Αυτοί που δεν μιλούν

Η παρακμή του ελληνικού κρατιδίου δεν μοιράζει απλώς φίμωτρα (πλέγματα δηλαδή για τη μουτσούνα των δίποδων ζώων), δεν υπαγορεύει απλώς να λέμε το ψωμί ψωμάκι, αλλά επιβάλλει και ένα είδος θορυβώδους σιωπής που κόβει τις φράσεις στη μέση, καταργεί ενίοτε τις χειραψίες και υποσκάπτει τεχνηέντως κάθε είδους συνομιλία. Οι πιο παρατηρητικοί έχουν να το λένε : είμαστε οι ίδιοι ή έχουμε αλλάξει χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι; Ζούμε στην ίδια χώρα ή μήπως μας νάρκωσαν και μας μετέφεραν σε κάποιο αλλόκοτο νησί; Είμαστε κάτοικοι, πολίτες, Έλληνες ή μαθαίνουμε καθημερινά τον ρόλο του αιχμαλώτου;

Δεδομένου

ότι πάσα κατάσταση δημιουργεί εκ των ενόντων και τον βάρδο της, ο εφευρέτης της λέξης «βασανίζομαι», που περπατάει πάνω στους τοίχους των Εξαρχείων σαν πελώρια σκουληκαντέρα, πέτυχε διάνα. Ουδεμία εξήγηση, ουδεμία πληροφορία, ένα σκέτο ρήμα σε παθητική φωνή και ουσιαστικά τα είπε όλα. Επιπλέον ουδεμία υπογραφή, κάτι τέλος πάντων που να υπαινίσσεται ηλικία, κοινωνική τάξη, επάγγελμα, φύλο, καταγωγή. Ένα ρήμα μόνο αρκεί για να συμπυκνώσει το ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο χάος, μια στάση ζωής που γενικεύεται και γίνεται ανάποδος μύθος. Το πιο σημαντικό είναι ότι το «βασανίζομαι» καλύπτει πλέον κάθε διαγωγή, όχι μόνο επειδή λείπει το χρήμα, αλλά κυρίως επειδή κανείς δεν είναι πλέον εκείνος που ήταν.

Όταν στήνονται δίκες στα καφενεία και αρχίζει το κατηγορητήριο της κυβερνήσεως (αλλά και της αντι-κυβερνήσεως), όπου το συμπέρασμα προηγείται των επιχειρημάτων, η συντροφιά θυμίζει παίχτες που τα έχασαν όλα και ανατρέχουν στις χαμένες παρτίδες (και πατρίδες) λες και υπάρχει περίπτωση να ξαναστηθεί η παρτίδα και να ξαναστήνεται επ’ άπειρον.

Οι νέοι μιλούν (κι ας βασανίζονται), αντίθετα οι υπερήλικες και οι υπερφτωχοί το βουλώνουν διότι δεν βλέπουν καμιά διέξοδο. Όπως ξεχάστηκε το πετρέλαιο και ο πληθυσμός στράφηκε στις σόμπες με αναπόφευκτα θύματα, όπως οι καπνιστές των Εξαρχείων στράφηκαν προς τα τσιγάρα που πωλούν οι μετανάστες, όπως οι πένητες κάνουν ουρές και βασανίζονται να προλάβουν τρόφιμα σε φτηνή τιμή, οι πάντες – ακόμα και οι εύποροι – επινοούν έκτακτα μέτρα για να βασανιστούν λιγότερο.

Ποιοί είναι λοιπόν αυτοί που δεν μιλούν; Οι άνθρωποι που ουδέποτε σκέφτηκαν ότι θα πληρώσουν τις τερατώδεις ατασθαλίες και τις δήθεν νομότυπες ληστείες με την αφαίρεση του καθημερινού πιάτου, με τη διακοπή του ρεύματος, με το γάλα του παιδιού, με την έξωση από το σπίτι, με την εξορία από τον ίδιο τον εαυτό τους.

Keywords
Τυχαία Θέματα