ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΘΑΨΟΥΜΕ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΙΣ ΕΝΟΧΕΣ ΜΑΣ

Δεν ξέρω γιατί κάθε 17 τούτου του μήνα χαλιέμαι.

Δεν μπορώ να γράψω.

Ιδίως για μνημόσυνα.

Μα μήτε για τίποτε άλλο.

Πάντα καταφεύγω σε κείμενα σκοτεινά και παράδοξα.

Συγχωρέστε με για τούτη την ανοησία μου.

Εσείς δεν μπορείτε, και δικαιολογημένα οι περισσότεροι, να την καταλάβετε.

Όμως εγώ τη δικαιούμαι.

Για να ξεφύγω.

Είναι, βλέπετε, εκείνο το τετράδιο που βρήκα σ’ ένα μπαούλο πριν πολλά χρόνια.

Για το ματωμένο Νοέμβρη του ’73.

Ακόμη βρίσκομαι στο πρώτο κεφάλαιο.

Το ’γραψε ένα παιδί που έφυγε.

Και ’γω βασανίζω το μυαλό

μου να το αποκρυπτογραφήσω.

Τι εννοεί όταν γράφει:

Εξεγέρθηκαν πριν ακόμη γεννηθώ. Πέθαναν πριν προλάβω να ζήσω. Μετεωρίστηκαν στη ρωγμή του χρόνου. Το σκέφτηκαν για λίγο και πέρασαν απέναντι. Χάθηκαν. Τώρα διαβάζεις στον λυγμό τα χνάρια τους. Βλέπεις στα νεύρα της πέτρας το χαμόγελό τους. Ακούς στο τρίξιμο του ανέμου τις παραισθήσεις τους. Και βυθίζεσαι. Στον ωκεανό. Τον απέραντο. Τον μαύρο. Τον αδυσώπητο. Με τα μουχλιασμένα σπλάχνα. Από τους νεκρούς καρχαρίες και τα τιγκιασμένα λίπη των δελφινιών. Φεύγεις, φτύνοντας αηδιασμένος. Δραπετεύεις στην έρημο. Γράφεις και ξαναγράφεις στην άμμο τ’ όνομά τους. Σκορπίζεται. Σε λόγους οστών. Σε βόθρο γαρυφάλλων. Λες δεν μπορεί· ο εφιάλτης θα ξανάρθει. Γδύνεσαι για να υποδεχθείς τις σφαίρες. Και τα τροχοφόρα. Που μεταφέρουν το μήνυμα σ’ ένα μπουκάλι χλωροφόρμιου. Μια ξερασμένη κηλίδα αίμα το καπάκι. Που σφράγισε την αθωότητα. Κάντε μνημόσυνα. Υψώστε τα σάβανα. Σημαίες. Για τα επερχόμενα. Φτύστε τα όνειρά τους. Καρφώστε τα μηνίγγια τους. Να μην σκέφτονται. Να πάψουν να ουρλιάζουν. Να σταματήσουν να εκλιπαρούν. Παιδιά ήταν. Δεν ήξεραν και ξοδεύτηκαν. Στα κάγκελα μιας πύλης. Στις ερπύστριες ενός τανκ. Σ’ ένα σύνθημα που δεν φωνάχτηκε. Σ’ ένα πανό που δεν υψώθηκε. Σ’ έναν λάκκο που δεν ανοίχτηκε. Βλέπω παντού φαντάσματα. Στη σειρά. Στήνουν χορό. Πυρρίχιο. Ασίκικο και πένθιμο. Μυαλά χυμένα. Εμετός. Γι’ αυτά που γίνονται. Για όσα θα ’ρθουν. Αναδεύομαι. Στη μήτρα. Του παρελθόντος. Εξώγαμος θάνατος. Του σαλεμένου ποιητή. Του παράλυτου χορογράφου. Μιας ζωής. Που δεν μας ήθελε. Δραπετεύσαμε για λίγο. Και τώρα πάλι σιωπή. Αρχίζει το εμβατήριο. Του αποχαιρετισμού. Μέχρι τον άλλο χρόνο. Και τον άλλο. Και τον επόμενο. Μέχρι να βαρεθούμε. Ώσπου να θάψουμε οριστικά τις ενοχές μας. Για την προδοσία. Για το λοξοδρόμιασμα. Σε μια πορεία που δεν θ’ αρχίσει. Επειδή στα σχολεία έχουν γιορτή. Και στο Δημόσιο αργία. Όταν οι άλλοι πενθούν πώς να τους πεις για τον γάμο. Τον μυστικό. Τον παράνομο. Που μέχρι τώρα κρατά. Χωρίς σκέψη για διαζύγιο. Μέχρι τέλους. Συνεχίζεται.

Όταν καταλάβω τι εννοεί, θα μπω στο δεύτερο κεφάλαιο.

Με τον ρυθμό που πάω, δεν ξέρω αν θα προλάβω να το τελειώσω.

Είναι, βλέπετε, 17 κεφάλαια.

Ελπίζω, κάποτε να σπάσω τον κώδικά του και να μου γίνουν όλα πιο εύκολα.

Αν πάλι δεν προλάβω, ας αναλάβουν την αποκρυπτογράφηση τα παιδιά μου.

Κι αν ούτε κι αυτά το καταφέρουν, ας κληροδοτήσουν το γρίφο και το μυστικό στα δικά τους παιδιά.

Κι αυτά στα δικά τους.

Μέχρι να ‘ρθει η στιγμή που τα όνειρα, των κολασμένων της Γης, θα πάρουν εκδίκηση.

Μέχρι τότε συνεχίζουμε.

Είμαστε υποχρεωμένοι.

Και καταραμένοι.

Να το κάνουμε.

Έχουμε πάρει όρκο μυστικό.

Και δεν μπορούμε να τον πατήσουμε.

Συνεχίζουμε λοιπόν.

Συνεχίζεται.

Ο αγώνας…

Keywords
Τυχαία Θέματα