Αόρατος, αδέσποτος και ξένος

11:30 17/10/2017 - Πηγή: Aixmi

Αγουροξυπνημένος φαίνεται πως κάτι μύρισε, πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε βολίδα στο κατεστραμμένο μπαλκόνι, μέσα από κάτι σάπια κάγκελα ξεπρόβαλε δειλά το μουτράκι τουκαι πολύ προσεκτικά παρατηρούσε τους περαστικούς.

Το βλέμμα του τρύπησε πέρα από τα δέντρα και ναι, δεν είχε λαθέψει, είχε αισθανθεί την παρουσία κάποιου άλλου, έναν από το δικό του είδος. Μόνο που εκείνος μοσχομύριζε, ήταν δεμένος με λουρί κι έτσι, προφυλαγμένος από κάθε κίνδυνο, δε σταματούσε να χαμογελά.
Ετούτος ο βρώμικος μικρός ήταν αδέσποτος κι άστεγος, ένας ακόμη αόρατοςτετράποδος σκύλος.

Βλέπεις γεννήθηκε με ουρά, από χέρι κατώτερος, για κάποιους μάλιστα δεν είχε ούτε ψυχή, ήταν εντελώς αδιάφορος, ένας παρίας στον απαιτητικό πλάνητη των δίποδων, όμως είχε βρει τη τελευταία λύση, μια κρυψώνα κι από κει καθημερινά έπαιζε κορώνα-γράμματα την ύπαρξη του.

Από μέρες τον είχαν ρουφήξει τα σπλάχνα ενός ερειπωμένου κτηρίου, στις μεγάλες πείνες του τότε μονάχα έβγαινε και καταβρόχθισε ότι σκουπίδια άφηναν στην άκρη τα πιο μεγάλα πλάσματα όλων των ειδών που τριγούσαν παθιασμένα τα σκουπίδια.

Γκρίζος, μάλλον μαύρος από την απλυσιά και τη βρώμα, γεμάτος τζίβες, δαγκώματα από ψύλους και μώλωπες από χτυπήματα, ο μικρούλης είχε πελώρια σκούρα πράσινα μάτια γεμάτα απορία, αν μετρούσε χρόνια θα ένιωθε πως γεννήθηκε μέσα στη καρδιά του μεσαίωνα κι όλο έψαχνε κάποιον να τον αγαπήσει και εκείνος με τη σειρά του ήταν έτοιμος να τον λατρέψει πιο πολύ κι από τον πιο καλοκάγαθο Θεό!

Εκείνο το πρωινό είχε πιστέψει πως ήταν η μέρα του, παρακολούθησε από ψηλά το άγνωστο ζευγάρι. Με το βλέμμα σα να πατούσε, να άγγιζε κάθε τους βήμα, σα να μύριζε και να κατουρούσε κάθε γωνιά του δρόμου όσο εκείνος ο ψηλός γίγαντας, που εξακολουθούσε να περπατά και να ισορροπεί στα δυο του πόδια, σταματούσε και χάιδευε με λατρεία τον τετράποδο φίλο του, ενώ κι εκείνος δε σταματούσε να του τρίβεται!

Αυτό ήταν, ο μικρός χοροπήδηξε από το ερείπιο και έτρεξε, μάλλον πέταξε, κοντά τους, τίποτε δεν θα σταματούσε την προσπάθεια να τους φτάσει, ήταν σχεδόν σίγουρος ότι επιτέλους είχε βρει την άκρη του, την οικογένεια του!

Κάπως έτσι φαίνεται πως έρχεται και σου χτυπά την πόρτα η τύχη, εκεί που λες πως όλα χάθηκαν αποκτάς ταυτότητα, χορταίνεις, γίνεσαι κάποιος μέσα στον κόσμο.

Με αυτές τις σκέψεις το κουλούκι δεν λογάριασε το δρόμο, πήρε φόρα και το πρώτο περαστικό αυτοκίνητο τον άφησε στον τόπο.

Ο οδηγός δε είχε χρόνο, τον παράτησε, αλλά και οι περαστικοί αηδιασμένοι και τρομαγμένοι από το άλικο της ασφάλτου έκλειναν τα μάτια τους στο μικρό πτώμα, προσπερνούσαν και περίμεναν το σκουπιδίαρικο να τον μαζέψει.

Αόρατος, αδέσποτος και ξένος, ένα μικρό παιδί, ένα αγγελάκι που δεν πρόλαβε να ακούσει ούτε το όνομα του.

Keywords
Τυχαία Θέματα