Το Τάμα που δεν βγήκε…

16:47 19/8/2015 - Πηγή: Aixmi

Ούτε που έμαθε να κάνει προσευχές, κι από εκκλησιές απέφευγε να περνά από τις ξωπορτιές τους. Αν, μάλιστα, τύχαινε να ανταμώσει κανένα παπά, τότε γυρνούσε απότομα το κεφάλι από την άλλη, άλλαζε πεζοδρόμιο κι έφτυνε τρεις φορές, λες και θα κολλούσε καμιά αρρώστια.

Έτσι είχε μάθει, έτσι κι έκανε όλα του τα χρόνια. Κι όταν τύχαινε να πάρει τ΄αυτί του καμιά πιπεράτη ιστορία για κανέναν ρασοφόρο, αληθινή ή ψεύτικη δεν είχε σημασία, τότε πια ήταν η καλύτερη του. Δεν έχανε στιγμή, έτρεχε, τη διαλαλούσε και χαριεντιζόταν στα διαδικτυακά μα και τα παραδοσιακά καφενεία.

Δεν

ήταν ότι γνώριζε με σιγουριά, ποτέ δεν έστρωσε κώλο, έτσι δεν προσπάθησε να μάθει κάτι παραπάνω. Ό,τι είχε δει, ό,τι είχε αρπάξει από παιδί, αυτά έκανε, αντέγραφε σαν ένα μικρό μαϊμουδάκι.

Μισοδιάβασε και κάτι μυστικά βιβλία με πεντάλφες και μασόνους, για μάγια, βασκανίες και αόριστες συνωμοσίες. Ε, τότε πια, το πράμα χειροτέρεψε.

Μονάχα τέτοιες μέρες, κάθε φορά πάνω στη μοναξιά του δεκαπενταύγουστου και τη γιορτή της Παναγίας, σα να βγαίναν όλα του τα ζόρια και τον έπιανε μια περίεργη μανία.

Σίγουρα θα το ένιωθε και κείνος, κρυβόταν και μετρούσε ακόμη και τις χειρονομίες του. Μάλιστα, όταν χτυπούσαν οι καμπάνες και καλούσαν τον κόσμο, κρυφο-αναστέναζε αλλά δεν έβγαζε μιλιά. Και πάλι οι φήμες του έτρωγαν τα σωθικά, λέγανε για προσευχές που βγήκαν αληθινές, και έδειχναν Τάματα, που σα ξημέρωσε δεν ήταν πια στα όνειρα, βγήκαν έξω, φορέσαν ανθρώπινα κορμιά και χόρευαν στις στράτες.

Βάλθηκε να μπει σε μια δοκιμασία, ζητούσε από την Παναγιά ό,τι δεν είχε καταφέρει, ότι του ΄λειπε, δηλαδή για κείνον τα πάντα!

Κι αν έσπαγε ο διάολος το παδάρι του, αν Εκείνη του τα ΄φερνε, υποσχέθηκε για αντάλλαγμα να μην ξαναπεί κακή κουβέντα, ούτε να κατηγορεί μαυροφορεμένους παπάδες και να κοροϊδεύει τους πιστούς.

Περίμενε, έκανε υπομονή, όμως οι χρονιές κυλούσαν βιαστικά, σα τις μεγάλες πέτρες όταν πέφτουν στους γκρεμούς.

Αλλαγές υπήρχαν, όμως πάντοτε τραβούσαν πάνω στον πιο κακοτράχαλο δρόμο. Έτσι τα μετρούσε και έβλεπε, μέσα από τα δικά του, τα μικρά καφετιά απορημένα μάτια, όλο και πιο σκούρα, πιο μαύρα τα πράματα.

Όχι ότι έκαμε ποτέ σοβαρή προσπάθεια, ότι πάλεψε με πάθος, μήπως και αλλάξει καμιά κατάσταση. Όπως ερχόταν ο καιρός, έτσι τον περπατούσε.

Μέχρι που ξέχασε, θυμόταν εκείνο το Τάμα μοναχά κάτι τέτοιες ήσυχες ολόγυμνες μέρες, στα μέσα του Αυγούστου.

Μα τώρα που περάσαν μπόλικα χρόνια, και ρίμαξαν δρόμοι και ανθρώποι, έχει πια όλες τις δικαιολογίες στο άδειο του τσεπάκι.

Για όλα φταίγαν οι Θεοί, που αφήσαν τους Δαίμονες να κάνουν το κουμάντο.

Εκείνο το Τάμα, αν έβγαινε το ριμάδι, σήμερα θα ήταν όλα, μα όλα, αλλιώς!

Αλλά βλέπεις κι Θεοί έχουν τα χούγια τους και διαλέγουν πού θα ρίξουν τα λεφτά και τα ταλέντα.

Όσο κρατούσαν ετούτες οι γυμνές μέρες τόσο θυμόταν τις επιθυμίες του, τι είχε ζητήσει με το Τάμα, που δεν έγινε…

Υ.Γ. Στην φωτογραφία είναι η μαύρη Παναγιά η Μοζαμβικάνα…

Keywords
Τυχαία Θέματα