Το Εκλογικό Σύστημα

Ο λόγος αυτής της περιπλοκότητας είναι για να αποφεύγεται ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων και για να συγκροτούνται πιο εύκολα σταθερές (μονοκομματικές ή πολυκομματικές) κυβερνήσεις. Ζητούμενο για τους νομοθέτες του

ήταν να μην ψηφίζουν οι πολίτες μόνον λίστες αγνώστων προσώπων, τις οποίες καταρτίζουν τα κόμματα σε εσωκομματικές διεργασίες, αλλά να μπορούν να εκλέγουν και τον υποψήφιο της δικής τους εκλογικής περιφέρειας.

Στη Γερμανία υπάρχουν σήμερα 299 εκλογικές περιφέρειες, στις οποίες οι υποψήφιοι δίνουν τη μάχη του σταυρού.

Σε κάθε περιφέρεια κάθε κόμμα κατεβάζει έναν και μοναδικό υποψήφιο. Την περιφέρεια και την λεγόμενη «άμεση εντολή/έδρα» (Direktmandat), κερδίζει ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους.

Το ψηφοδέλτιο χωρίζεται σε δυο μέρη: το ένα αφορά την πρώτη ψήφο, το άλλο την δεύτερη ψήφο.

Με την λεγόμενη πρώτη ψήφο (Erststimme) o ψηφοφόρος βάζει σταυρό στον υποψήφιο της επιλογής του, τον οποίο ο ίδιος θεωρεί ως καλύτερο εκπρόσωπο της περιφέρειάς του.

Η δεύτερη ψήφος (Zweitstimme) είναι πιο σημαντική καθώς με αυτή οι ψηφοφόροι ψηφίζουν το κόμμα της προτίμησής τους. Με αυτήν την ψήφο καθορίζεται και η δύναμη των κομμάτων στη βουλή, βάση της οποία γίνεται και η κατανομή εδρών ανά κόμμα.

Με τον τρόπο αυτό στηρίζονται και τα μικρότερα κόμματα, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα έχουν ξεπεράσει το εκλογικό όριο του 5 % που καθιερώθηκε το 1953. Το εκλογικό όριο μπορεί να παρακαμφθεί, μόνο εάν ένα κόμμα καταφέρει να κερδίσει τουλάχιστον τρεις μονοεδρικές περιφέρειες.

Με άλλα λόγια, το εκλογικό σύστημα δίνει τη δυνατότητα στον ψηφοφόρο να ψηφίσει το κόμμα που ο ίδιος θεωρεί πιο ικανό να κυβερνήσει (δεύτερη ψήφος) και την ίδια στιγμή να δώσει σταυρό προτίμησης σε υποψήφιο από άλλο κόμμα, εάν νομίζει ότι εκείνος μπορεί να εκπροσωπήσει καλύτερα την περιφέρειά του (πρώτη ψήφος).

Αποτέλεσμα αυτού του συστήματος είναι να παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ένα κόμμα να κερδίζει με την πρώτη ψήφο περισσότερες έδρες από εκείνες που θα του αντιστοιχούσαν βάσει της δεύτερης ψήφου. Λόγων αυτών των επιπλέον εδρών αυξομειώνεται ο τελικός αριθμός των βουλευτών μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση. Γι΄ αυτό στη γερμανική βουλή υπάρχουν «τουλάχιστον» 598 βουλευτές, αλλά ο ακριβής αριθμός τους συνήθως ποικίλλει, ανάλογα με τον συνυπολογισμό των επιπλέον εδρών. Η κάλπη του 2009, για παράδειγμα, «έβγαλε» 620 βουλευτές.

Την ευθύνη για την οργάνωση των εκλογών έχει ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας στον οποίον απευθύνονται όσα κόμματα σκοπεύουν να συμμετάσχουν σε μια εκλογική αναμέτρηση. Εφόσον δηλώνουν ότι σέβονται και αναγνωρίζουν το σύνταγμα καθώς και τις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, τα κόμματα δεν μπορούν να αποκλειστούν από την εκλογική διαδικασία.

Στις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου κατεβαίνουν συνολικά 34 πολιτικοί σχηματισμοί, ενώ στην τρέχουσα κοινοβουλευτική περίοδο εκπροσωπούνται στην Bundestag έξι κόμματα: οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU), οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), οι Φιλελεύθεροι (FDP), οι Πράσινοι (Grüne) και η Αριστερά (Die Linke).

Δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι μπορούν να ασκήσουν όλοι όσοι έχουν την γερμανική υπηκοότητα και έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Φέτος θα ψηφίσουν 61,8 εκατομμύρια πολίτες, μεταξύ των οποίων και 3 εκατομμύρια νέες και νέοι, που καλούνται για πρώτη φορά στις κάλπες.

ΠΗΓΗ: DW

Keywords
Τυχαία Θέματα