Έτρεχαν τα ποντίκια να σωθούν

H μπίρα με μέλι φέρνει τον μερακλή δειπνοσοφιστή σε κατάσταση εμπύρετης μανίας, ιδίως όταν συνδυάζεται με στιφάδο από κρέας αρκούδας. Και με ταξίδι στον βορρά, πληρωμένο από την υπηρεσία. Και με Ευρωμπάσκετ. Και με καλή παρέα. Και με κακή μουσική. Και με μερικά λίτρα συμβατικής μπίρας για επιδόρπιο, εκείνης που οι βόρειοι παράγουν για μαζική κατανάλωση μέχρι αναισθησίας.

Και με καραόκε.

Ήταν μία φθινοπωρινή νύχτα του 2011,

η Εθνική μας είχε κερδίσει, ο καιρός ήταν καλύτερος και από τη διάθεση της παρέας, η αρκούδα είχε αποχαιρετήσει τα εγκόσμια προ πολλού, το φως της ημέρας άντεχε μέχρι τις 11 το βράδυ και σύσσωμο το Βίλνιους ξεχυνόταν στους δρόμους.

Όταν η Λιθουανία λέει «στους δρόμους», εννοεί «στα μπαρ». Το Brodvejus («Μπροντγουέι», λιθουανιστί) το είχα εντοπίσει σε προηγούμενο ταξίδι, πιο χειμωνιάτικο, όταν αναζητούσα ζεστό στέκι για να ξεφύγω από το χιόνι αλλά βρήκα κλειστό ένα σεσημασμένο από το παρελθόν χεβιμεταλλάδικο. Εδώ δεν έπαιζε χέβι μέταλ, αλλά ό,τι να ‘ναι. Κυριολεκτικά.

Ήταν μπαρ καραόκε, όπου μάλιστα ένας καλλικέλαδος Βίκινγκ πάσχιζε να πυροδοτήσει την καριέρα που πίστευε ότι του χρωστούσαν οι θεοί, τραγουδώντας ανά εικοσάλεπτο άριες και μόρνες. Ομολογώ ότι η φωνή του ήταν αξιόλογη και πάντως καλύτερη από όσο άξιζε στους θαμώνες ενός μεθυσμένου ξενυχτάδικου.

«Ρε σεις, έχει και το Final Countdown», είπε ο σχολαστικός της παρέας μελετώντας το ρεπερτόριο του μηχανήματος. Τον ύμνο της Εθνικής μπάσκετ από τις αλησμόνητες βραδιές του 1987. «Τι λέτε, να το διαπράξουμε;»

«Μέσα», είπε η έκτη μπύρα της βραδιάς. «Μέσα κι εγώ», συμφώνησε η όγδοη. «Τι διάολο, δεν θα μας ξαναδούν και αύριο», ξεψάρωσε αυτός που δεν είχε ακουστά το YouTube.

Ανάμεσα στην τρίτη και στην τέταρτη μισόλιτρη, βγήκα έξω για να πάρω λίγο νυχτερινό αέρα. Όταν ξαναπέρασα τις πύλες του μαγαζιού προς τη σωστή κατεύθυνση, ένας από την παρέα κοιτούσε προς το μέρος μου και χαμογελούσε πονηρά. Η φάβα είχε κάποιον ύπουλο λάκκο, αλλά όταν έχεις δειπνήσει με κρέας αρκούδας δεν δίνεις σημασία στη φάβα, ούτε τους λάκκους της.

Πέρασε ένα εικοσάλεπτο, με τσουγκρίσματα, πονηρά χαμόγελα και Βέρντι. «Να δεις που θα ανεβεί κανένας δικός μας να τραγουδήσει Βέρτη», σχολίασα στον δικό μου διπλανό. Εκείνος χαμογέλασε πονηρά. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε πολύ χειρότερη.

«Σειρά έχουν ο Γιάννης, ο Νίκος, η Έμμα, ο Κώστας και ο Στράτος», ανακοίνωσε στα αγγλικά ο κλειδοκράτορας του καραόκε. Βρε! Για δες, μπεκροπίνουν και άλλοι Έλληνες στο μαγαζί. Άρχισα να τους αναζητώ μέσα στο εύθυμο πλήθος, μέχρι που το βλέμμα μου σταμάτησε σε έναν μεγάλο καθρέφτη. Από το τζάμι του με κοίταζαν κατάματα ο Κώστας, ο Στράτος, ο Γιάννης, η Έμμα και, ωιμέ, ο Νίκος.

«Θα μας ερμηνεύσουν το Final Countdown».

Αναζήτησα πελιδνός την εξώπορτα, αλλά δεν υπήρχε μονοπάτι εύκολης διαφυγής ούτε χρόνος για να καταστρωθεί σχέδιο απόδρασης. Άλλωστε, οι γνώριμες νότες της εισαγωγής από τα συνθεσάιζερ των Σουηδών είχαν ήδη αρχίσει να παιανίζουν. «Τιρι-νίνιιι, τιρι-νίνι-νιιιιι».

