Τσαγκαράδικα: «Άνθιση» ή εξαφάνιση; Οι δύο όψεις του νομίσματος

10:50 15/4/2024 - Πηγή: Emea.gr

Το επάγγελμα του τσαγκάρη έχει τις ρίζες του βαθιά μέσα στο χρόνο. Ρίχνοντας μια ματιά στις περασμένες δεκαετίες, τότε που υπήρχαν περισσότεροι τσαγκάρηδες, όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά σε κάποιες γειτονιές, έρχονται στο μυαλό μας εικόνες ανθρώπων – βιοπαλαιστών, που σκυμμένοι πάνω σε έναν πάγκο γεμάτο εργαλεία επιδιόρθωναν παπούτσια.

Σήμερα υπάρχουν στην Αττική πάνω από 200 τσαγκαράδικα. Ξεκινώντας το ταξίδι της ανακάλυψης για το τι συμβαίνει σήμερα στον κλάδο αυτό, στο μυαλό μου υπήρχε η πεποίθηση ότι τα τσαγκαράδικα, ιδιαίτερα μετά την οικονομική

κρίση, κάνουν «χρυσές» δουλειές. Έχοντας ως δεδομένο ότι πολύς κόσμος δεν έχει χρήματα για περιττά έξοδα, υπέθεσα ότι οι περισσότεροι επιλέγουν να επιδιορθώσουν τα παπούτσια τους αντί να καταφύγουν σε μία νέα αγορά.

Η έρευνά του business voice σε πολλά καταστήματα στην αγορά της Αθήνας γρήγορα ανέτρεψε αυτή τη σκέψη και ανέδειξε δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, αφού από τη μία η γενιά των παραδοσιακών τσαγκάρηδων ισχυρίζεται ότι η δουλειά τους έχει μειωθεί και το επάγγελμα κινδυνεύει να «σβήσει» και από την άλλη, η νέα και μάλλον πιο αισιόδοξη γενιά βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο, και μάλιστα κάνει προσπάθειες να το απογεμίσει. Ενδεικτικά θα αναδειχθούν οι ιστορίες δύο τσαγκάρηδων, εκπροσώπων των δύο διαφορετικών απόψεων.

Αυτή η αντίθεση μεταξύ γενιών και απόψεων αναδεικνύει ένα σημαντικό δίλημμα: Θα συνεχίσει η τέχνη του τσαγκάρη να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται στον σύγχρονο κόσμο ή θα εξαφανιστεί σιωπηλά στο παρελθόν;

Το επάγγελμα του τσαγκάρη από το ξεκίνημά του έως σήμερα

Γυρνώντας πίσω στο χρόνο, οι τσαγκάρηδες ήταν άνθρωποι που γυρνούσαν στις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια, τα οποία έφτιαχναν από την αρχή. Ήταν οι λεγόμενοι μπαλωματήδες.

Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ.

Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα και για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειάς.

Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή αλλά έπαιρναν από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.

Από την κατασκευή παπουτσιών στην επιδιόρθωση

Τα παπούτσια στην αρχή ήταν χειροποίητα και αφού δεν υπήρχαν ακόμη οι κόλλες και οι μηχανές, ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ένας τσαγκάρης παπούτσια έπρεπε να αγοράσει δέρμα. Όσο περνούσαν τα χρόνια χρησιμοποιούσαν περισσότερα υλικά, ενώ στην επιδιόρθωση εντάσσονταν και οι μηχανές, που έκαναν τη διαδικασία επισκευής πιο εύκολη.

Οι τσαγκάρηδες έβαζαν τακούνια, σόλες και μπάλωναν με τον κερωμένο σπάγκο τα τρυπημένα παπούτσια. Για τα καινούρια παπούτσια έπαιρναν μέτρα του πελάτη, ο οποίος πατούσε σε ένα χοντρό χαρτί, και με ένα μολύβι ο τσαγκάρης του έπαιρνε τη στάμπα, δηλαδή το αποτύπωμα του πέλματος.

Οι τσαγκάρηδες παραδοσιακά δε δούλευαν την Δευτέρα, ήταν η λεγόμενη «Τσαγκαροδευτέρα».

Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, οι πελάτες σταμάτησαν να πηγαίνουν στους τσαγκάρηδες, γιατί προτιμούσαν να αγοράζουν έτοιμα παπούτσια. Έτσι, σταδιακά όσοι κατασκεύαζαν υποδήματα προτίμησαν να ασχοληθούν με την επιδιόρθωσή τους.

