ΙΟΒΕ: Ύφεση 0,3% – 0,5% φέτος και ανάπτυξη 1,5% – 2% το 2017 – Πρόβλημα η χαμηλή ανταγωνιστικότητα

Ανάκαμψη της οικονομίας με ρυθμό χαμηλότερο από τις προβλέψεις της κυβέρνησης και των δανειστών «βλέπει» για το 2017 το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.

Το ΙΟΒΕ αναμένει συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,3 έως 0,5% εφέτος έναντι της πρόβλεψης του Ιουλίου για ύφεση 1%, λόγω κυρίως της ανάκαμψης της ιδιωτικής κατανάλωσης στο δεύτερο εξάμηνο και της ενίσχυσης των επενδύσεων.

Για

το 2017, το ΙΟΒΕ προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει, σημειώνοντας ρυθμό ανάπτυξης 1,5 έως 2,0%. Η οικονομική ανάκαμψη θα προκύψει από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω της υποχώρησης της ανεργίας, την αναθέρμανση των επενδύσεων, αλλά και την αναμενόμενη ρύθμιση των μη-εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων. Σε ό,τι αφορά στην ανεργία, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΙΟΒΕ, εκτιμάται ότι το 2017 θα κυμανθεί στο 22,5%, ενώ θα θα υποχωρήσει κάτω από το 24%, το 2016.

“Τα σημάδια εξασθένισης της αβεβαιότητας δεν συνεπάγονται ότι έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία”, σημειώνεται χαρακτηριστικά. Άλλωστε, το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων, οι οποίες αποσύρθηκαν από τις τράπεζες δεν έχει επιστρέψει σε αυτές, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων συνεχίζονται για περισσότερο από ένα χρόνο, χωρίς να μπορεί να εκτιμηθεί έστω προσεγγιστικά το πότε θα αρθούν.Επιπλέον, δεν έχει ξεκινήσει η διαχείριση των “κόκκινων δανείων”, υπό τις δυνατότητες που παρέχει το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο, διαδικασία με επιδράσεις στα διαθέσιμα κεφάλαια και τον πραγματικό πλούτο επιχειρήσεων και νοικοκυριών που δεν μπορούν να προβλεφθούν.

Σημαντική εξέλιξη προσεχώς θα αποτελέσει η εκκίνηση των διαπραγματεύσεων για το δημόσιο χρέος. Οι αποφάσεις του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016 για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα με σκοπό την ελάφρυνση της εξυπηρέτησής του θα αποτελέσουν τη βάση των διαπραγματεύσεων, από τις οποίες θα εξαρτηθεί και η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο τρίτο πρόγραμμα. Η διευκόλυνση της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους με τις παραπάνω ρυθμίσεις, ενδεχομένως και με πρόσθετες, θα περιορίσει την αβεβαιότητα για τη βιωσιμότητά του και θα βελτιώσει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας της, ενισχύοντας έτσι την ελκυστικότητά της.

Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ Τάκης Αθανασόπουλος κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου για την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 86η θέση, μεταξύ 138 χωρών, ως προς τον δείκτη ανταγωνιστικότητας της, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του World Economic Forum, καταγράφοντας πτώση πέντε θέσεων έναντι της αντίστοιχης έρευνας του 2015. Σύμφωνα με τον κ. Αθανασόπουλο, έξι χρόνια προσπάθειας δεν έφεραν καμία βελτίωση της θέσης της Ελλάδας ως προς τον δείκτη ανταγωνιστικότητας. Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο υψηλό επίπεδο διαφθοράς, στη χαμηλή οικονομική ελευθερία αλλά και στην απροθυμία ξένων επιχειρήσεων να δραστηριοποιηθούν στη χώρα.

Στα έξι χρόνια της κρίσης, είπε ο κ. Αθανασόπουλος, δεν σημειώθηκε βελτίωση στην ελληνική οικονομία. Επίσης, όπως πρόσθεσε, δεν απελευθερώθηκαν αποτελεσματικά αγορές, δεν εξασφαλίστηκε διοικητική επάρκεια ενώ η διαφθορά δεν εξαλείφθηκε λόγω των αντιστάσεων των κοινωνικών στρωμάτων που αδυνατούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Αυτή η αδυναμία προσαρμογής, σύμφωνα με τον κ. Αθανασόπουλο, έχει καταστήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις ανίσχυρες στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Keywords
Τυχαία Θέματα