Με τα μάτια των άλλων…

Την είδα στο κτίριο του ΟΤΕ. Μια ηλικιωμένη γυναίκα να στέκεται κουρασμένη λίγο μετά την είσοδο και να παίρνει τις απαραίτητες ανάσες. Χέρια και πρόσωπο, κόκκινα από το πρωινό κρύο, μαρτυρούν τα τρεχαλητά της ζωής της. Ατέλειωτα, καθημερινά τρεχαλητά και άγχος να τα προλάβει όλα: στο σπίτι, στο χωράφι, για τα παιδιά, για τους γονείς, για τον άντρα της. Παντού και πάντα κι εκείνη εκεί, εκείνη πρώτη. Ο χρόνος και η δουλειά άφησαν χαρακιές στο πέρασμά τους. Σημάδια του φιλότιμου και της ευσυνειδησίας της. Με μόνη ελπίδα, να ζήσουν τα παιδιά

καλύτερα και τα εγγόνια, «εμείς, καλά-άσχημα, τα φάγαμε τα ψωμιά μας». Αφού βρήκε ξανά τη δύναμή της, εκεί, όρθια, άρχισε να ξετυλίγει ένα μαντήλι καλά δεμένο και διπλωμένο. Έβγαλε δύο χαρτονομίσματα των είκοσι ευρώ και τα άλλα τα τύλιξε πάλι με το ίδιο μαντήλι, προσεχτικά, προσεχτικά δένοντάς το στον καρπό του χεριού της. Είχα καιρό να δω κομπόδεμα. Να που υπάρχει ακόμη! Το μαντήλι φθαρμένο, το απόθεμα αποδεκατισμένο από τα χαράτσια και τις επιδρομές των Υπουργών και η κάτοχός του φοβισμένη από τις καθημερινές διαρρήξεις στις αγροτικές κατοικίες το κουβαλά πια μαζί της για να το σιγουρέψει.

Στέκεται τώρα στην ουρά και περιμένει. Εκεί γύρω στα 85, μια βασανισμένη περήφανη γυναίκα στέκεται και περιμένει να πληρώσει τους λογαριασμούς της, όπως έχει μάθει να κάνει μια ζωή. Δεν μιλά, δεν διαμαρτύρεται, δεν παραπονιέται μα η πίκρα ξεχειλίζει από τη σιωπή της. Η συνταξιούχος των 350 ευρώ, με τα γόνατα να πονούν και τα μάτια να τη γελούν πια, κατέβηκε από το χωριό της με το λεωφορείο για να πληρώσει τους λογαριασμούς της! Για να μην της κόψουν ρεύμα και τηλέφωνο, για να μη δώσει δικαιώματα στον κόσμο. Μπορεί κι εκείνη, νέα ακόμη να ονειρεύτηκε πολλές φορές μια διαφορετική μετέπειτα τοποθέτηση των πραγμάτων και η πραγματικότητα να την απογοήτευσε, επίσης πολλές φορές. Όπως την απογοήτευσαν ακόμα και τα πρόσωπα που κυβερνούσαν, που πολιτεύονταν, μέχρι που έπαψε να τους δίνει σημασία και να συγκρατεί τα ονόματά τους, «Τι τα θες, στα καμώματα είναι ίδιοι». Τα χρόνια πέρασαν κι εκείνη έμαθε πια να μην απογοητεύεται. Όπως έμαθε να μη στρατεύεται σε ένα σκοπό που έχει ανάγκη από άδικα μέσα, γιατί τότε δεν είναι δίκαιος σκοπός. « Οι άδικες πράξεις σε ακολουθούν, πάντα να τις αποφεύγεις» θα ψιθύριζε και θα συνέχιζε να το παλεύει τίμια, περήφανα, ακούραστα, από τα ξημερώματα, μέχρι αργά το βράδυ κι ύστερα ξανά πάλι την αυγή.

Στο μυθιστόρημα του Φλομπέρ, Μαντάμ Μποβαρύ ο κος Homais(Ομαί) ενσαρκώνει την ήσυχη συνείδηση του φαινομενικά έντιμου μικροαστού της επαρχίας. Δεν είναι, όμως, παρά ένας δειλός, αριβίστας. Η τέλεια ενσάρκωση της επικίνδυνης και αξιοκαταφρόνητης μετριότητας. Σας θυμίζει μήπως κάτι; Την κοιτώ ξανά και σκέφτομαι πως, αν βλέπεις έναν άνθρωπο που σου γεννά μια ωραία αίσθηση, όπως η τίμια αυτή γυναίκα, μπορεί να επιδιώξεις να έχεις αυτή την θετική κατάσταση και στη ζωή σου, να γίνεις πιο καλός άνθρωπος εντέλει… Σε μια ιστορία δεν υπάρχει ποτέ λεπτομέρεια η οποία να στερείται σημασίας. Όμως, για κάθε λεπτομέρεια, όπως οι χαρακιές στο πρόσωπό της, υπάρχει και η κατάλληλη στιγμή για να εκτιμηθεί η αξία της. Τώρα την βλέπω να απομακρύνεται κι αναρωτιέμαι μήπως ήρθε η ώρα να μετρήσουμε τα πράγματα όχι μόνο με τις δικές μας βεβαιότητες και τα «καπρίτσια» των κατά τόπους Ομαί, αλλά και με τα μάτια των άλλων, όπως της άγνωστης αυτής γυναίκας;

Η Μαρία Νικολάου είναι δημοσιογράφος.

Keywords
Τυχαία Θέματα