Eurobank: Δουλεύουμε περισσότερο αλλά…παράγουμε λιγότερο

Ο μέσος εβδομαδιαίος αριθμός ωρών εργασίας στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερος του αντίστοιχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρει η Eurobank, στην εβδομαδιαία ανάλυσή της “7 Ημέρες Οικονομία”.

Σύμφωνα με τη Eurobank, αυτή είναι ένδειξη χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας.

Αναλυτικότερα:

– Στο 4ο τρίμηνο του 2014 ο ετήσιος ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής των

τιμών των διαμερισμάτων παρουσίασε επιβράδυνση από -7,12% στο 3ο τρίμηνο στο -5,83%.

– Από το 4ο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το 4ο τρίμηνο του 2014 η συσσωρευμένη πτώση των τιμών των διαμερισμάτων προσεγγίζει το -38,11%.

– Η συγκεκριμένη πτώση, παράλληλα και με το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρας μας ισοδυναμεί με ένα αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου (negative wealth effect) το οποίο οδηγεί σε μείωση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών. Είναι αυτή η μοναδική επίδραση που έχει το συγκεκριμένο φαινόμενο στην οικονομία; Η απάντηση είναι πως όχι. Αν σκεφτούμε σε όρους γενικής ισορροπίας (general equilibrium), το αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου επηρεάζει και την προσφορά εργασίας.

– Από το 1ο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το 3ο τρίμηνο του 2014, ο μέσος εβδομαδιαίος αριθμός ωρών εργασίας παρουσίασε πολύ μικρές μεταβολές, για παράδειγμα το μέγιστο είναι στις 42,6 ώρες ενώ το ελάχιστο είναι στις 41,8. Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει, ότι η προσαρμογή προς ένα νέο σημείο ισορροπίας στην αγορά εργασίας επηρέασε περισσότερο την απασχόληση σαν απόλυτο μέγεθος (π.χ. αριθμός απασχολούμενων) παρά την έντασή της, δηλαδή ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο. Αυτή η πολύ μικρή μεταβλητότητα ήταν αποτέλεσμα τόσο των μεταβολών στον τομέα της ζήτησης εργασίας όσο και των μεταβολών στον τομέα της προσφοράς εργασίας.

– Η ελληνική οικονομία ήταν και εξακολουθεί να παραμένει, η οικονομία με τον υψηλότερο μέσο εβδομαδιαίο αριθμό ωρών εργασίας σε σχέση με την ΕΕ-15, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.

Στο 3ο τρίμηνο του 2014, ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος δούλευε κατά μέσο όρο περίπου 5,5 περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως από τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαίο.

Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το επίπεδο της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη χαμηλής παραγωγικότητας.

– Πτωτικά κινήθηκε ο Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής τον Δεκέμβριο του 2014. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ) κατά το μήνα Δεκέμβριο (2014) σημειώθηκε ετήσια πτώση της τάξης του 3,8%.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), η πτώση των τιμών των διαμερισμάτων συνεχίστηκε και στο 4ο τρίμηνο του 2014.

Ο ετήσιος ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής διαμορφώθηκε στο -5,83%, υψηλότερος κατά 1,29 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον αντίστοιχο του 3ο τριμήνου (-7,12%).
Η συγκεκριμένη επιβράδυνση μπορεί μεν να θεωρηθεί ως ένα θετικό στοιχείο ωστόσο ο ρυθμός πτώσης των τιμών των διαμερισμάτων εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλός.

Από το 4ο τρίμηνο του 2008 – τρίμηνο κατά το οποίο ο δείκτης τιμών των διαμερισμάτων έλαβε την υψηλότερή του τιμή – μέχρι και το 4ο τρίμηνο του 2014, η συσσωρευμένη πτώση των τιμών των διαμερισμάτων ήταν της τάξης του -38,11%. Η συγκεκριμένη πτώση, παράλληλα και με το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρας μας ισοδυναμεί με ένα αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου (negative wealth effect) το οποίο οδηγεί σε μείωση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών.

Είναι αυτή η μοναδική επίδραση που έχει το συγκεκριμένο φαινόμενο στην οικονομία; Η απάντηση είναι πως όχι. Αν σκεφτούμε σε όρους γενικής ισορροπίας (general equilibrium), το αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου επηρεάζει και την προσφορά εργασίας.

Με την σειρά της, η τελευταία συνάρτηση σε συνδυασμό και με την ζήτηση εργασίας θα διαμορφώσουν τους μισθούς (αμοιβή του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας) και τις ώρες απασχόλησης.
Τέλος, οι ώρες απασχόλησης, παράλληλα με το φυσικό κεφάλαιο και τη συνολική παραγωγικότητα, θα καθορίσουν την προσφερόμενη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών στην οικονομία.
Σύμφωνα με βασικές αρχές της μικροοικονομικής θεωρίας, στην απόφαση των νοικοκυριών για το πόσες ώρες επιθυμούν να εργαστούν, δηλαδή για την διαμόρφωση της προσφοράς εργασίας, σημαντικό ρόλο παίζουν δύο αποτελέσματα.