Περιήγηση σ’ ένα παραδοσιακό τσαγκαράδικο – Tα εμπόδια για την «επιβίωσή» του

Περιπλανώμενη στην περιοχή του Πειραιά έφτασα έξω από το παραδοσιακό «Καλλιτεχνικόν Τσαγκαράδικον» του κύριου Κώστα Σαββίδη. Ο έμπειρος τσαγκάρης διατηρεί το συγκεκριμένο κατάστημα εδώ και 44 χρόνια.

Καθώς περνάω την πόρτα με πλημμυρίζει μια αίσθηση ζεστασιάς και νοσταλγίας. Ο χώρος είναι μικρός, αλλά καταφέρνει να χωράει ένα σωρό μηχανήματα και εργαλεία. Τα ράφια είναι γεμάτα με παπούτσια που περιμένουν να επισκευαστούν, ενώ το άρωμα του δέρματος με διαπερνά. Καθώς περιηγούμαι μέσα στον χώρο, αισθάνομαι την παράδοση να αναδύεται από κάθε γωνιά του μαγαζιού.

Ο κ. Σαββίδης με υποδέχεται με ένα ζεστό χαμόγελο και είναι πρόθυμος για μια φιλική κουβέντα μαζί μου. Η ενασχόλησή του με την υποδηματοποιία ξεκίνησε το 1963, όταν σε ηλικία μόλις 14 ετών, προερχόμενος από ένα χωριό των Σερρών, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και έπρεπε να βιοποριστεί. «Όταν είσαι 14 χρονών μακριά από το σπίτι σου πρέπει κάπως να ζήσεις», μου είπε με παράπονο.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όπως με ενημερώνει, οι βιομηχανίες κατασκευής παπουτσιών γνώριζαν μεγάλη άνθιση στην Ελλάδα. «Πριν από 40 χρόνια, παιδί μου, η Ελλάδα ήταν δεύτερη στην εξαγωγή παπουτσιών, αμέσως μετά την Ιταλία. Έρχονταν νταλίκες και φόρτωναν τόνους από παπούτσια», μου ανέφερε χαρακτηριστικά ο κύριος Σαββίδης.

Αφού έμεινε για κάποια χρόνια εκεί ήρθε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σε άλλη βιομηχανία υποδημάτων. Επτά χρόνια μετά μετανάστευσε στη Γερμανία, όπου δούλεψε σκληρά και κατάφερε να αγοράσει τα πρώτα του μηχανήματα με όνειρο να γυρίσει στην πατρίδα του και να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση.

Το 1980, με όπλα του την εμπειρία, αλλά και την τεχνολογία, επέστρεψε στην Αθήνα και αποφάσισε να ασχοληθεί με την επιδιόρθωση παπουτσιών, ανοίγοντας το πρώτο του κατάστημα. Η αφοσίωση στην παράδοση και η υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών του δημιούργησαν ένα τσαγκαράδικο, που θα αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της επαγγελματικής του πορείας.

Τα επόμενα χρόνια με σκληρή δουλειά άνοιξε άλλα τρία τσαγκαράδικα, που δυστυχώς σφράγισε μετά την οικονομική κρίση.

https://businessvoice.gr/wp-content/uploads/2024/04/petal_20240411_213422.mp4

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η ολοένα και μεγαλύτερη εξάπλωση των κινεζικών προϊόντων στη χώρα μας έχει αλλάξει ολοκληρωτικά το τοπίο της αγοράς της υποδηματοποιίας. Η προσιτή τιμή και η εύκολη πρόσβαση σε μεγάλη ποικιλία παπουτσιών έχουν δημιουργήσει μία κουλτούρα «χρήσης και πετάματος», με συνέπεια τη μείωση της ζήτησης των υπηρεσιών του τσαγκάρη.

«Πάνε οι εποχές που δουλεύαμε, που δεν υπήρχαν οι εισαγωγές από την Κίνα, όλη αυτή η σαβούρα που φέρνουν. Πλέον ο κόσμος αγοράζει παπούτσια με 10 και 20 ευρώ και όταν χαλάνε δεν τα φτιάχνει», ισχυρίζεται ο κύριος Σαββίδης.

Παράλληλα, η ποιότητα των κινέζικων προϊόντων δεν είναι ιδανική για επιδιόρθωση, γεγονός που καθιστά τη διαδικασία δύσκολη ή και αναποτελεσματική για τους τσαγκάρηδες.

