ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

Η μεταφυσική του γήρατος.

Αν η μουσική είναι η έκφραση του ανεκφράστου, τότε τα γηρατειά είναι μια έξοδος από τη ζωή που βαδίζει οπισθοδρομώντας. Πάνω σε αυτή την απροσδιόριστη συγγένεια ο Αυστριακός σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε κατόρθωσε να στήσει ένα οικογενειακό δράμα επικείμενου θανάτου που – για παράδειγμα – δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον «Θάνατο του Ιβάν ΄Ιλιτς».

Το παρελθόν, όπως ξέρουμε από προσωπική πείρα, κλέβει χρόνο από το μέλλον για να συνεχίσει να υπάρχει. Και πράγματι, το υπερήλικο ζεύγος (τα πρόσωπα του οποίου υποδύονται μέχρι απιθάνου πειστικότητος ο γερασμένος Ζαν-Λουί Τερντινιάν και η εξίσου γερασμένη Εμανουέλ Ριβά) παίζουν το διάσημο παιχνίδι του οχι-ακόμα (δεν πέθανα ακόμα…) με μια χαμηλόφωνη σπαρακτικότητα που πιθανώς υπερβαίνει κάθε λογής υπόδηση.

Όπως ξέρουμε το εγώ, για να μπορέσει να υπάρξει και να αποδώσει τα οφειλόμενα στη ζωή, έχει απόλυτη ανάγκη ένα εσύ που μεταστρέφεται συνεχώς σε έτερο έγώ και τανάπαλιν. Ασφαλώς έχουμε να κάνουμε με ισόβιο έρωτα που, επειδή αναλώνεται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, κάθε στιγμή θα πρέπει να ανακαλύπτει τον εαυτό του (και τον εαυτό τους) παίζοντας κρυφτούλι με την ζωή. Κατά μία έννοια όλα είναι πραγματικά, χειροπιαστά, καθημερινά και επανειλημμένα, μόνο ο χρόνος μετατοπίζει διαρκώς τις συσχετίσεις μεταφέροντας τον άφατο κίνδυνο.

Η παρουσία της κόρης – που έχει δική της οικογένεια, ζει άλλου και σκέπτεται αλλιώς -, η επίσκεψη του μαθητή που έμαθε μουσική από την γηραλέα δασκάλα η οποία προφανώς πνέει τα λοίσθια, μια σειρά από νοσοκόμες που περιποιούνται την ετοιμοθάνατη με καλές ή κακές προθέσεις, δεν καταφέρνουν να μπουν ανάμεσα στο ζεύγος. Ο άνδρας περιφρουρεί τον θάνατο της γυναίκας που διαρκώς πλησιάζει, διπλοκλειδώνει το σπίτι, αναλαμβάνει καθήκοντα νοσοκόμας αφιερώνοντας τον χρόνο του σε εικοσιτετράωρη βάρδια.

Αυτές οι μητρικές περιποιήσεις (φυσικές ανάγκες, αλλαγή εσωρούχων, μετακινήσεις από το κρεβάτι στο τραπέζι, διαρκής παρακολούθηση για τον φόβο των πτώσεων) μοιάζουν με μεταλλαγμένες ερωτικές εξομολογήσεις που, προϊόντος του χρόνου, έχουν τον ίδιο άνθρωπο πομπό και δέκτη. Ουσιαστικά ο άνδρας θέλει να σταματήσει το χρόνο, να αρπάξει παρόν και μέλλον από το λαιμό παρατείνοντας το μη παρατεινόμενο. Ακόμα και τις τελευταίες στιγμές όπου η γυναίκα έχει παραδοθεί σε ακατάληπτους συλλαβόγριφους, ο προστάτης της επιμένει να την παρακολουθεί.

Το δραματικό τέλος είναι βέβαιο ότι γίνεται δεχτό με ανακούφιση από τους θεατές. Ενώ τυπικά έχουμε να κάνουμε με φόνο, από τη σκοπιά του αφοσιωμένου συζύγου η πράξη του είναι γενναία και με μυθικό βάθος.

Keywords
Τυχαία Θέματα