Σημειώσεις για την ιστορία των φασιστικών κινήσεων στην Ελλάδα

Tweet

To κείμενο αυτό είχε δημοσιευτεί σε μια πρώτη μορφή στην ιστοσελίδα «Βαθύ Κόκκινο», αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές του Μαϊου 2012, όταν η είσοδος της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, με ποσοστό περίπου 7% -που επιβεβαιώθηκε και στις αμέσως επόμενες εκλογές,

του Ιουνίου- προκάλεσε εύλογη ανησυχία και άνοιξε τη συζήτηση σχετικά με τον φασισμό και το ενδεχόμενο να αποτελέσει απειλή για το εργατικό και λαϊκό κίνημα, και για τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Σκοπός του κειμένου ήταν μια πρώτη προσέγγιση των ιστορικών όρων εμφάνισης και συγκρότησης κινημάτων φασιστικού προσανατολισμού στη χώρα μας.

Υποστήριξα και εξακολουθώ να υποστηρίζω ότι στην Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε φασιστικό κίνημα, με χαρακτηριστικά ανάλογα με αυτά των κινημάτων που αναπτύχθηκαν στη μεσοπολεμική Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία κ.λπ. Που εντοπίζονταν στην υιοθέτηση από μεγάλα τμήματα λαϊκών μαζών, κυρίως της μικροαστικής τάξης, μιας ιδεολογίας εθνικιστικής, ιμπεριαλιστικής ή απλώς επεκτατικής, λαϊκιστικής-αντιπλουτοκρατικής (αλλά όχι αντικαπιταλιστικής), αντικομμουνιστικής και αντιδημοκρατικής, και τη στοίχισή τους πίσω από ένα πολιτικό σχέδιο βίαιης συντριβής του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, μέσω της κατάλυσης των θεσμών της αστικής δημοκρατίας.

Εντούτοις, η απουσία συγκροτημένου μαζικού φασιστικού κινήματος δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν φασίστες, φασιστικές ομάδες και οργανώσεις. Όπως, επίσης, υπήρξαν και καθεστώτα δικτατορικά, τα οποία, όμως, δεν ήταν φασιστικά. Ακριβώς γιατί κάθε καθεστώς έκτακτης ανάγκης δεν είναι οπωσδήποτε φασιστικό, όσο κι αν κάποια στοιχεία που το χαρακτηρίζουν μπορεί να έχουν και φασιστική προέλευση. Ανεξαρτήτως του αν πολλά ή και τα περισσότερα στελέχη του είναι φορείς της φασιστικής ιδεολογίας.
Για να μιλήσουμε για φασισμό πρέπει να πάρουμε υπόψη το βασικό χαρακτηριστικό του, που το διαφοροποιεί από τα άλλα αστικά καθεστώτα έκτακτης ανάγκης. Και το χαρακτηριστικό αυτό είναι η στήριξή του σε μαζικό λαϊκό κίνημα, με εθνικιστικό-ιμπεριαλιστικό, λαϊκιστικό-αντιπλουτοκρατικό, αντικομμουνιστικό και αντιδημοκρατικό ιδεολογικό προσανατολισμό. Τέτοιο κίνημα δεν υπήρξε στην Ελλάδα.

Οι θεωρούμενες ως προδρομικές φασιστικές κινήσεις

Είναι πολλοί αυτοί που υποστηρίζουν ότι όχι μόνο υπήρξαν ισχυρές τάσεις φασιστικού προσανατολισμού στη μεσοπολεμική Ελλάδα, αλλά αναφέρονται ακόμα και σε προδρομικά φασιστικά φαινόμενα. Ως τέτοια εκλαμβάνονται οι ιδεολογικές διακηρύξεις διανοουμένων, όπως ο Περικλής Γιαννόπουλος και ο Ίων Δραγούμης, καθώς και το κίνημα των επιστράτων του 1916-17.
Θεωρώ ότι μια τέτοια προσέγγιση είναι λανθασμένη. Όσον αφορά στους διανοούμενους που αναφέρονται και παρά τις «αριστοκρατικές» τους πολιτικές αντιλήψεις, ο μεν Γιαννόπουλος μπορεί να «τράβηξε στα άκρα» την αρχαιολατρία της κυρίαρχης ιδεολογίας του νεοελληνικού κράτους, αλλά το έκανε περισσότερο ως αντίδραση στην άλλη κυρίαρχη και συμπληρωματική ιδεολογική τάση, του εκδυτικισμού-εξευρωπαϊσμού. Στο έργο του δεν υπάρχουν στοιχεία ιμπεριαλιστικών προσδοκιών, πέραν, φυσικά, της κοινής σε όλους τους Έλληνες εκείνων των χρόνων αξίωσης για την εθνική ολοκλήρωση, με την ένταξη στο ελληνικό κράτος των περιοχών όπου ζούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Αντιστοίχως, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πρόδρομος του φασισμού ο Ίων Δραγούμης, ο οποίος, επιπλέον, υποστήριζε ότι ο ελληνισμός θα μπορούσε να αναδειχθεί σε κυρίαρχη εθνότητα στην Ανατολή, με τον μετασχηματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όχι με την αποσύνθεσή της και τη δημιουργία ισχυρού ελληνικού κράτους. Υποστηρικτής της ουδετερότητας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προσέγγισε τις σοσιαλιστικές ιδέες υπό την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης, ακολουθώντας αντίστροφο δρόμο απ’ αυτόν που ακολούθησε τα ίδια εκείνα χρόνια ο Μουσολίνι.