Όσον αφορά στο κόστος των υπηρεσιών του, ο κ. Σαββίδης αναφέρει ότι «το κόστος για την επιδιόρθωση μίας σόλας ξεκινάει από 3 ευρώ, ενώ η επιδιόρθωση ενός τακουνιού κοστίζει γύρω στα 5 ευρώ». Η πιο ακριβή υπηρεσία του είναι η αλλαγή σόλας που κοστίζει από 20 έως 30 ευρώ.

https://businessvoice.gr/wp-content/uploads/2024/04/petal_20240411_213325-1.mp4

«Για να διαθέσει κάποιος 15 ή 20 ευρώ για να επιδιορθώσει ένα παπούτσι θα πρέπει να είναι κάτι που έχει αγοράσει ακριβά, του αρέσει πολύ ή να τον βολεύει», πρόσθεσε.

«Το επάγγελμά μας κοντεύει να ”σβήσει”», λέει με καημό ο κ. Σαββίδης και συμπληρώνει ότι «δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα τα κινέζικα προϊόντα. Σιγά σιγά το επάγγελμα θα σβήσει γιατί δε μαθαίνουν πλέον οι νέοι τη δουλειά».

Μέσα στο μαγαζί του κ. Σαββίδη συνάντησα την κ. Ζωή, η οποία είναι τακτική πελάτισσα. Έφερε για ακόμη μία φορά τα αγαπημένα της παπούτσια. Όταν τη ρώτησα γιατί επιλέγει να τα επιδιορθώσει αποκρίθηκε: «Παλιά πετούσαμε! Πετούσαμε! Τώρα δεν πετάμε τίποτα!».

Η άλλη όψη του νομίσματος – Η «μοντέρνα» οπτική

Συνεχίζοντας την έρευνά μου για το αν τελικά τα τσαγκαράδικα ανθίζουν ή αργοπεθαίνουν, ο δρόμος μου με έβγαλε σ’ ένα άλλο κατάστημα του Πειραιά, το «Τακουνιζατέρ».

Καθώς περνώ την πόρτα του μαγαζιού εντυπωσιάζομαι από τη μοντέρνα αισθητική του. Στο κέντρο του χώρου βρίσκεται ένας μεγάλος πάγκος εργασίας, εξοπλισμένος με τελευταίας τεχνολογίας μηχανήματα και εργαλεία για την επισκευή παπουτσιών. Παντού γύρω υπάρχουν ράφια γεμάτα με παπούτσια έτοιμα για παραλαβή. Ο χώρος ακτινοβολεί μια αίσθηση σύγχρονης αισθητικής και προηγμένης προσέγγισης.

Ο κ. Αντώνης Τατεοσιάν διατηρεί το συγκεκριμένο κατάστημα τα τελευταία 10 χρόνια. Εκπροσωπεί τη νέα γενιά τσαγκάρηδων, αυτή που με γνώμονα την παράδοση συμπορεύεται με τις εξελίξεις της σύγχρονης εποχής.

Στο ερώτημα μου αν η οικονομική κρίση έφερε περισσότερη δουλειά στα τσαγκαράδικα ο κ. Τατεοσιάν αποκρίθηκε ότι «η κρίση έφερε περισσότερη δουλειά, διότι άνοιξαν ξαφνικά όλες οι ντουλάπες και ‘’βγήκαν’’ όλα τα παλιά παπούτσια. Κάποτε ο κόσμος αγόραζε καλά παπούτσια, δερμάτινα και ακριβά».

«Τώρα έρχονται και ζητούν επιδιόρθωση, ένα φρεσκάρισμα, ακόμα και να αλλάξουν το στυλ του παπουτσιού. Να γίνει λίγο πιο σύγχρονο. Αυτή τη στιγμή πέρα από τα καινούρια, τα οποία είναι λιγότερα σε ποσοστό, έρχονται κυρίως παλιά παπούτσια», συμπληρώνει.

«Στα δέκα χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά και μιλώντας και με τους παλιότερους είναι φουλ η δουλειά. Δεν καθόμαστε και δεν προλαβαίνουμε», λέει χαρακτηριστικά.

Ο κ. Αντώνης επιδιορθώνει ακόμη και τσάντες. «”Έρχονται” ακριβές τσάντες στο μαγαζί. Τσάντες που ήταν αφημένες και τώρα τις φέρνουν για φρεσκάρισμα, βάψιμο, αλλαγή χρώματος» με ενημερώνει.

«Ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου δε μπαίνει καν στον κόπο να κοιτάξει κάτι καινούριο, γιατί τα θεωρεί πολύ ψεύτικα και προτιμά να βγάζει από τη ντουλάπα ποιοτικά και ακριβά πράγματα και να τα ανανεώνει», προσθέτει.