Το αποτέλεσμα πλούτου (wealth effect) και το αποτέλεσμα υποκατάστασης (substitution effect).
Για παράδειγμα, στην περίπτωση που μειωθεί ο μισθός του καταναλωτή (ή νοικοκυριού), δηλαδή μειωθεί και ο πλούτος του, τότε αυτομάτως δημιουργούνται δύο αντίθετες δυνάμεις στην απόφασή του για το πόσες ώρες επιθυμεί να εργαστεί. Από την μια πλευρά υπάρχει το αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου το οποίο δημιουργεί την τάση για αύξηση των προσφερόμενων ωρών εργασίας και από την άλλη το αποτέλεσμα υποκατάστασης το οποίο δημιουργεί ακριβώς την αντίθετη τάση.

Ο οικονομικός συλλογισμός της επίδρασης των δύο αποτελεσμάτων είναι ο ακόλουθος: O περιορισμός των δυνατοτήτων του καταναλωτή – εξαιτίας της μείωσης του μισθού του – τον οδηγεί στο να μειώσει την κατανάλωση κανονικών αγαθών.

Η σχόλη, δηλαδή ο χρόνος εκτός ωρών εργασίας, θεωρείται από τους οικονομολόγους ως ένα κανονικό αγαθό και ως εκ τούτου δημιουργείται η τάση για την μείωσή της.
Με δεδομένο τον συνολικό διαθέσιμο χρόνο για σχόλη και εργασία, η προαναφερθείσα τάση ισοδυναμεί με αύξηση των επιθυμητών ωρών εργασίας.

Όσο πιο μόνιμη θεωρηθεί από την πλευρά του καταναλωτή η μείωση του μισθού του τόσο πιο ισχυρό καθίσταται το αποτέλεσμα του πλούτου, δηλαδή τόσο πιο ισχυρή η τάση για αύξηση των προσφερόμενων ωρών εργασίας.

Στην αντίθετη κατεύθυνση κινείται το αποτέλεσμα υποκατάστασης. Με δεδομένο τον πλούτο του καταναλωτή, η μείωση του μισθού του καθιστά την κατανάλωση πιο ακριβή σε σχέση με την σχόλη (τώρα ο καταναλωτής πρέπει να εργαστεί περισσότερο ή αλλιώς να θυσιάσει περισσότερες μονάδες σχόλης για την απόκτηση των ίδιων μονάδων κατανάλωσης) και ως εκ τούτου ο ορθολογισμός που τον χαρακτηρίζει τον ωθεί στο να υποκαταστήσει κατανάλωση με ώρες σχόλης, δηλαδή μείωση των προσφερόμενων ωρών εργασίας.

Η απάντηση για το ποιο αποτέλεσμα θα επικρατήσει, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Για παράδειγμα, εξαρτάται από τις προτιμήσεις και από τις δυνατότητες του καταναλωτή ή ακόμα και από το αρχικό επίπεδο ισορροπίας μισθού και ωρών εργασίας. Αξίζει να σημειώσουμε πως στο παρόν φυλλάδιο δεν πραγματοποιούμε μια τεχνική ανάλυση επί του συγκεκριμένου θέματος, απλώς περιγράφουμε τις δύο κεντρικές τάσεις που δημιουργούνται μέσω των αποτελεσμάτων πλούτου και υποκατάστασης.

Πως μπορούμε να συνδέσουμε τη συγκεκριμένη ανάλυση με την περίπτωση της χώρας μας;
Η ελληνική οικονομία, κατά την διάρκεια της περιόδου 2007-2013, βρίθει περιπτώσεων ή αλλιώς διαταραχών (shocks) που δημιούργησαν ισχυρά αποτελέσματα πλούτου και υποκατάστασης.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η υψηλή συσσωρευμένη πτώση των τιμών των διαμερισμάτων (2008q4-2014q4, 38,11%) αποτελεί ένα αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου. Επιπρόσθετα, η μείωση των καταθέσεων και η πτώση της αξίας των χαρτοφυλακίων των επενδυτών (μείωση της αξίας των μετοχών) μεγέθυναν το προαναφερθέν αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά η μείωση των μισθών δημιούργησε συνθήκες για την εμφάνιση του αποτελέσματος υποκατάστασης. Μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιο αποτέλεσμα ήταν το πιο ισχυρό;

