Μια φέτα καρπούζι τον Αύγουστο

Λίγο πριν δύσει ο ήλιος, οι περισσότεροι από τους λουόμενους παραδομένοι στην «ευδαιμονική ραστώνη» του καλοκαιριού , απόλυτοι άρχοντες στο γαλάζιο σύμπαν, είναι διατεθειμένοι να καταβάλλουν το οποιοδήποτε αντίτιμο. Τίποτα δεν είναι ικανό να «μουτζουρώσει» τις ανέμελες μέρες μας. Τίποτα, σοβαρό, ευτυχώς! Είναι Αύγουστος, μήνας του τρύγου, ηλιόλουστος και φωτεινός. Πόσο παλιά, πόσο γνωστά σου φαίνονται όλα κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι. Έρωτες που έσβησαν στην άμμο , λόγια μεθυσμένα σε κάποια πλώρη …όνειρα που πήρε μαζί του το μελτέμι…. γεύσεις που ανακαλείς τις αυγουστιάτικες νύχτες.

Αύγουστος

και έχει μόλις κλείσει τα 20. Παρασκευή, απόγευμα στην Αθήνα, στην κουζίνα του πατρικού της. Εκείνη ξεφυλλίζει αφηρημένα ένα ταξιδιωτικό περιοδικό. Η μάνα της καθαρίζει φασολάκια στο νεροχύτη. Ο μπαμπάς δουλεύει καλοκαιριάτικα για να πληρώσει τα γραμμάτια του σπιτιού. Η Μυρσίνη, έτσι θα τη λέω, ονειρεύεται το σπίτι στο νησί, τον έρωτα, την ελευθερία. -Είναι άδικο, να χάσει τα μπάνια του, το παιδί! Να πάει στη θάλασσα! επεμβαίνει η θεία της από την πόρτα. -Να τρως φρούτα και λαχανικά! Και να μην κάθεσαι όλη μέρα στον ήλιο! , η μάνα της την κοιτάζει τρυφερά και ύστερα γυρίζει στο νεροχύτη. Εντάξει. Φοράει τη τζιν ξεβαμμένη φούστα και τα σανδάλια που πήρε από το Μοναστηράκι. Ήθελε να πάρει και καπέλο. Δεν πρόλαβε. –Στον γυρισμό! Της είπε η φίλη της η Μαριάννα. Σφίγγει το κλειδί στη χούφτα της. Η παλάμη της έχει ιδρώσει.

Το «Κύδων» μπαίνει στο λιμάνι την ώρα που ξημερώνει .H Μυρσίνη αιχμαλωτίζει τη στιγμή με την φωτογραφική της μηχανή. Τρέμει το χέρι της από τη συγκίνηση. Το φως της αυγής κοκκινίζει το ασπρόμαυρο κάδρο στις άκρες. Τσεκάρει ότι έχει ακόμη στην τσέπη της το κλειδί. Από τα Χανιά στην Παλιόχωρα με το λεωφορείο της τοπικής γραμμής. Οι λαμαρίνες τρίζουν στις στροφές. Τα χρώματα , μολυβί, πορφυρό και γαλάζιο χοροπηδάνε διαδοχικά μπροστά στα μάτια της. Στην τελευταία στροφή το κλειδί θα γλιστρήσει από την τσέπη της.

– -Γεια σου, είπε. Εσύ είσαι; !Την είχε δει που καθότανε ξεθεωμένη στα σκαλιά του σπιτιού . –Βρε τον Σταύρο! Γύρισες! Της έδωσε τον φραπέ σε ένα ψηλό παγωμένο ποτήρι. Ήταν πολύ παγωμένος και πικρός. Ήπιε δυο γουλιές και τον άφησε στην άκρη. –Θα σου φέρω μια φέτα καρπούζι! Μμμ, είπε εκείνη, μασώντας αργά. Γεύτηκε το καρπούζι και αναλογίστηκε την ευτυχία. Διψούσε τη ζωή και ξεδίψασε σε μια στιγμή. Κοίταζε την θάλασσα και ένιωθε μια παράξενη ηδονή. –Σ’ ευχαριστώ!, του είπε και σκούπισε με τα δάχτυλα τα χείλη της.

–Έλα πάμε, εκεί! Κατηφόρισαν αγκαλιασμένοι του στριφογυριστό δρομάκι που έβγαζε στην παραλία . Ήθελαν να τρέξουν , να φωνάξουν, να αγκαλιάσουν ολόκληρο τον κόσμο. Η νύχτα γινόταν κόκκινη , κίτρινη, μπλε. Πάνω από τη θάλασσα στεκόταν ένα μεγάλο χρυσό φεγγάρι. Εκείνη δεν μιλούσε. Περπατούσε στην ακροθαλασσιά και ένιωθε το νερό να ανεβαίνει στα μάτια της.

–Εκεί πέρα! Κολυμπούσε ανάσκελα, σκίζοντας τα κύματα με απαλές απλωτές και οι σταγόνες του νερού έπεφταν στο πρόσωπό της. Τις πέρασε για δάκρυα. Γύρισε από την άλλη μεριά και είδε ότι γελούσε. Στα βάθη των ματιών της χόρευε μια θάλασσα ατέλειωτη κρεμασμένη πάνω από τη γη.

Ήταν πάντα Αύγουστος στις αναμνήσεις της. Μερικά μαλλιά ξέφευγαν και έπεφταν στη γυμνή πλάτη της . Καθόταν στα σκαλιά του σπιτιού και έτρωγε καρπούζι φορώντας το απίθανο καπέλο που είχε αγοράσει στην παραλία.

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι

και παραπάνω

το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει

τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης σκουριασμένοι

λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα

κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη

και παραπάνω ακόμη πολλές φορές

το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά ως τον ορίζοντα

ως τον ουρανό που βασιλεύει.

Μποτίλια στο πέλαγο, Γιώργος Σεφέρης

Keywords
Τυχαία Θέματα