Αποθέωση του Τριφυλλιού στο «Στάδιο», δύο χρόνια πριν την ίδρυση του Παναθηναϊκού

Η ιστορική σύμπτωση (;) με τον θρίαμβο του ιρλανδικής καταγωγής Καναδού Μπίλυ Σέρινγκ στη μεσο-ολυμπιάδα του 1906 στην Αθήνα... Ο Σέρινγκ τερματίζει και ο πρίγκιπας Γεώργιος τον συνοδεύει χειροκροτώντας. Στην ένθετη φωτογραφία η φανέλα του ιρλανδικής καταγωγής αθλητή όπως φυλάσσεται στο αθλητικό μουσείο του Καναδά
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 καθιέρωσαν την Αθήνα, εκτός
από πρωτεύουσα του πολιτισμού -που ήταν ανέκαθεν- και ως πρωτεύουσα του αθλητισμού. Το όραμα του Πιερ Ντε Κουμπερντέν και του Δημητρίου Βικέλλα για ένα παγκόσμιο γεγονός το οποίο θα επιτύγχανε τη συναδέλφωση των εθνών μέσω του αθλητικού συναγωνισμού είχε γίνει πραγματικότητα. Αλλά οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1900 στο Παρίσι και του 1904 στο Σεντ Λούις απέτυχαν παταγωδώς, και «το ωραίο, το μεγάλο και το αληθινό» άρχιζε σιγά-σιγά να εξασθενεί.

Η Αθήνα κλήθηκε να σώσει το ολυμπιακό πνεύμα, με τη διεξαγωγή των «εμβόλιμων» Ολυμπιακών Αγώνων, ή αλλιώς της Μεσο-Ολυμπιάδας. όπως έγινε γνωστή. Έτσι, από την ανάθεση της ως διοργανώτριας το 1904 και με όπλο την εμπειρία από την πρώτη διοργάνωση, η Αθήνα, των 150.000 κατοίκων τότε, αφιερώθηκε στην προετοιμασία των αγώνων με σκοπό η πόλη να είναι πανέτοιμη να φορέσει το 1906 ξανά τα γιορτινά της και να υποδεχθεί την αφρόκρεμα της παγκόσμιας αθλητικής- και όχι μόνο- κοινωνίας.

Κάπου 7.000 χιλιόμετρα μακριά, στην πόλη Χάμιλτον της Πολιτείας του Οντάριο, στον Καναδά, ένας βραχύσωμος (μόλις 1.65) και "ξερακιανός" (54 κιλά) σιδηροδρομικός υπάλληλος, αλλά και εξαιρετικός δρομέας μεγάλων αποστάσεων, ο Ουίλιαμ-Τζον "Μπίλυ" Σέρινγκ, είχε ενθουσιαστεί από την είδηση και προετοιμαζόταν από καιρό με μοναδικό στόχο να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στον Μαραθώνιο δρόμο.

Το πρόβλημα όμως δεν ήταν στο πώς θα συμμετάσχει. Έτσι κι αλλιώς η Καναδική Ομοσπονδία αυτόν είχε επελέξει ως ιδανικότερο για να εκπροσωπήσει τη χώρα στο πλέον επίπονο αγώνισμα στίβου. Το πρόβλημα ήταν στο πώς θα ταξιδέψει. Τα έξοδα για ένα υπερατλαντικό ταξίδι ήταν δυσβάσταχτα για έναν απλό υπάλληλο, κάτι που καθιστούσε ένα τέτοιο ταξίδι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Η Θεά Τύχη όμως είχε κέφια...

Με πολύ κόπο και οικονομίες, ο Σέρινγκ κατάφερε και συγκέντρωσε το ποσό που απαιτούνταν (περίπου 90 δολάρια) για το ταξίδι της ζωής του. Αλλά η διαμονή; Με τι χρήματα θα κατάφερνε να παραμείνει στην ελληνική πρωτεύουσα για το χρονικό διάστημα που θα διεξάγονταν οι αγώνες;

Μία έμπνευση που είχε να ποντάρει τα χρήματα που με τόσο κόπο μάζεψε, του άλλαξε τη μοίρα. Και ένα άλογο, ονόματι «Cicely», του χάρισε την ευκαιρία να συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα από όσα είχε σχεδιάσει.Ο ιρλανδικής καταγωγής Σέρινγκ, πόνταρε στον ιππόδρομο, ως απέλπιδα προσπάθεια για να μη χάσει το μεγάλο ραντεβού. Και εκτός από τολμηρός ήταν και τυχερός, καθώς η απόδοση που έδιναν οι μπουκ για να κερδίσει το συγκεκριμένο άλογο ήταν 1 προς 6! Όταν ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί...

Ο Σέρινγκ βρισκόταν ήδη επτά εβδομάδες στην Αθήνα, εργαζόμενος παράλληλα για τους αθηναϊκούς σιδηροδρόμους και προπονούνταν καθημερινά στην κλασσική απόσταση Μαραθώνας-Αθήνα, πετυχαίνοντας σπουδαίους χρόνους. Πλέον ήταν πανέτοιμος για τον αγώνα της 18ης Απριλίου.