Ένας συλλογισμός θα μπορούσε να είναι ο εξής: Στην αρχή της μεγάλης ελληνικής ύφεσης, όταν λίγοι ήταν αυτοί που προέβλεπαν το μέγεθος και πόσο μάλλον τη διάρκεια της επερχόμενης τότε οικονομικής συρρίκνωσης, η αρχική μείωση των μισθών μπορεί να είχε επίδραση στην προσφορά εργασίας κυρίως μέσω του αποτελέσματος της υποκατάστασης παρά μέσω του αποτελέσματος του πλούτου. Δηλαδή, η μείωση των μισθών δύναται να δημιούργησε μια τάση για μείωση των προσφερόμενων ωρών εργασίας, π.χ. η μείωση του μισθού μου μειώνει το κόστος ευκαιρίας των ωρών σχόλης μου οπότε επιθυμώ να εργαστώ λιγότερες ώρες.

Στη συνέχεια, με την πάροδο των τριμήνων, καθώς ενσωματώνονταν στις προσδοκίες των καταναλωτών και των εργαζομένων το μεγάλο πρόβλημα που υπήρχε, καθώς άρχιζε ο πλούτος τους – σε όλες τις μορφές, μετρητά στις τράπεζες, αξία μετοχών, αξία διαμερισμάτων – να μειώνεται με γοργούς ρυθμούς, τότε, ίσως το αποτέλεσμα του πλούτου να είχε την μεγαλύτερη βαρύτητα στις προσφερόμενες ώρες εργασίας. Δηλαδή, η μείωση του πλούτου ίσως δημιούργησε μια τάση για αύξηση των προσφερόμενων ωρών εργασίας από την πλευρά των καταναλωτών, π.χ. παρά την μείωση του μισθού μου θα πρέπει να εργαστώ περισσότερες ώρες για να ενισχύσω το εισόδημά μου.

Το γεγονός ότι μέσα στα χρόνια της ύφεσης ο μέσος εβδομαδιαίος αριθμός ωρών εργασίας παρουσίασε πολύ μικρές μεταβολές – για παράδειγμα το μέγιστο είναι στις 42,6 ώρες ενώ το ελάχιστο είναι στις 41,8 ώρες – αποδεικνύει, ότι η προσαρμογή προς ένα νέο σημείο ισορροπίας στην αγορά εργασίας επηρέασε περισσότερο την απασχόληση σαν απόλυτο μέγεθος (π.χ. αριθμός απασχολούμενων) παρά την έντασή της, δηλαδή ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο.

Αυτή η πολύ μικρή μεταβλητότητα ήταν αποτέλεσμα τόσο των μεταβολών στον τομέα της ζήτησης εργασίας όσο και των μεταβολών στον τομέα της προσφοράς εργασίας.

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι η ελληνική οικονομία ήταν και εξακολουθεί να παραμένει, η οικονομία με τον υψηλότερο μέσο εβδομαδιαίο αριθμό ωρών εργασίας σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-15, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Στο 3ο τρίμηνο του 2014, ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος δούλευε κατά μέσο όρο περίπου 5,5 περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως από τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαίο.

Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το επίπεδο της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη χαμηλής παραγωγικότητας.

Την ύπαρξη του συγκεκριμένου προβλήματος την έχουμε τονίσει αρκετές φορές από το συγκεκριμένο φυλλάδιο. Πτωτικά κινήθηκε ο Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής τον Δεκέμβριο του 2014.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ) κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2014 σημειώθηκε ετήσια πτώση του Βιομηχανικού Δείκτη Παραγωγής της τάξης του 3,8%.

Συγκεκριμένα, οι παράγοντες που συνέβαλαν στην περαιτέρω πτώση του δείκτη Βιομηχανικής Παραγωγής σε ετήσια βάση στην Ελλάδα είναι η μείωση του δείκτη Παραγωγής Ορυχείων – Λατομείων (-13,2%), η αύξηση του δείκτη Παραγωγής Μεταποιητικών Βιομηχανιών (2,1%), η μείωση του δείκτη Παραγωγής Ηλεκτρισμού (-18,6%), αλλά και η αύξηση του δείκτη Παροχής Νερού (4,3%).
Επισημαίνεται πως κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2013 έναντι του 2012 καταγράφηκε μείωση της τάξης του 1,4%.

Ο μέσος δείκτης βιομηχανικής παραγωγής (κινητός μέσος) Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2014 παρουσίασε μείωση 2,7% σε σύγκριση µε τον αντίστοιχο δείκτη της περιόδου Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2013, ενώ μείωση 3,2% καταγράφηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2013 με το 2012.
Συνεπώς διακρίνουμε επιβράδυνση της μείωσης στον μέσο Δείκτη Βιομηχανικής Παραγωγής το 2014.

Keywords
Τυχαία Θέματα