Χόφμανσταλ: Ο ψυχογράφος-συγγραφέας που ανάπλασε την «Ηλέκτρα»

Ένα πλάσμα σωστό μικρό αγρίμι, τραυματισμένο, με λόγια άσφαιρα, που αντικαθιστούν τις πράξεις· και μια γυναίκα σε ρόλο άντρα που συναντήθηκε με το εσωτερικό της χάος και άλλαξε πολύ. Και ύστερα, ένα ακόμη κορίτσι που ζει μέσα στις ενοχές, επειδή δεν μπορεί. Και ανάμεσα στις τρεις αυτές γυναίκες, εκείνος -γιος και αδελφός- που κουβαλά τη διεστραμμένη ενοχή πως πρέπει να δολοφονήσει για χάρη ενός πατέρα «πεθαμένου και θαμμένου σε ξένο τόπο, σκοτωμένου και πατημένου απ’ τα’ άλογά του!», που ποτέ όμως δεν γνώρισε. Και όλοι αυτοί, μια οικογένεια που «πρέπει να μιλήσουν με τους ανθρώπους». Αναπλάθοντας

την τραγωδία του Σοφοκλή «Ηλέκτρα», ο Χόφμανσταλ μετατρέπει με το ομώνυμο έργο του το αρχαίο δράμα από αντικείμενο μορφωτικού ενδιαφέροντος σε αντικείμενο συγκίνησης και το φθινόπωρο του 1903 το ανεβάζει για πρώτη φορά στο Kleines Theater του Bερολίνου, σα μια σπουδή πάνω στην ψυχική διαταραχή και την εμμονή, επηρεασμένος από τις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόιντ που είχαν δημοσιευθεί μερικά χρόνια νωρίτερα. Γεννημένος στη Βιέννη το 1874 από οικογένεια με εβραϊκές, ιταλικές, γερμανικές και αυστριακές ρίζες και οι γονείς αστούς, ο Χόφλμανσταλέλαβε από πολύ νωρίς μια βαθιά ανθρωπιστική παιδεία. Από τα μαθητικά του χρόνια έγινε γρήγορα δεκτός από την ομάδα συγγραφέων της «Νέας Βιέννης», ενώ δημοσίευσε παράλληλα τα πρώτα έργα του στο περιοδικό Blätter für Kunst του Stephan George. Με σπουδές νομικής και Ρομανικής Φιλολογίας, που εγκαταλείπει (αφήνοντας μάλιστα ημιτελή μια υφηγεσία που προετοίμαζε σχετικά με τον Βίκτωρα Ουγκώ) θα στραφεί πριν τα τριάντα του εξολοκλήρου στη λογοτεχνία. Ο Λόρδος Τσάντος, κεντρικός ήρωας του συγγραφέα στο έργο του Επιστολή, θα αποτελέσει για όλη τη ζωή του, το alter ego του συγγραφέα. Γραμμένη 15 χρόνια πριν τα Μαθήματα του Σωσύρ και 20 χρόνια πριν εκδοθεί το Tractatus του Βίτγκενσταϊν, την ίδια ακριβώς εποχή που ο Φρόιντ σχηματοποιεί την ψυχανάλυσή του, η Επιστολή (στα γερμανικά τιτλοφορούμενη «Ein Brief»), γράφεται όταν ο συγγραφέας είναι μόλις 28 ετών, περίπου όσο και ο φανταστικός συντάκτης της, Λόρδος Τσάντος (26 ετών) και απευθύνεται στον Φράνσις Μπέικον, στον οποίο ο νεαρός ανακοινώνει την απόφασή του να εγκαταλείψει το επάγγελμα του συγγραφέα, γιατί καμία λέξη δεν του φαίνεται ικανή για να εκφράσει την αντικειμενική πραγματικότητα. Φανταστικός χρόνος εκτέλεσης της είναι το 