Ως προς το κίνημα των επιστράτων, μόνο μια επιφανειακή ματιά θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είχε φασιστικά χαρακτηριστικά. Συγκροτημένο από στρατιώτες και έφεδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς που αποστρατεύτηκαν από την αντιβενιζελική κυβέρνηση το 1916, όταν οι βενιζελικοί σχημάτισαν την κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, το κίνημα αποτέλεσε έκφραση της λαϊκής αντίθεσης στην είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι περίεργη η απόδοση φασιστικού χαρακτήρα σε ένα αντιπολεμικό και αντιεπεκτατικό λαϊκό κίνημα, όταν μάλιστα στις γραμμές του συνυπάρχουν οι μικροαστοί των πόλεων και οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες με τους εργάτες, που ταυτίζουν τη φιλοπολεμική πολιτική των βενιζελικών με την παρουσία στο βενιζελικό στρατόπεδο των εκπροσώπων του μεγάλου κεφαλαίου της εποχής. Ένα αντιπλουτοκρατικό κίνημα που δεν στρέφεται και κατά των εργατών, σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί φασιστικό. Πολλώ δε μάλλον, όταν συγκροτείται σε αντίθεση με την πολιτική του πολέμου και της συνοριακής επέκτασης.

Μια προσέγγιση του αντιφατικού χαρακτήρα του κινήματος των επιστράτων επιχειρήθηκε από τον Γιώργο Μαυρογορδάτο στο βιβλίο του «Εθνικός διχασμός και μαζική οργάνωση: 1. Οι επίστρατοι του 1916» (Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996). Ο Μαυρογορδάτος χαρακτηρίζει προφασιστικό το κίνημα, βασισμένος σε τρία στοιχεία: στην πρώην στρατιωτική ιδιότητα των μελών του σε συνδυασμό με την παραστρατιωτική οργάνωση και τη χρήση βίας, στον ιδεολογικό του αντιφιλελευθερισμό και στη μικροαστική του σύνθεση.

Εντούτοις, επισημαίνει και εκείνα τα στοιχεία που το διαφοροποιούν από τα φασιστικά κινήματα: στρεφόταν κατά της αστικής τάξης και όχι κατά της εργατικής, ήταν κίνημα αντιπολεμικό και ως βασιλικό υπερασπιζόταν έναν θεσμό παραδοσιακό, τον οποίο ο φασισμός αντιμαχόταν ή έστω, σε κάποιες περιπτώσεις, απλώς τον ανεχόταν.

Νομίζω πως τα στοιχεία εκείνα που αναφέρονται ως προσδιοριστικά ενός προφασιστικού κινήματος δεν είναι ούτε τα κύρια που χαρακτήριζαν το κίνημα των επιστράτων ούτε και αποτελούν αποκλειστικό χαρακτηριστικό κινημάτων φασιστικών. Αυτό που κυρίως χαρακτήρισε το κίνημα ήταν η αντίθεσή του στον πόλεμο, που αποτέλεσε και την αιτία συγκρότησής του. Πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προφασιστικό ένα αντιπολεμικό κίνημα;

Επιπλέον, η αντίθεση στο Κόμμα των Φιλελευθέρων (ο λεγόμενος «αντιφιλελευθερισμός») δεν συνιστά αντίθεση στη δημοκρατία και τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Το κίνημα των επιστράτων δεν εξέφρασε τέτοιες τάσεις. Απεναντίας, όπως και ολόκληρη η αντιβενιζελική παράταξη, κατήγγειλλε τον βενιζελισμό για καταπάτηση των δημοκρατικών αρχών, ιδιαίτερα μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη.

Η μικροαστική σύνθεση του κινήματος επίσης δεν συνιστά από μόνη της στοιχείο που θα μπορούσε να το προσδιορίσει σαν προφασιστικό. Οι μικροαστικές κοινωνικές δυνάμεις που συγκρότησαν το επιστρατευτικό κίνημα στράφηκαν, όπως άλλωστε επισημαίνει και ο Μαυρογορδάτος, κατά του κεφαλαίου, επιδιώκοντας την κοινωνική συμμαχία με την εργατική τάξη. Κάτι που βρίσκεται στον αντίποδα της λειτουργίας των μικροαστικών τάξεων στα φασιστικά κινήματα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στις εκλογές του 1915, στη βάση αυτής ακριβώς της αντιπολεμικής τοποθέτησης, οι τάσεις των σοσιαλιστών που τρία χρόνια αργότερα ίδρυσαν το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), το μετέπειτα ΚΚΕ, είχαν συνεργαστεί με τους αντιβενιζελικούς, εκλέγοντας και δυο βουλευτές, τους Αλμπέρτο Κουριέλ και Αριστοτέλη Σίδερη. Εκλογική συνεργασία, έστω και άτυπη αυτή τη φορά, υπήρξε και το 1920, όταν καταποντίστηκε ο Βενιζέλος, καθώς η πλειοψηφία του ελληνικού λαού τάχθηκε κατά της συνέχισης του πολέμου στη Μικρά Ασία.

