Τι θέλει ο Ντράγκι για να βάλλει την Ελλάδα στο QE

13:43 8/11/2016 - Πηγή: ΕΡΤ

Του Δημ. Κοντογιάννη

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα μπορούσε να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) τον επόμενο Φεβρουάριο ή Μάρτιο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις αναφέρουν υψηλόβαθμα στελέχη κεντρικών τραπεζών, διεθνών οργανισμών και επενδυτικών τραπεζών στην Αθήνα,

στη Φρανκφούρτη, τις Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο και το Λονδίνο.

Απο συνομιλίες με υψηλόβαθμους Ελληνες και ξένους αξιωματούχους προκύπτει ότι υπάρχουν τρείς βασικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιηθούν και ένα εμπόδιο που θα πρέπει να αρθεί για να αρχίσει να αγοράζει η ΕΚΤ ελληνικά ομόλογα το πρώτο τρίμηνο του 2017.

Πρώτον, η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος που είναι απαραίτητη.

Δεύτερον, η συμφωνία και εν συνεχεία υλοποίηση των άμεσων μέτρων που καταγράφονται στην απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου.

Η ελληνική πλευρά θεωρεί δεδομένη την λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ενώ ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλιγκ, δήλωσε χθες ότι ο ESM θα παρουσιάσει την πρόταση τον Δεκέμβριο.

Στελέχη του ESM δουλεύουν πάνω σ’αυτά τα μέτρα εδώ και μήνες και έχουν έλθει σε επαφή με στελέχη μεγάλων διεθνών επενδυτικών τραπεζών γι ‘αυτό τον σκοπό σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες μας.

Τα άμεσα μέτρα, τα οποία θα ξεδιπλωθούν μέχρι το τέλος του τρίτου οικονομικού προγράμματος, έχουν τρείς άξονες.

Την εξομάλυνση του προφίλ αποπληρωμών των δανείων του EFSF ύψους 131 δισ. ευρώ (δόθηκαν κατά τα δύο πρώτα προγράμματα), τη μείωση του κινδύνου των επιτοκίων χωρίς οικονομική επιβάρυνση των άλλων χωρών που συμμετείχαν αρχικά στο πρόγραμμα, π.χ. Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος και τέλος τη μη επιβάρυνση της Ελλάδας με επιπλέον τόκους 200 εκ. ευρώ περίπου το 2017.

Η εξομάλυνση των πληρωμών μεταφράζεται κυρίως σε «άπλωμα» των τοκοχρεολυσίων σε βάθος χρόνου ώστε τα τοκοχρεολύσια να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση.

Η μείωση του επιτοκιακού κινδύνου αναφέρεται στη μετατροπή των δανείων απο κυμαινόμενο επιτόκιο σε σταθερό. Μ’ αυτό τον τρόπο, η χώρα δεν θα επιβαρυνθεί με επιπλέον τόκους αν ανέβουν τα επιτόκια του ευρώ στο μέλλον. Ομως, τα σταθερά επιτόκια είναι υψηλότερα από τα κυμαινόμενα αυτή την περίοδο και επομένως θα επιβαρύνει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα

Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ESM έχει ήδη έλθει σε επαφή με τις ελληνικές τράπεζες και έχει προτείνει την ανταλλαγή των ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου του EFSF που είχαν λάβει στο παρελθόν στα πλαίσια της ανακεφαλαιοποίησής τους με άλλα ομόλογα σταθερού επιτοκίου.

Εκτιμάται ότι οι εγχώριες τράπεζες κατέχουν συνολικά ομόλογα του EFSF ονομαστικής αξίας 25-27 δισ. ευρώ περίπου, έχοντας μειώσει τις θέσεις τους, καθώς η ΕΚΤ έχει ήδη αγοράσει κάποια από αυτά τα ομόλογα αξίας μερικών δισ. στα πλαίσια του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE).

Εκτός απο την ανταλλαγή ομολόγων του EFSF κυμαινόμενου επιτοκίου, ο ESM έχει συνομιλίες με ξένες επενδυτικές τράπεζες ώστε να μετατραπεί το υπόλοιπο ή τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος των δανείων του EFSF προς την Ελλάδα από κυμαινόμενο επιτόκιο σε σταθερό.

Αυτό θα γίνει μέσω swaps, δηλαδή της ανταλλαγής επιτοκιακών ροών, με αντισυμβαλλόμενους τον ESM και τις ξένες τράπεζες. Εν συνεχεία, ο ESM θα «περάσει» το σταθερό επιτόκιο στην Ελλάδα μέσω συμφωνίας.

Τρίτον, για να συμφωνήσει η ΕΚΤ να συμπεριληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα πρέπει να έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα υλοποιηθούν μετά το πέρας του προγράμματος.

