Μια μάνα με την κόρη

01:00 10/10/2015 - Πηγή: Aixmi

Φοβήθηκα να ανοίξω την πόρτα. Όχι. Δεν ήταν εκείνος ο φόβος, ο κοινός, που γεμίζει ιδρώτα τις παλάμες και αναγκάζει την καρδιά να χτυπά λιγάκι παραπάνω απο το κανονικό. Αυτόν τον φόβο τον ήξερα καλά και δεν τον υπολόγιζα πια για σημαντικό. Ήταν ο φόβος να μην σφιχτεί και πάλι η καρδιά από τα πρόσωπα και τις ζωές που θα αντίκριζα για πολλοστή φορά. Μια μάνα και μια κόρη μέσα σε έναν θάλαμο νοσοκομείου να ψάχνουνε να ημερέψουν το κακότυχο και το δύστροπο της κοινής τους μοίρας. Η μάνα κοντή, συφοριασμένη, γεμάτη ρυτίδες που ήρθαν ακάλεστες από τα χρόνια της και δεν της έπρεπαν

ακόμα. Η κόρη του ίδιου αναστήματος, με το μισό κορμάκι της ανάπηρο, καθηλωμένο.

Το χέρι κολλημένο στο ένα της πλευρό να ακολουθεί το σώμα σε κείνο το αλλόκοτο περπάτημα, με το δεξί της πόδι να πατάει γερά και το υπόλοιπο κορμί να σκαρφαλώνει πάνω του και να τινάζεται εμπρός του. Μια ολάκερη ζωή να κρέμεται από το δεξί της πόδι! Και σαν της ζητούσαμε να κάνει κάποια κίνηση που θα διευκόλυνε την κλινική μας εξέταση, μας κοιτούσε απορημένη και μας μάλωνε «μα δεν βλέπετε;». Και εμείς, τις περισσότερες φορές δεν βλέπαμε. Και αυτή τις ισόποσες φορές μας μάλωνε. Την αρρώστια της ας μην την ονομάσουμε. Θέλει, άραγε, και τίτλο ο πόνος της ζωής για να καρπωθεί τα δικά του παράσημα; Για να χει το βαρύγδουπο ενός ακόμα ονόματος μήπως και προκαλέσει εντύπωση σε μια ακόμα περιέργεια περαστικών ανθρώπων;

Μαλώνανε για το φαγητό. Η κόρη δεν ήθελε να φάει, ίσως παραιτημένη πια απ΄ την αρρώστια της, ίσως απλά και να μην πεινούσε – ας μην βάζουμε διάγνωση σε χωράφια που δεν μας ανήκουν – και η μάνα ακολουθώντας τα μητροπαράδοτα την πίεζε να κατεβάσει μια μπουκιά. Εικόνα γνώριμη, μάχες που δόθηκαν πολλές φορές με εκατέρωθεν τροπαιούχους και ηττημένους. Αυτό το «να φας» κατέληξε τελικά να μας ορίζει. Και το «να φας» οδηγεί κάποτε και σε οργισμένα λόγια. Σε λόγια σκληρά που ξεχύνονταν από τις ρωγμές εκείνου του θαλάμου και έκαναν τους γείτονες να ξεπροβάλλουν από τις δικές τους ρωγμές, των δικών τους θαλάμων, και να στήνουν εκείνα τα θλιβερά «πηγαδάκια» όπου άνθρωποι ξεσκίζουνε ανθρώπους.

«Μα δεν ντρέπεται να της μιλάει έτσι; Μάνα είναι αυτή; Που κρύφτηκε η συνηθισμένη υπομονή της; Είναι δυνατόν να της λέει πως τόσα χρόνια σε ανέχτηκα και δεν αντέχω άλλο;» Τα λόγια τα σκληρά που λέγαμε. Τριανταεπτά χρόνια αυτή η ιστορία. Μια μάνα κολλημένη πάνω στην μονάκριβή της κόρη και αν ακολουθούσες τον συνειρμό της παρομοίωσης θα την έβαζες στην θέση του δεξιού ποδιού της. Χωρίς αυτήν ούτε βήμα εμπρός, ούτε βήμα πίσω.

