Το καλοκαίρι του «φτωχού»

03:46 21/8/2012 - Πηγή: Aixmi

Ο θόρυβος της πόλης, γεμίζει το μυαλό με γκρίζες, φουρτουνιασμένες σκέψεις, πάλι τα μακρινά φώτα, σαν μικρά λαμπιόνια, με κάνουν ταξιδιώτη στο σχεδόν μαύρο της νύχτας.

Έναν ταξιδιώτη μέσα στο χρόνο, αυτή την φορά δεν κουνάει το “βαπόρι”, δεν έχει μπλέ, γαλάζιο, να γεμίζει το μάτι και να χάνει το μπούσουλα το μυαλό δικαιωμένο από πνιγμένες αναμνήσεις.

Μια νύχτα μακριά από την αγκαλιά σου κι αποψινή, μια νύχτα που δεν πειράζει η θολή σκιά της,

από την ανάποδη είναι πιο καλά, καλύτερα, αφού δεν κουρνιάζω στην γαλήνη της αγκαλιά σου.

Ανοίγουν ολοταχώς δρόμοι, δουλειές και

μεροκάματα στα ξένα, κλείνουν στα γρήγορα και σιωπηλά σαν θάνατος οι πόρτες στον κοντινό μου κόσμο, στον περίγυρο, μα αν κάτι μας κρατά είναι το ξάφνιασμα της πτώσης μας. Μπίζνες επιτήδειων φέρνουν, γεμίζουν εργάτες τις εποχιακές δουλείες, με τριακόσια ευρώ στο κεφάλι, θέσεις εργασίας σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα φτιάχνουν, ετοιμάζουν νεκρούς χειμώνες στους τουριστικούς παράδεισους.

Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα στην Μεσογείων, εκεί μετά το Πεντάγωνο, έκανε να διαβεί την λεωφόρο, το μυαλό της αλλού, στα μισά στο ρεύμα προς το κέντρο ένα σκούρο, γυαλιστερό, μάλλον καινούριο αυτοκίνητο, την κοπάνησε, άσχημα, το αίμα της στον δρόμο κηλίδα, οι βιαστικοί οδηγοί γυρνούσαν βίαια το κεφάλι.

Όχι, δεν έβαψε το δρόμο κόκκινο, έγινε δρόμος, έτσι απλά πετάχτηκε μια σβούρα ψηλά και έσπρωξε με δύναμη, μάταια, πίεσε την άσφαλτο. Σαββάτο απόγεμα, κανένας δεν ήθελε να κοιτά στα μάτια την πόλη, πόσο μάλλον ένα πτώμα στην άκρη της.

Έβαλα μπροστά το αυτοκίνητο, ξεμάκρυνα γλήγορα, το μυαλό κατασκευάζει σενάρια για να ξεφύγει από μια πιθανή θλίψη, ξανοίχτηκα με τα ραδιόφωνα που πάσχιζαν να δροσίσουν με μελωδίες.

Το τέλος της καλοκαιρινής σεζόν είναι κάτι σαν επαναληπτικός απολογισμός, τι είχαμε μα και τι χάσαμε, μα για όλους εκείνους που έχουν ιδιαίτερες πατρίδες οι θερμοί μήνες φέρνουν, γίνονται η αφορμή να βγεί στον αφρό το παρελθόν, οι θαμμένες μνήμες.

Πήραμε αέρα λοιπόν, πετάξαμε τα ρούχα, το καλοκαίρι είναι πάντα του φτωχού, αναπνεύει, ζωντανεύει για λίγο ιώδιο, άλλοι οι πιο τυχεροί, σταθήκαμε μεσοπέλαγα να ερωτοτροπούμε με στοιχειά, σειρήνες της θάλασσας.

Άλλοι πάλι οι πιο θαραλλέοι, κολυμπούσαν στα νερά του Σαρωνικού, αφήνοντας παραδίπλα τις γαλανές σημαίες.

Ένα σωρό κόσμος μέσα σε αναγκαστική ανάπαυλα αναζητά μαγικές λύσεις στα μαζεμένα από τους μήνες προβλήματά του.

Μια πόλη ακούρευτη, ασυμμάζευτη, με το γκαζόν, όπου υπάρχει νερό, να γίνεται αγριόχορτο, να πνίγει τα παρτέρια και το βλέμμα.

Οι κάδοι σκουπιδιών ξέχυλοι να γίνονται χώρος γνωριμίας λαθρομεταναστών και τα αδέσποτα σκυλιά να εξαφανίζονται περιέργως από τα πεζοδρόμια.

Κλείνω τα μάτια, μα τι μου έμεινε από αυτό το καλοκαίρι, ο βιαστής της Πάρου, η δικιά μας τρόικα, η κυβέρνηση, που όλο το θερμό καλοκαίρι έδειχνε να έχει σπασμούς και πυρετό ενώ από την άλλη εμείς δεν δίναμε δεκάρα, όποτε έχουμε ζωή ξεχνάμε και τα τούρκικα σήριαλ και την τραγική οικονομικ

Keywords
Τυχαία Θέματα