ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΓΚΟΥΒΟΥΣΗ

Τα ξημερώματα της 26ης Αυγούστου του 1960, η 63χρονη Σταυρούλα Γκουβούση από το Λεωνίδιο έγινε η πρώτη Ελληνίδα που εκτελέστηκε έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο για ποινικό αδίκημα.

Πρωταγωνίστρια, μαζί με το γιο της, σε ένα έγκλημα τιμής, στις 6 Ιανουαρίου 1959 είχε πνίξει την έγκυο νύφη της Μεταξία Γκουβούση μέσα σε στέρνα στον κήπο του σπιτιού της στο Λεωνίδιο, πιστεύοντας ότι το βρέφος που κυοφορούσε ήταν καρπός παράνομου έρωτα.

Ο 22χρονος γιος της Δημήτρης και συνεργός στο έγκλημά της τιμωρήθηκε κι αυτός με εκτέλεση. Αρχικά, μητέρα και γιος επιχείρησαν να εμφανίσουν τη δολοφονία

ως ατύχημα, προσπαθώντας να παραπλανήσουν τις αρχές, ενώ στην πορεία η «κακιά πεθερά» δε δίστασε να στραφεί και κατά του γιου της προκειμένου να προφυλάξει τον εαυτό της.

Η Γκουβούση καταδικάστηκε σε θάνατο από το κακουργιοδικείο της Κυπαρισσίας και εκτελέστηκε τα ξημερώματα της 26ης Αυγούστου 1960 στον Υμηττό. Νωρίτερα είχε υποβάλει αίτηση χάριτος με σκοπό η ποινή της να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη, όμως η αίτηση απορρίφθηκε από το Συμβούλιο Χαρίτων παμψηφεί.

Στα ρεπορτάζ της εποχής, η Γκουβούση παρουσιάζεται ως μια δυναμική και αυταρχική γυναίκα, που επιθυμούσε να έχει απόλυτο έλεγχο στα παιδιά της.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία» στο φύλλο της Κυριακής 28 Αυγούστου 1960, μεταφέροντας ανάγλυφα και την «ατμόσφαιρα» της εποχής:

«Η Γκουβούση εδέχθη κλαίουσα να μεταλάβη, προηγουμένως όμως ζήτησε να εξομολογηθή δια να απαλλαγή, όπως είπεν, από κάτι που επίεζε την ψυχή της και δεν την άφηνε να ησυχάση ούτε λεπτό. Ο ιερεύς την εξομολόγησε, την μετέλαβε και την συνώδευσε μέχρι του αυτοκινήτου του τμήματος μεταγωγών, δια του οποίου αύτη θα μετεφέρετο εις τον τόπον της εκτελέσεως. Όταν ανήρχετο τας βαθμίδας αν και ο ιερεύς της είχεν ανακοινώσει ότι θα ‘απήρχετο μετ’ ολίγον του κόσμου τούτου’, η Γκουβούση ηρώτησε τον επικεφαλής της αστυνομικής δυνάμεως εάν θα ωδηγείτο εις τον Πειραιά (σ.σ.: τις προηγούμενες μέρες, η διευθύντρια της φυλακών, ανακοινώνοντάς της την απόρριψη της αίτησης χάριτος, της είχε πει ότι έως την εκτέλεσή της θα μετατασσόταν σε φυλακή του Πειραιά).

Θα πάμε σε κάποιο εξοχικό μέρος’, ήτο η απάντησις του αξιωματικού. ‘Εκεί θα είναι πιο ωραία απ’ εδώ. Θα είσαι μόνη και ήσυχη πια, δεν θα σε ενοχλή κανένας’. ‘Αφού είναι έτσι, πάμε’ απάντησε και ανέβηκε τα σκαλοπάτια του σιδηροφράκτου αυτοκινήτου (της κλούβας). Την ηκολούθησεν ο ιερεύς, ο οποίος εκάθησε δίπλα της και ήρχισε να προσεύχεται δια την σωτηρίαν της ψυχής της».

Keywords
Τυχαία Θέματα