Μένουμε από συμμάχους; Ομπάμα, Ολάντ, ίσως Ρέντζι…

Με τη δημοτικότητά του στο ναδίρ και αναγνωρίζοντας πως το παιχνίδι των προεδρικών εκλογών του επόμενου Μαϊου είναι εκ προοιμίου χαμένο για τον ίδιο, ο Φρανσουά Ολάντ ανακοίνωσε χθες πως δεν θα είναι υποψήφιος με τους Σοσιαλιστές. Τώρα, ανοίγει ο δρόμος για έναν εκ των Βαλς και Μοντεμπούρ, αν και οι εκλογές για τον επόμενο Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας είναι, απ΄ ότι φαίνεται, κούρσα δια δύο: τον Φρανσουά Φιγιόν και τη Μαρί Λεπέν.

Μπορεί για τους Γάλλους ο Ολάντ να μην υπήρξε ένας επιτυχημένος πρόεδρος,

ωστόσο οφείλει κανείς να του αναγνωρίσει πως κατά τη θητεία του έπεσε πάνω στη Γαλλία ο γαλατικός ουρανός. Τρομοκρατία, μεταναστευτικό και οικονομική κρίση ήταν αναμφίβολα ένα εκρηκτικό μείγμα.

Μαζί με τον Ολάντ, ωστόσο, πέφτουν και οι τίτλοι του τέλους -άγνωστο για πόσο- για τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές. Ο Γάλλος πρόεδρος υπήρξε, είτε το θέλουν ορισμένοι, είτε όχι, μια «ασταθής σταθερά» σε μια Ευρώπη που συντηρητικοποιείται ταχέως και σε έναν κόσμο στον οποίο δημιουργούνται συνθήκες ηγεμονίας ενός ιδιότυπου «δεξιού λαϊκισμού», όπως σημειώνουν μεγάλες δεξαμενές σκέψης και μέσα ενημέρωσης.

Όλα αυτά αφορούν, τελικά, την Ελλάδα ή δεν μας νοιάζει που στο μέγαρο των Ηλυσίων Πεδίων θα βρεθεί ο Φρανσουά Φιγιόν;- αν υποθέσουμε πως ο νέος ηγέτης της γαλλικής δεξιάς θα κερδίσει, τελικά, την επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου.

Το ζήτημα έχει ευρύτερες διαστάσεις και είναι σαφώς πιο πολύπλοκο από την αποχώρηση του Φρανσουά Ολάντ. Ο τελευταίος υπήρξε, αναμφισβήτητα, ένας διεθνής παράγοντας που υποστήριξε την Ελλάδα σε κρίσιμες στιγμές, ακόμα κι αν δεν στάθηκε δυνατό -αφελές να ανέμενε, άλλωστε, κανείς κάτι τέτοιο- να υπερκεράσει την πανίσχυρη γερμανική ηγεμονία των τελευταίων ετών.

Ο Αλέξης Τσίπρας -μετά την πρώτη περίοδο ψυχρότητας της πρώϊμης «ριζοσπαστικής» περιόδου, όταν τον είχε αποκαλέσει «Ολαντρέου»- βρήκε στον Φρανσουά Ολάντ έναν (έστω και ευκαιριακό) σύμμαχο. Ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα λειτουργήσει με παρόμοιο τρόπο. Όχι γιατί ο Φιγιόν δεν συμπαθεί τον Τσίπρα ή την Ελλάδα. Ούτε γιατί, όπως ίσως κάποιοι υποστηρίξουν, θα προτιμούσε να έχει στην Αθήνα πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη (με τον οποίο, όπως αποκάλυψε ο δεύτερος, έχουν γενέθλια την ίδια μέρα). Αλλά διότι ο Φιγιόν έχει διαφορετική ατζέντα, σαφώς περισσότερο «γαλλική» και λιγότερο ευρωπαϊκή και αναμφίβολα, ως προς τα οικονομικά, πιο σκληρά φιλελεύθερη.

Το διεθνές σκηνικό φαίνεται, λοιπόν, πως μπορεί να διαμορφωθεί με τρόπο όχι θετικό για τα ελληνικά συμφέροντα ως προς το σκέλος των μνημονίων.

Από την άλλη, στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι βέβαιο πως, δίχως να είναι αρνητικός έναντι της Ελλάδας, δεν θα καταναλώσει πολιτικό κεφάλαιο να υποστηρίξει οιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση όπως έκανε ο απερχόμενος Μπάρακ Ομπάμα.

Εάν το ιταλικό δημοψήφισμα αποβεί μοιραίο για την πολιτική τύχη του Ματέο Ρέντζι -είτε έχουμε κυβέρνηση τεχνοκρατών, είτε εκλογές και ενίσχυση του εσωτερικού αντιευρωπαϊκού μετώπου-, ένας ακόμα κατά περίπτωση σύμμαχος θα έχει χαθεί.

Η απουσία του Ολάντ και του Ρέντζι «σπάει» την ευρωμεσογειακή συμμαχία. Κι αν, επιπροσθέτως, επιβεβαιωθεί η άνοδος του ακραία δεξιού λαϊκισμού στην Ολλανδία με πρωτιά του Βίλντερς (ασχέτως εάν δεν σταθεί εφικτό να σχηματίσει κυβέρνηση), η κατάσταση γίνεται ακόμα δυσμενέστερη για την Ελλάδα. «Μένει» από συμμάχους, ακόμα και ευκαιριακούς.

Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να συνυπολογισθεί ο γερμανικός παράγοντας. Ο Ομπάμα έχρισε την Άγκελα Μέρκελ ηγέτιδα του ελεύθερου κόσμου. Και είναι αλήθεια πως με όλη αυτή την παγκόσμια ρευστότητα η Γερμανίδα καγκελάριος δημιουργεί μια αίσθηση σταθερότητας.

Όμως, μία πιθανή επανεκλογή της Μέρκελ κρατά δυναμικά -ίσως ακόμα πιο δυναμικά- στο παιχνίδι και τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε αλλά παράλληλα ενισχύει τον βορειοευρωπαϊκό γερμανικό αστερισμό. Δίχως να υπάρχουν, ίσως, πια οι ελάχιστες αλλά διόλου αμελητέες αντιστάσεις του Ολάντ και η επιδίωξη του Ομπάμα για μία ευρωπαϊκή στροφή από τη λιτότητα.

Για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα -ίσως ολόκληρο το 2017- η Αθήνα δεν θα βρίσκει ευήκοα ώρα και δεν θα διαθέτει συνομιλητές στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στην Ουάσιγκτον. Ή, έστω, δεν θα είναι το ελληνικό ζήτημα αρκετά ψηλά στην ατζέντα ηγετών και κυβερνήσεων που θα αλλάζουν ή οι νέες θα αναζητούν τον βηματισμό τους μέσα σε ένα εύθραυστο παγκόσμιο τοπίο συσχετισμών.

Και όλα αυτά σε ένα γεωπολιτικό ναρκοπέδιο στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, στην ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.

Συμπέρασμα; Έρχεται ένα δύσκολο 2017. Και όσο μεγαλύτερη θα είναι η εθνική μας εσωστρέφεια και οι σκιαμαχίες των πολιτικών δυνάμεων πάνω σε παρωχημένα στερεότυπα, τόσο δυσκολότερο θα γίνει…

ΠΗΓΗ:www.anatropinews.gr – Σεραφείμ Κοτρώτσος

Keywords
Τυχαία Θέματα