Άνοιξα την πόρτα και εκείνος ο φόβος ο αλλιώτικος σκόρπισε στα γύρω μονομιάς. Γερμένη στην αγκαλιά της μάνας η κόρη έκλαιγε. Και έκλαιγε και εκείνη σκορπώντας την συγγνώμη της μές στις σταλαγματιές των καστανών ματιών της. «Συγγνώμη κόρη μου. Δεν το θελα».

Στα δικά μου τριανταεπτά χρόνια ήταν η δεύτερη φορά που το ΄νιωθα, πόση δύναμη έχει μια αληθινή συγγνώμη. Τις υπόλοιπες, τις πληθωρικές και εύκολες , τις έχω πετάξει ήδη. Μπροστά σε τέτοια εικόνα σκύβεις απλά το κεφάλι σου, ζητάς μια πληθωρική και εύκολη συγγνώμη και βγαίνεις έξω. Ρίχνεις και μια βλοσυρή ματιά στους περίεργους γείτονες και τους χαλάς τα πηγαδάκια. Εκεί που αναβλύζει απ΄ τα έγκατα της φύσης των ανθρώπων η χολεριασμένη κρίση για τις ζωές των άλλων. Δίχως να ξέρει τα κρυμμένα, δίχως να φροντίζει να τα μάθει.

Δεν είναι ήρωες οι άνθρωποι αυτοί. Ίσως τους βλέπουμε για ήρωες μπας και ξορκίσουμε την μίζερη μουρμούρα της ζωής μας. Αυτήν που σαν αρχίσει δεν λέει να σταματήσει και μόνο απέναντι σε κάποιον ήρωα συνηθίζει να σιωπά, και αυτό μοναχά για λίγο. Άσε που το «ήρωας» κατάντησε αφορμή για να την κάνουν οι ενοχές μας με ελαφρά πηδηματάκια. Ήρωας είναι αυτός, μονολογείς, που πάει να πει τα καταφέρνει και μονάχος. Και δώστου ελαφρά πηδηματάκια και φύγε κακό από τα δικά μας μάτια . Δεν είναι ήρωες λοιπόν. Ταλαιπωρημένοι άνθρωποι είναι, που χρειάζονται μια κουβέντα παραπάνω. Ένα χαμόγελο, μια οικεία οικειότητα, μια ανόητη σαχλαμάρα για να γελάσει λίγο το χειλάκι τους. Αυτά για τα μπροστά των μεταξύ μας σχέσεων. Γιατί στα από πίσω δεν μάθαμε ακόμα να χώνουμε το βλέμμα μας. Όχι με τη βρωμιά ενός ακόμα σούσουρου και ενός ακόμα χτυπήματος στην πλάτη. Αλλά με εκείνη την καθάρια ματιά που νοιάζεται, που ψάχνει να απαλύνει πόνους.

Δεν ελπίζω πως θα αλλάξουμε. Προπαντώς εγώ. Πως θα ξυπνήσουμε, δηλαδή, μια μέρα και αφήνοντας στην άκρη την σαβούρα της ζωής θα κοιτάξουμε να την κάνουμε περισσότερο ανθρώπινη. Μα αν γινόταν το θαύμα τούτο, αν ξεχνιότανε για λίγο το καλομαθημένο της ζωής μας και ξεκινούσαμε να βλέπουμε αυτόν τον υπέροχο «Άλλον» με εκείνο το ακατάλυτο της συμπόνιας που μας κρατάει ακόμα ανθρώπους και αποδιώχνει το ζώο από πάνω μας, αν λέω, νομίζω πως θα παίρναμε καλύτερη ρότα. Και ίσως τότε να σταματούσε και αυτή η ενοχλητική φλυαρία για πράγματα που αν το καλοσκεφτείς αξίζουν μόνο για μια υποσημείωση. Για μια λεπτομέρεια σε μια ζωή που κάποτε τελειώνει. Και ας λογαριάζουμε τις αναλώσιμες ζωές μας για σημαντικές και αναντικατάστατες. Και ας έχουνε οι κρίσεις μας για τις ζωές των άλλων εκείνη την εμπάθεια του ασήμαντου που σύντομα η ζωή το αντικαθιστά και πάλι…

Keywords
Τυχαία Θέματα