Σε αντίθεση με το ΔΝΤ, η ΕΚΤ δεν απαιτεί να προσδιορισθούν με ακρίβεια τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, όπως αναφέρουν υψηλόβαθμα στελέχη κεντρικών τραπεζών.

Ομως, η ΕΚΤ απαιτεί να εγγυηθεί το Eurogroup ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα θα ληφθούν στο τέλος του προγράμματος, κάτι που δεν καταγράφεται στην απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου.

Οι τρείς ανωτέρω προϋποθέσεις θεωρούνται κλειδί για να συμπεριλάβει η ΕΚΤ τα ελληνικά ομόλογα στο QE.

Ομως, υπάρχει ένα ακόμη εμπόδιο.

Η ΕΚΤ θα πρέπει να κάνει τη δική της ανάλυση βιωσιμότητας (DSA) του ελληνικού χρέους, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα και να καταλήξει πως το ελληνικό χρέος είναι διαχειρίσιμο.

Ερωτηθέντα υψηλόβαθμα στελέχη αν η ΕΚΤ θα μπορούσε να βγάλει το ελληνικό χρέος διαχειρίσιμο ακόμη κι αν η ανάλυση βιωσιμότητας του ΔΝΤ κατέληγε στο αντίθετο συμπέρασμα, οι ίδιοι παραδέχονται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο.

Επομένως, είναι σημαντικό για την ΕΚΤ όπως το ΔΝΤ να καταλήξει στο ίδιο θετικό συμπέρασμα για το χρέος.

Ατομα που εμπλέκονται στη διαδικασία εκτιμούν ότι το ΔΝΤ δεν πρόκειται να βγάλει το ελληνικό χρέος διαχειρίσιμο με βάση τα τωρινά δεδομένα.

Ομως, οι ίδιοι δεν θεωρούν απίθανο να αλλάξει άποψη αν η Ευρωζώνη συμφωνήσει σ’ ένα πιο ελκυστικό πακέτο μέτρων ελάφρυνσης τις επόμενες εβδομάδες.

Το βέβαιο είναι πως ΕΚΤ και ΔΝΤ θα βρίσκονται σε επαφή γι’ αυτό το θέμα γιατί καμία πλευρά δεν επιθυμεί να προκληθεί πρόβλημα, τονίζουν οι γνωρίζοντες.

Το Βερολίνο θεωρεί απαραίτητη την συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και αναζητείται μια φόρμουλα που μπορεί να περιλαμβάνει ένα νέο πρόγραμμα του ΔΝΤ, γνωστό ως MEFP, με ανοικτή πιστωτική γραμμή ύψους μερικών δισ. ευρώ.

Ομως, το πρόγραμμα προϋποθέτει ότι το ελληνικό χρέος είναι διαχειρίσιμο με βάση τους κανόνες του ΔΝΤ.

ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΣΟΤΙΚΉΣ ΧΑΛΑΡΩΣΗΣ

Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE αποτελεί διακαή πόθο της ελληνικής πλευράς για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

Κατ’ αρχάς, η ύπαρξη ενός μεγάλου αγοραστή, όπως η ΕΚΤ, θα συμπιέσει δραστικά τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, επιτρέποντας στο δημόσιο να βγεί στις αγορές, δανειζόμενο πιλοτικά κάποιο μικρό ποσό με λογικό επιτόκιο το 2017.

Ο βασικός στόχος δεν είναι τόσο η αυτοχρηματοδότηση της χώρας σ’ αυτή τη φάση αφού οι δανειακές ανάγκες της χώρας καλύπτονται πλήρως από το τρίτο πρόγραμμα του ESM μέχρι τα μέσα του 2018.

Ο κύριος λόγος είναι το στρώσιμο του εδάφους για μεγαλύτερες ομολογιακές εκδόσεις από το 2018 και την διαμόρφωση της ελληνικής καμπύλης επιτοκίων.

Η διαμόρφωση της καμπύλης με εκδόσεις 3ετών, 5ετών και ίσως άλλων εκδόσεων ομολόγων θα λειτουργήσει ως μπούσουλας για την τιμολόγηση των ομολόγων που θα εκδώσουν εγχώριες επιχειρήσεις και τράπεζες στις διεθνείς αγορές.

Ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα θα ενισχύσει την ρευστότητα στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας και θα «απελευθερώσει» εγχώρια τραπεζικά δάνεια που θα κατευθύνονταν προς αυτές σε άλλες επιχειρήσεις που δεν μπορούν να βγούν στις αγορές.

Δεν είναι τυχαίο ότι την τελευταία φορά που η Ελλάδα βγήκε στις αγορές, δηλαδή το 2014, το κράτος, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις άντλησαν πάνω από 18 δισ. ευρώ, συμβάλλοντας στην επίτευξη θετικού ρυθμού μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ (Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος) εκείνη την χρονιά.

Keywords
Τυχαία Θέματα