1603, όταν ο Σαίξπηρ εγκαταλείπει την ποίηση για να στραφεί στη δραματουργία, ένα γεγονός πολύ σημαντικό για την κατανόηση της αφήγησης του Τσάντος. Θα μπορούσε κανείς να πει πως τα δύο πρόσωπα της Επιστολής, ο αφηγητής της και ο σιωπηλός, σχεδόν αθέατος παραλήπτης της, συγκροτούν δύο διαφορετικές πτυχές του ίδιου του Χόφμανσταλ, εκφράζοντας ταυτόχρονα τις δυο όψεις της ευρωπαϊκής εμπειρίας: από τη μια, ο νεαρός Τσάντος προσωποποιεί τη δυσχέρεια της σκέψης να εκφράσει την πραγματικότητα, όπως επίσης και τον σκεπτικισμό της, και από την άλλη, ο Φράνσις Μπέικον αντιπροσωπεύει την αστείρευτη δίψα του δυτικού ανθρώπου για πραγματικότητα, όπως επίσης την πίστη στη γνώση ως βάση κάθε αληθινής προσπάθειας. Η δυναμική των έργων του Χόφμανσταλ στα χρόνια μετά την έκδοση της Επιστολής επισφραγίζεται από την προσπάθεια να απαλλάξει την τέχνη του από το βαρύ ένδυμα του Αισθητισμού, συνοδευμένο από έντονο επιφανειακό συναισθηματικό αρχαϊσμό και εκλεπτυσμένο στόμφο. Στα έργα του ο θάνατος ελλοχεύει: εμφανίζεται ξαφνικά, σημαδεύει τα πρόσωπα και αποχωρεί αθόρυβα. Μέσα σε αυτό τον κόσμο η αφοσίωση, ο χαμένος αγώνας της μνήμης απέναντι στην λήθη, η ασφυξία του εγκλεισμού στον πυρήνα της οικογένειας, η δεινότητα του ισχυρού, η βίαιη επιβολή της αρμονίας και του μέτρου, είναι θέματα τα οποία έρχονται και ξανάρχονται στην επιφάνεια. « [....] Και ξαφνικά μύρισε φράουλες και ακακίες, γινωμένο καλαμπόκι, σκόνη των δρόμων και ανοιχτή θάλασσα. Ένιωσα τη μαγεία αυτής της ευωδιάς, στην οποία συμψηφιζόταν ολόκληρο το τοπίο. Αυτού του τοπίου, όπου έπνεαν τα ίχνη χιλιετηρίδων. Αυτού του ανέμου, που μέσα του λες και είχε αναλυθεί το χρυσάφι της αιωνιότητας. Μα δεν ήθελα να τους παραδοθώ. Έσκυψα, μάζεψα το βιβλίο μου και έκανα να φύγω. Ουτοπία η αρχαιότητα, μονολόγησα, ουτοπία η αρχή, μάταιη η αναζήτηση. Η σκληρότητα των λόγων λες και με χαροποιούσε. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει εδώ. Σ’ αυτόν τον τόπο, όπου ήλπιζα να τ’ αδράξω με τα ίδια μου τα χέρια, η απουσία τους είναι πιο έντονη παρά οπουδήποτε αλλού. Μια δαιμονιακή ειρωνεία πλέκει τον ιστό της γύρω από αυτά τα συντρίμμια, που φυλάνε το μυστικό τους, ακόμη και καθώς αποσυντίθενται. Πόσο μοιάζουν μ’ εκείνες τις ευωδιές! Καλούν, επίσης, σε μάταια όνειρα αφήνοντας στο στόμα μια γεύση ψεύδους.” Πέθανε στις 15 Ιουλίου 1929, την ημέρα της κηδείας τού αυτόχειρα γιου του Franz. (κείμενο Victory Call).

Keywords
Αναζητήσεις
ηλεκτρα ψυχαναλυση
Τυχαία Θέματα