Η πίστα του βορεινού Μπροντγουέι είχε μόνο δύο μικρόφωνα, αφού ουδείς μπορούσε να προβλέψει την επιδρομή των βαρβάρων από τον νότο. «Τραγουδήστε εσείς που έχετε ωραία φωνή, εγώ θα παίζω αόρατη κιθάρα», ψέλλισα. Ούτε αυτό το κόλπο έπιασε. Αλλά δεν με ένοιαζε πια, ούτε ήθελα να φύγω. Με το που ξεκίνησε το τιρινίνι, ο αγωνιστικός χώρος του μαγαζιού βάφτηκε μπλε από καμιά δεκαπενταριά Έλληνες, που ξεφύτρωσαν άγνωστο από ποια ημίφωτη γωνιά. Μαζί τους χύμηξαν στο προσκήνιο δεκάδες ντόπιοι, ευγνώμονες για το ευπρόσδεκτο διάλειμμα από τη υπερβολική δόση φάλτσας όπερας.

«Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα», είπε κάποιος από το δεύτερο μικρόφωνο, με φωνή Συρίγου. «Αργύρης Καμπούρης… Εκατόν ένα, εκατόν δύο! Εκατόν ένα, εκατόν τρία!» Ευτυχώς, προλάβαμε να φύγουμε πριν καταφτάσει το εκατόν.

Αλλά είναι άδικο, να χρησιμοποιηθεί το επίθετο «φάλτσος» για ο,τιδήποτε άλλο συνέβη εκείνη τη βραδιά πριν ή μετά το σκάρτο τρίλεπτο του Final Countdown. Ναι, τρίλεπτο. Ναι, σκάρτο. Διότι μας έκοψαν πριν ολοκληρωθεί το έπος. «Παραπονέθηκαν οι γείτονες», μας εξήγησαν αργότερα. «Νόμιζαν ότι βγήκαν ομαδικά οι ποντικοί από τους υπονόμους της μεσαιωνικής πόλης σκούζοντας για κάποιον επερχόμενο σεισμό. Εμείς είχαμε κάθε καλή διάθεση να αφήσουμε το τραγούδι ως το τέλος, αλλά ξέρετε, άρχισε ξαφνικά να ξεραίνεται και το ποτάμι».

Η οικολογική καταστροφή αποφεύχθηκε οριακά χάρη στην πρόνοια των οικοδεσποτών, αλλά οι ανόσιοι ήχοι που πέρασαν εκείνο το μοιραίο τρίλεπτο από τα μικρόφωνα θα θεωρηθούν από τον ιστορικό του μέλλοντος ατράνταχτο επιχείρημα για την κατάργηση του καραόκε και συνολικά της μουσικής.

Εμείς φυσικά δεν δίναμε λίτας τσακιστό, αφού ζούσαμε τον μύθο μας. Το ένα από τα δύο μικρόφωνα βρέθηκε στο πάτωμα και ποδοπατήθηκε ανηλεώς μέσα στην τούρλα, αλλά ούτε αυτή η αναποδιά μας πτόησε.

Το κουπλέ και το ινστρουμένταλ τιρινίνι το γκαρίσαμε όλοι αντάμα αδελφωμένοι, Έλληνες, Λιθουανοί, κάτι αδέσποτοι Βέλγοι, ένας Αυστραλός που έδινε νέα διάσταση στην έννοια «φέσι», ακόμα και ο Παβαρότι της Βαλτικής. Kαι όταν το αριστούργημα των Europe έφτανε στο ρεφρέν του, ο ένοχος του προσβλητικού για την ακοή και των ψυχική υγεία των αθώων θαμώνων ανδραγαθήματος άρπαζε το μικρόφωνο και το έστρεφε προς τους αθώους, σαν νέος Βέρτης. «Διιι-κό σααας!», πρόσταζε.

Θρυλείται ότι ένα κακοφωτισμένο πορτρέτο των πέντε τρομοκρατών, προφίλ και ανφάς και τρουακάρ, κοσμεί έκτοτε την είσοδο του Μπροντβέιους, καθώς και το αεροδρόμιο και το δημαρχείο της πόλης. Δεν πρόκειται να πλησιάσω μηχάνημα καραόκε ούτε σε απόσταση 5 χιλιομέτρων αυτές τις μέρες που βρίσκομαι στη Λιθουανία.

Οποιος έχει ενοχοποιητικό βίντεο-πειστήριο όσων συνέβησαν τη θλιβερή νύχτα της Κυριακής στο ανυποψίαστο Βίλνιους παρακαλείται να ξεπαστρέψει τα ντοκουμέντα πριν βρουν τεχνηέντως το δρόμο τους προς το YouTube, το Facebook και το Twitter. Κάνουμε καλές τιμές και ευκολίες πληρωμής.

* Το παραπάνω κείμενο είναι από το βιβλίο του Νίκου Παπαδογιάννη, «Ο Νίκος Λείπει». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books

Keywords
Τυχαία Θέματα