεσματικός». Φυσικά κάτι τέτοιο στα χρόνια τις διακυβέρνησης του δεν έχει γίνει ποτέ, ενώ εφαρμόζει πιστά το «δόγμα νόμος και τάξη», ενώ η μέχρι στιγμής πολιτική του είναι να έχει αφήσει τους πολίτες στο έλεος της ακρίβειας…και του θεού (σ.σ πλημμύρες θεσσαλία κ.α)

Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η χώρα το 2007 απλώς “βυθίστηκε στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση” και “μεγάλος ασθενής της Ευρώπης” έγινε την τετραετία 2015-2019 που οι “λαικιστές” του ΣΥΡΙΖΑ πήραν μια χώρα χρεοκοπημένη με δύο αποτυχημένα μνημόνια σωτηρίας και κατάφεραν να την βγάλουν από αυτά και με 37 δις προίκα στα ταμεία!

Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό και τα λεγόμενα του, «η πολυτάραχη ιστορία της ελληνικής πολιτικής από το 1945 και μετά δείχνει ότι όπου υπάρχει ένα κενό συχνά υπάρχουν προβλήματα. Αυτό ουδέποτε ήταν εμφανέστερο από τη δεκαετία που ακολούθησε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2007, όταν η χώρα αργά αλλά αδυσώπητα βρέθηκε στη δίνη των κενών υποσχέσεων του λαϊκισμού. Ο “εναγκαλισμός” της Ελλάδας με μια λαϊκιστική κυβέρνηση ήταν σχετικά σύντομος», αναφέρει αρχικά και συνεχίζει δείχνοντας στοιχεία ηγεμόνα λέγοντας ότι: «Η χώρα που κληρονόμησα όταν εξελέγην πρωθυπουργός το 2019 θεωρούνταν ευρέως ως ο ασθενής της Ευρώπης» και συνέχισε το ντελίριο του αυτοθαυμασμού του λέγoντας:

«Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται σε μια διαφορετική θέση. Το 2023 ανακηρυχθήκαμε “χώρα της χρονιάς” από τον “Economist”. Κατακτήσαμε, επίσης, την κορυφαία θέση στην κατάταξη οικονομιών που κάνει το περιοδικό για δύο διαδοχικά έτη. Στις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού το μερίδιο των ψήφων των αριστερών λαϊκιστών κατέρρευσε και το κόμμα μου επανεξελέγη στη διακυβέρνηση για δεύτερη θητεία, με αυξημένο ποσοστό», σημείωσε, ωστόσο, υπογράμμισε ότι «μετά την πανδημία, εν μέσω πολέμου, ενεργειακής κρίσης, μεταναστευτικών προκλήσεων και υψηλού πληθωρισμού, οι ίδιες λαϊκιστικές παρορμήσεις που καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε στην Ελλάδα ενισχύονται και πάλι σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης».

Κατά τον Κ. Μητσοτάκη, «δεν υπάρχει μία, οριζόντια λύση για την αντιμετώπιση της ανόδου του λαϊκισμού. Υπάρχουν ωστόσο ζητήματα με βαθιές ρίζες. Πάρτε για παράδειγμα τα παράπονα των πολιτών. Ακόμα και τώρα το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο κατεστημένο, του οποίου αποτελώ μέρος, εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να αδυνατεί ή να είναι απρόθυμο να αποδεχτεί ότι οι αιτιάσεις που τροφοδοτούν το ρεύμα του λαϊκισμού -από την παγκοσμιοποίηση μέχρι την αύξηση του κόστους ζωής- είναι πραγματικές και εκφράζονται με ειλικρίνεια».

«Πρόκειται για μία προσέγγιση που εκδηλώνεται με τη μορφή του “εμείς και αυτοί” και λέει: “εμείς ξέρουμε καλύτερα”. Μια τέτοια αλαζονική αυτοπεποίθηση είναι καταστροφική. Μας κάνει να μην βλέπουμε τις δυσκολίες των πολιτών, θολώνει την κρίση μας σχετικά με το ποια ζητήματα πρέπει να θέσουμε σε προτεραιότητα και, τελικά, αποξενώνει τους ψηφοφόρους», υποστήριξε, ενώ άφησε αιχμές κατά του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγοντας να αναφερθεί στην ακροδεξιά που είχε ήδη ξεκινήσει να ανθίζει με τις ευλογίες της κυβέρνησης Σαμαρά, συμπληρώνοντας ότι «το 2015 η Ελλάδα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της ανόδου του λαϊκισμού. Η πρώτη λαϊκιστική κυβέρνηση της χώρας εξελέγη τον Ιανουάριο εκείνου του έτους και επανεξελέγη οκτώ μήνες αργότερα. Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα βρέθηκε με το «πλήρες πακέτο» της λαϊκιστικής ιδεολογίας: έναν υβριδικό συνασπισμό των άκρων τόσο της σκληρής αριστεράς όσο και της σκληρής δεξιάς.Τα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν με δίδαξαν ότι οι λαϊκιστές υπόσχονται τα πάντα, αλλά τελικά οι υποσχέσεις τους είναι μεγαλόστομες, απόλυτα κενές και εντελώς ανέφικτες».

«Η απάντηση για την καταπολέμηση τέτοιου είδους άκρων έγκειται στην υλοποίηση αποτελεσματικών πολιτικών, έχοντας παράλληλα την ετοιμότητα να αμφισβητήσεις ή και να απορρίψεις τα πιστεύω και τις πρότερες αντιλήψεις σου, όταν αυτό είναι απαραίτητο. Αυτό σημαίνει να είσαι έτοιμος να προσαρμοστείς γρήγορα σε γεγονότα με παγκόσμιο αποτύπωμα και να υιοθετήσεις μια νέα τριγωνική λογική: υπέρ της ανάπτυξης αλλά δημοσιονομικά υπεύθυνη, ισχυρή στο μεταναστευτικό και διεκδικητική στην ασφάλεια, παράλληλα με μια ισχυρή εξωτερική πολιτική, και κοινωνικά φιλελεύθερη στο εσωτερικό», συνέχισε, αναφερόμενος αναλυτικά στις πολιτικές της κυβέρνησής του στην οικονομία, το μεταναστευτικό, στις μεταρρυθμίσεις, την απασχόληση, την εξωτερική πολιτική, κ.λπ.

Εκτίμησε, δε, ότι «η ηχηρή εκλογική νίκη τον περασμένο Ιούνιο απέδειξε ότι αυτή η προσέγγιση λειτουργεί. Ήταν όντως δυνατό να δημιουργήσουμε ένα νέο συνασπισμό ψηφοφόρων της αριστεράς και της δεξιάς ενάντια στο λαϊκισμό. Η νίκη μας έδειξε ότι ήταν δυνατό να περιορίσουμε τα περιθώρια των λαϊκιστών, διατηρώντας ευχαριστημένους τους παραδοσιακούς δεξιούς και κεντροδεξιούς ψηφοφόρους μας και επιπλέον διευρύνοντας την απήχηση του κόμματός μας στους Έλληνες που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι ή ακόμη και κεντροαριστεροί. Τα ακροδεξιά κόμματα πήραν ποσοστό 12%, αλλά αυτή η επίδοση ήταν παρασάγγας ασθενέστερη από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Σε μια εποχή ευρέως διαδεδομένου κυνισμού, η Ελλάδα έδειξε ότι η πολιτική μπορεί να ασκηθεί με διαφορετικό τρόπο».

Keywords
Τυχαία Θέματα