Στις 3.05 το μεσημέρι, με τον ήλιο να καίει στους 27 βαθμούς, καιρικές συνθήκες οι οποίες δε θεωρούνται καλές για έναν μαραθωνοδρόμο, ο Σέρινγκ βρισκόταν στην εκκίνηση μαζί με άλλους 52 δρομείς, αρκετοί εκ των οποίων ήταν Έλληνες. Η Ελλάδα στήριζε πολλά στους αθλητές της για μία επανάληψη του θριάμβου του 1896 και την κατάκτηση τότε των δύο πρώτων θέσεων με τους Σπύρο Λούη και Χαρίλαο Βασιλάκο. Ένα ολόκληρο έθνος διψούσε για να ξαναδεί Έλληνα νικητή. Ήταν άλλωστε θέμα τιμής να μπει πρώτος κάποιος Έλληνας στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το οποίο έσφυζε από θεατές, όλων των κοινωνικών τάξεων.

Ο αγώνας ξεκίνησε με προπορευόμενους τον Αυστραλό Μπλέϊκ και τον Αμερικανό Φρανκ. Στο 25ο χιλιόμετρο όμως, ο Σέρινγκ θα τους προσπεράσει και έκτοτε δε θα ξαναδεί την πλάτη κανενός. Στο ύψος της Ριζαρείου Σχολής, ένας κανονιοβολισμός από τον Λυκαβηττό θα προαναγγείλει στους παρευρισκόμενους την άφιξη του πρώτου αθλητή. Και όταν στα Προπύλαια του Σταδίου θα εμφανιστεί, αντί για Έλληνα, ένας ανοιχτόχρωμος ξένος φορώντας μία λευκή φανέλα με ένα τεράστιο πράσινο τριφύλλι στο στήθος, το κοινό θα απογοητευτεί.

«Μαραθωνοδρόμος ξένος και όλο θλίβεται το γένος» θα γράψει αργότερα ο σατιρικός ποιητής, Γεώργιος Σουρής αναφερόμενος στην θριαμβευτική είσοδο του Σέρινγκ στο Καλλιμάρμαρο.

Παρόλα αυτά, σε μία ένδειξη μεγαλοψυχίας, ο πρίγκηπας Γεώργιος θα σηκωθεί από τη θέση του και θα συνοδεύσει τρέχοντας τον Καναδό αθλητή, τερματίζοντας μαζί του.

Ο Σέρινγκ θα τελειώσει τον αγώνα με διαφορά επτά ολόκληρων λεπτών από τον Σουηδό Σβάνμπεργκ, που τερμάτισε δεύτερος, και άθελα του θα στενοχωρήσει ένα ολόκληρο Στάδιο, στο οποίο βρίσκονταν -εκτός των άλλων- και ο 16χρονος τότε Γεώργιος Καλαφάτης, παρέα με τους υπόλοιπους αθλητές του Εθνικού Αθηνών και του Πανελληνίου, οι οποίοι ίδρυσαν μετέπειτα τον Ποδοσφαιρικό Όμιλο «Αθήναι». Και στην οπτική πλευρά του μυαλού τους θα αποτυπωθεί μία εικόνα, η οποία εκείνη τη μέρα στενοχώρησε μεν ένα ελόκληρο έθνος, στην μετέπειτα Ιστορία όμως γαλούχησε γενιές και γενιές, δημιουργώντας τρόπο έκφρασης για ένα άλλο, πράσινο έθνος.

Ο Σέρινγκ φορούσε τη φανέλα με το έμβλημα του συλλόγου στον οποίο αγωνιζόταν, η οποία είχε ένα τεράστιο πράσινο τριφύλλι που κάλυπτε ολόκληρη την μπροστινή πλευρά και μέσα σε αυτό έγραφε «St. P.A.C.», δηλαδή Saint Patrick Athletic Club. Παράλληλα, φορούσε κι ένα παραδοσιακό καπέλο, το οποίο οι Ιρλανδοί ονόμαζαν «fedora».

Ο Σέρινγκ θα επιστρέψει στην πατρίδα του με τιμές ήρωα, καθώς χιλιάδες συμπατριώτες του θα τον υποδεχθούν ενθουσιασμένοι για το θρίαμβο του. Η Πολιτεία θα τον ανταμείψει εκτός από ηθικά και χρηματικά, προσφέροντας του ως δείγμα ευγνωμοσύνης ένα διόλου ευκαταφρόνητο, για την εποχή, ποσό. Μετά την επιτυχία του αυτή, ο Σέρινγκ, θα εγκαταλείψει τον αθλητισμό και θα αφοσιωθεί στην εργασία του. Έτσι κι αλλιώς είχε πετύχει αυτό που ονειρευόταν.

Το 1964, την ίδια χρονιά με τον ιδρυτή του Παναθηναϊκού, Γεώργιο Καλαφάτη, ο Μπίλυ Σέρινγκ θα φύγει από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών. Ίσως να μην έμαθε ποτέ όσο ζούσε πως με τη φανέλα που φορούσε εκείνη την ιστορική ημέρα στην Αθήνα, και η οποία σώζεται ακόμα, άθελα του αποτέλεσε έμπνευση για εκατομμύρια πράσινες, όπως το τριφύλλι πάνω της, καρδιές...

Ar1stot3lis
Keywords
Τυχαία Θέματα