Ερωτηθείς σχετικά με το κόστος των υπηρεσιών που προσφέρει ανέφερε ότι «το πιο σύνηθες είναι η αλλαγή ολόκληρου τακουνιού. Η αλλαγή από ένα τακούνι που δεν είναι πια στη μόδα σε ένα πιο μοντέρνο είναι στα είκοσι ευρώ. Μία αλλαγή χρώματος σε δερμάτινα παπούτσια είναι, επίσης, στα είκοσι ευρώ».

Στο ερώτημα πως καταφέρνει να επιβιώσει σε μία εποχή έντονης αβεβαιότητας αλλά και μεγάλου ανταγωνισμού αναφέρει ότι «στη δική μας δουλειά παίζει μεγάλο ρόλο η καλή δουλειά. Τσαγκάρηδες υπάρχουν πολλοί, μάστορες είναι όλοι. Το θέμα είναι ότι ο κόσμος ζητά και λίγο φαντασία. Του αρέσει να του προτείνεις πράγματα. Θέλουν έναν άνθρωπο μοντέρνο που να κατέχει τις τάσεις της εποχής.

Ένας λόγος που αυξήθηκε η δουλειά μας είναι ότι τα παλιά τσαγκαράδικα έχουν κλείσει. Και όταν έρχονται εδώ και βλέπουν έναν νέο άνθρωπο που κάνει καλή δουλειά μένουν».

https://businessvoice.gr/wp-content/uploads/2024/04/petal_20240411_213253-1.mp4

Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι η τέχνη του τσαγκάρη, αν και ριζωμένη βαθιά στην ιστορία και τον πολιτισμό μας, βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι αντίθετων απόψεων.

Από τα σκονισμένα εργαστήρια, που ακολουθούν τις παραδοσιακές μεθόδους, μέχρι τα σύγχρονα μαγαζιά, που ενσωματώνουν τεχνολογικές καινοτομίες, η τέχνη του τσαγκάρη αποτελεί αφήγηση δύο διαφορετικών κόσμων. Από τη μία η επιμονή στις παραδοσιακές μεθόδους μας υπενθυμίζει την αξία της ιστορίας και της παράδοσης. Από την άλλη η συμπόρευση με τις νέες τεχνολογίες και προσεγγίσεις καταδεικνύει την αναγκαιότητα για επιβίωση.

Σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι τσαγκάρηδες – είτε παραδοσιακοί είτε σύγχρονοι- μας υπενθυμίζουν ότι η αξία της τέχνης παραμένει αναλλοίωτη στο χρόνο.

Keywords
οψεις, νέα, business, voice, αθηνα, δίλημμα, πειραιας, συγκεκριμένο, θεσσαλονικη, ελλαδα, αφοσίωση, https, γνώμονα, στυλ, κινηση στους δρομους, σταση εργασιας, αξια, Καλή Χρονιά, αλλαγη ωρας 2012, χειροποιητα, οικονομικη κριση, το θεμα, γερμανια, γωνια, δουλεια, εικονες, εργαλεια, θεμα, ιταλια, κινα, μοδα, ντουλαπες, ονειρο, οψη, αγορα, αισθητικη, αρωμα, αττικη, αφηγηση, αφοσίωση, βραδυ, βρισκεται, γεγονος, γινει, γνώμονα, δεδομενο, δερμα, δερματινα, δευτερα, δυστυχως, δικη, δίλημμα, δρομος, ευρω, ειπε, εξοδα, εποχη, εποχες, επρεπε, επτα, ερευνα, ερχονται, ετων, τεχνη, τεχνολογια, ζωη, ζητα, εικοσι, ηλικια, υπηρεσια, υπηρχαν, μηχανες, λιρα, μακρια, ματια, μειωση, μικρο, μυαλο, νεα γενια, ξεκινημα, παιδι, παπουτσια, περιβαλλον, ποιοτητα, πορτα, πρωι, ραφια, χρυση λιρα, ρολο, σαββιδης, συγκεκριμένο, σπιτι, στυλ, συγχρονο, τακουνια, τιμη, τρια, τσαντες, υψηλη, φαντασια, φορα, χαμογελο, χρυση, ψευτικα, βαψιμο, business, δουλειες, χωρα, ιδιαιτερα, μια ματια, μια φορα, σημα, σωρο, ταξιδι, υλικα, ξεκινησε, voice, ζευγαρι
Αναζητήσεις
tsagkaradika-anthisi-i-exafanisi-oi-dyo-opseis-tou-nomismatos.htm
Τυχαία Θέματα