Λευκές νύχτες

Αθήνα, Μοναστηράκι, Ερμού, Σύνταγμα, παραμονές Πρωτοχρονιάς. Ο πεζόδρομος είναι γεμάτος κόσμος. Δεξιά, αριστερά, οι βιτρίνες φωτισμένες γιορτινά και ανάμεσα χιλιάδες άνθρωποι να πηγαίνουν πάνω κάτω. Οι περαστικοί στριμώχνονται μπροστά στους πάγκους των μικροπωλητών. Πουλάνε καλαμπόκια, τσάντες, μαντήλια, γραβάτες, πειρατικά CDs, και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. «Θέλεις μια

Σάντρα Μπούλοκ; Έχω και Τζορζ Κλούνεϊ!»

Στη γωνία ένα αγόρι με μια κιθάρα παίζει μια γνωστή μελωδία του Πιατσόλα. Λίγο πιο πέρα το κορίτσι με το βιολί σκύβει να δέσει το κορδόνι του παπουτσιού της. Έχει διαλέξει τη χειρότερη θέση στο πεζοδρόμιο. Τα καλύτερα «πόστα» τα έχουν καταλάβει οι μικροπωλητές. Ο κόσμος προσπερνά το κορίτσι . Οι περισσότεροι στριμώχνονται στην πόρτα του ζαχαροπλαστείου. Δυο γυναίκες τσακώνονται για την «ουρά» μπροστά στις βασιλόπιτες. Κοιτάνε το κορίτσι μέσα από τη βιτρίνα. Εκείνη σηκώνει δειλά το δοξάρι της. Στα πόδια της το άδειο καπέλο περιμένει τα κέρματα των περαστικών. Χαμηλώνει το κεφάλι και αρχίζει να παίζει μια μελωδία που μοιάζει με νανούρισμα. Ένα απαλό χάδι στο γιορτινό χειμωνιάτικο δειλινό. Ο αέρας και οι φωνές παρασύρουν τις νότες. Εκείνη παίζει αλλά κανένας δεν την ακούει. Δυο κέρματα γλιστράνε στο σκούφο αναπάντεχα. Το κορίτσι σηκώνει δειλά το βλέμμα . Ένα χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό της. Χρόνια πολλά!

Θεσσαλονίκη, Τσιμισκή, Μητροπόλεως, Πλατεία Αριστοτέλους. Μερικές μέρες, πριν. Κόσμος, πλανόδιοι, μουσικοί. Κάποιοι άνθρωποι περνάνε σχεδόν τρέχοντας. Βιάζονται να ψωνίσουν έστω και κάτι φτηνό. Ένας στους τέσσερις εργαζόμενους δεν μπορεί να ζήσει με τον μισθό του! Μακρινή ανάμνηση ο 13ος μισθός. Η παρακμή της πολυτέλειας δεν μας ενοχλεί πια. Διέσχισα τον μισό δρόμο και την ώρα που στάθηκα στη νησίδα άκουσα τις νότες της τρομπέτας.

Στην κάτω μεριά της πλατείας μια μπάντα παίζει τζαζ. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τραγούδια του Γκούντμαν, του Άρμστρονγκ αλλά και του Νίκου Γούναρη και Βασίλη Τσιτσάνη. Αν και μικροκαμωμένος ο τρομπετίστας ξεσηκώνει τους βιαστικούς «θεατές» με το «What a Wonderful Word» και της «Γερακίνας ο γιος». Λόγια σκληρά μπερδεύονται με την αιθαλομίχλη. Ο καημός του γκέτο των μαύρων της Νέας Ορλεάνης διασταυρώνεται με το μπουζούκι του Τρικαλινού μάστορα και την απελπισία των νεόπτωχων της δικιάς μας Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Λάρισας, Τρίπολης.

«….μα εγώ δεν ζω γονατιστός …είμαι της Γερακίνας ο γιος». Μνήμες, συναισθήματα, φόβοι, ελπίδες, συναντιούνται στο «κοινό» τους σπίτι. Εκεί, στους δρόμους, στις πλατείες, στις γειτονιές, άνθρωποι διαφορετικοί θα συναντηθούν έστω για μια στιγμή. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, έρχονται κοντά, αντιστέκονται στην σκληρή πραγματικότητα των καιρών μας.

Μια «λευκή νύχτα» χρειαζόμαστε για λείο φωτεινό βλέμμα. Μια λευκή νύχτα σαν πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Μια «λευκή νύχτα» που υπενθυμίζει τις διαστάσεις που μπορεί να πάρει η ανθρώπινη μοναξιά. Τι είναι η λάμψη; Από πού προκύπτει και πώς μπορεί κανείς να την αποκτήσει; Οι άνθρωποι γεννιούνται αθώοι ή ένοχοι; Τι είναι ο ανθρώπινος πολιτισμός; Έχει δίκιο ο Ροβεσπιέρος ή ο Ρουσσώ;

Παράξενη χρονιά ήταν το 2013. Μπορεί να είναι κι εκείνο το 13 …που μερικοί το θεωρούν γρουσούζικο. Αστέρια και αστεράκια αλλά και , αναπάντεχοι κομήτες έλαμψαν στον μουχλιασμένο ουρανό. Στην εποχή μας οι κρίκοι σπάνε και οι άνθρωποι μένουνε μόνοι τους. Η ηθική προέκταση της κρίσης είναι εδώ. Χωρίς σκηνικά ψιμύθια και αξεσουάρ. Βλέπω γύρω μου πρόσωπα που λάμπουν. Πρόσωπα άχρονα που φεγγοβολούν πάντα .Δεν χρειάζονται να πασπαλιστούν με χρυσόσκονη και όμως θα φωτίσουν τις υπόλοιπες νύχτες και μέρες της ζωής μας.

Keywords
Τυχαία Θέματα