Eίμαι νέα, φεύγω απ΄την Ελλάδα και ψάχνω αλλού πατρίδα;

12:56 10/4/2015 - Πηγή: Aixmi

Σε μια πρόσφατη ή ίσως και όχι τόσο πρόσφατη, κουβέντα δύο νέων, σε ταράτσα με θέα την Ακρόπολη.

– «Βαριέμαι», είπε εκείνη κοιτάζοντας μακριά σαν να μην έβλεπε καν την Ακρόπολη στον ορίζοντα.

- «Βαριέσαι; Τι βαριέσαι;» είπε εκείνος και έψαξε το βλέμμα της.

- «Να, ξυπνάω το πρωί και βαριέμαι. Βαριέμαι στη δουλειά και… δεν ξέρω… γενικά βαριέμαι…» βρήκε και κείνη το βλέμμα του, πριν κατεβάσει το δικό της στο πάτωμα σαν μόλις

να εξομολογήθηκε κάποια μεγάλη της αμαρτία.

- «Να μη βαριέσαι» της είπε απλά, σχεδόν τη διέταξε και πάλι ψάχνοντας το βλέμμα της, χωρίς να το βρει αυτή τη φορά.

Και ήταν αυτή η μικρή κουβέντα που με έκανε να συνειδητοποιήσω το μεγάλο αντίπαλο της βαρεμάρας, την αυτοεκτίμηση.

Είσαι 23 χρονών. Είσαι περήφανος. Τελείωσες και το μεταπτυχιακό σου. Έμεινες έξω ένα χρόνο για το μεταπτυχιακό. Γύρισες στην Ελλάδα. Γύρισες στην πατρίδα. Είσαι-νιώθεις γεμάτος.

Και τώρα τι γίνεται; Βιογραφικά, αιτήσεις. Απογοήτευση. Απογοήτευση. Βιογραφικά. Αιτήσεις. Συνεντεύξεις. Μάλλον αυτό γίνεται.

Και βρήκες δουλειά. Και χάρηκες. Και ξεκίνησες. Και προσπαθείς. Και μια μέρα σε πληρώνουν. 400 ευρώ καθαρά. Και τότε χάρηκες.

Μέσα από τη σύντομη και προδιαγεγραμμένη-ίσως- πορεία ενός νέου με «προσόντα» που γυρνάει στην Ελλάδα γεμάτος εφόδια και γεμάτος αγάπη για μια πατρίδα που βλέπει σε μια πόλη, σε μια αγκαλιά, σε μια μπύρα, σε χαμόγελα φίλων προσπαθώ και γω να καταλάβω. Να καταλάβω γιατί η βαρεμάρα καταφέρνει να υποτάξει την αυτοεκτίμηση.

Και βλέπω μια πατρίδα γεμάτη νεανικά οράματα, γεμάτη φρέσκες ιδέες. Γεμάτη νέους με χαμόγελο που πιστεύουν ακόμη σε μια πατρίδα έτοιμη να τους αγκαλιάσει.

Και κάθε φορά που φωνάζει ο νέος σε μια ακόμη «εργασιακή» αγκαλιά, σε ένα επαγγελματικό όνειρο «σουσάμι άνοιξε» και κείνο κωφεύει πεισματικά στις ανάγκες του, η βαρεμάρα κερδίζει ακόμη μια μικρή μάχη σε βάρος της αυτοεκτίμησης.

Και τότε του ανοίγονται δύο μονοπάτια. Θα πει αντίο στην αυτοεκτίμηση, θα πάρει τα 400 ευρώ που του αναλογούν σε μια εργασιακή αγκαλιά που ποτέ δεν ονειρεύτηκε να αγγίξει και θα κάνει πως μπορεί ακόμη να χαμογελάει και να πιστεύει στην πατρίδα. Μπορεί, βέβαια, να συνεχίσει να διεκδικεί την αγκαλιά που λαχταρά, να χτυπά πόρτες με πείσμα και να μην το βάλει κάτω. Και ίσως τότε κάποια αγκαλιά να του ανοίξει διάπλατα. Και ίσως η πατρίδα να του χαρίσει απλόχερα την ευκαιρία που τόσο της ζήτησε. Ίσως και όχι.

Και ναι, το πείσμα και η πίστη στο όνειρο, σίγουρα θα του χαρίσουν κάποιες ρανίδες αυτοεκτίμησης και ίσως καταφέρουν και ένα μικρό πλήγμα στη βαρεμάρα.

Και, όμως, κάπου εδώ υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος για το νέο που ακόμη πιστεύει πως μπορεί να υποτάξει τη βαρεμάρα. Από μικρός ονειρεύτηκε αγκαλιές γεμάτες ήλιο, γεμάτες θαλασσινή αλμύρα, γεμάτες ούζο δίπλα στο κύμα. Ονειρεύτηκε τη ζωή, το όνειρο του σε μια πατρίδα, σε μια χώρα γεμάτη πανέμορφα νησιά, γεμάτη ανθρώπους χαμογελαστούς, γεμάτη φίλους, γεμάτη Κυριακάτικες βόλτες στο Μοναστηράκι που ξεκινούν το μεσημέρι και μοιάζουν ατέλειωτες. Αλλά ονειρεύτηκε όχι μονάχα νησιά και ανθρώπους, ονειρεύτηκε και ευκαιρίες, ονειρεύτηκε μια χώρα που δε θα τον «ποτίσει» μονάχα ούζο, αλλά κυρίως «ελπίδα», ελπίδα πως θα νικήσει τη βαρεμάρα και θα κερδίσει την αυτοεκτίμηση.

Και αν αποφασίσει να ψάξει αλλού την πατρίδα; Αν αποφασίσει πως η πατρίδα δε λέγεται Ελλάδα; Αν δει πως αυτή η πατρίδα που λέγεται Ελλάδα του αρπάζει βίαια την αυτοεκτίμηση;

Τότε φεύγει τρέχοντας; Τότε δραπετεύει; Τότε η Ελλάδα του γίνεται κόλαση;

Και αν δραπετεύσει; Τον περιμένει η αυτοεκτίμηση με ανοιχτές τις στοργικές τις αγκάλες στη Γερμανία ή στην Αγγλία;

Δεν ξέρω. Ούτε εγώ, αλλά νομίζω ούτε και οι δύο νέοι που έπιναν το δεύτερο ποτό τους με θέα την Ακρόπολη, έχουν καταφέρει να βρούνε που κατοικεί η αυτοεκτίμηση, αν κατοικεί σε μια πατρίδα με σύνορα, αν κατοικεί σε μια αγάπη χωρίς σύνορα ή σε ένα παιδικό όνειρο.

Keywords
Τυχαία Θέματα