Η μαζική υποστήριξη του αντιβενιζελισμού από ευρύτατα λαϊκά στρώματα υπήρξε, κατά τον Σεραφείμ Μάξιμο, συνέπεια της μετεξέλιξης της σύγκρουσης των δύο αστικών παρατάξεων «σε σύγκρουσι τάξεων, κατά την οποία τα καταπιεζόμενα στρώματα σηκώσανε τη σημαία του αντιβενιζελισμού ως σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου» (Σεραφείμ Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή δικτατορία; - β΄ έκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1975, σ. 14). Όπως επισημαίνει ο Λουκάς Αξελός, αυτή η σύμπλευση με τον αντιβενιζελισμό παρέχει τη «δυνατότητα των υποτελών τάξεων να “παρεμβάλλουν” τη δική τους εκδοχή, μετατοπίζοντας ή και εκτροχιάζοντας τις κυρίαρχες επιλογές» (Λουκάς Αξελός, Σεραφείμ Μάξιμος: Μια άλλη πλευρά της Ελληνικής Μαρξιστικής Αριστεράς – περιοδ. «Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής», τ. 15, χειμώνας 1986-87, σ. 16).
Πολλές από τις απόπειρες ιστορικής προσέγγισης εκείνης της περιόδου χαρακτηρίζονται από μια τάση πρωθύστερης ανάλυσης. Έτσι, η δραστηριότητα του Ιωάννη Μεταξά, τόσο για τη συγκρότηση του κινήματος των επιστράτων όσο και στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ως επικεφαλής ιδιαίτερου κόμματος, των Ελευθεροφρόνων, χρησιμοποιείται ως στοιχείο για την απόδοση φασιστικής ταυτότητας και στο κίνημα και στο κόμμα.
Προφανώς, παραβλέπεται το γεγονός ότι αυτός ο βαθιά συντηρητικός στρατιωτικός πολιτεύτηκε εκείνα τα χρόνια σε μια κατεύθυνση ριζικά αντίθετη απ’ αυτή που θα περίμενε κανείς από έναν φασίστα. Φασίστας που αντιτάσσεται στην πολεμική επεκτατική πολιτική; Που ακόμα και στην περίοδο που η παράταξή του, η αντιβενιζελική, βρίσκεται στην εξουσία και συνεχίζει τον πόλεμο στη Μικρά Ασία, είναι ο μόνος πολιτικός της χώρας (πέραν των σοσιαλιστών-κομμουνιστών) που διαφοροποιείται δημοσίως;

Αντιστοίχως, είναι μεγάλο λάθος να θεωρείται πως το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων κατέλαβε το δεξιό άκρο στον πολιτικό χάρτη της ελληνικής πολιτικής ζωής. Σε μια περίοδο κυριαρχίας και πάλι του βενιζελισμού, έως το 1933, το κόμμα αυτό θεωρούνταν η κύρια πολιτική έκφραση του μετριοπαθούς αντιβενιζελισμού.

Εντούτοις, είναι αλήθεια ότι ο ίδιος ο Μεταξάς, όπως και άλλα επίλεκτα στελέχη του κόμματός του, εκδήλωνε φιλοφασιστικές τάσεις. Αλλά δεν ήταν ο μόνος. Το παράδειγμα της φασιστικής Ιταλίας, όπου η σιδηρά πυγμή του Μουσολίνι φαινόταν να έχει εξουδετερώσει τον κομμουνιστικό κίνδυνο και να έχει βάλει σε λειτουργία ένα κράτος εύρυθμο, υπήρξε ελκτικό για πολλούς από τους έλληνες πολιτικούς εκείνων των χρόνων. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ήταν κυρίως βενιζελικοί-«δημοκρατικοί» αυτοί που δεν δίσταζαν να εκφράσουν δημοσίως τον θαυμασμό τους για τον ιταλικό φασισμό. Από τον Γεώργιο Κονδύλη, τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον Θεόδωρο Πάγκαλο (που προσπάθησε ο δόλιος να αντιγράψει τον Μουσολίνι στα 1925-26, για να αποτύχει οικτρά), μέχρι και τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά και τον αγροτοσοσιαλιστή Ιωάννη Σοφιανόπουλο κ.ά.

Θα αρκούσε αυτή η συμπάθεια προς τον ιταλικό φασισμό, αλλά και οι απόπειρες στρατιωτικών κινημάτων για την επιβολή δικτατορίας των «δημοκρατικών», για να χαρακτηρίσει ως φασιστικό τον βενιζελικό χώρο; Είναι προφανές ότι κανείς δεν θα ισχυριζόταν κάτι τέτοιο.

Οι φασιστικές οργανώσεις του Μεσοπολέμου

Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου ζει στον απόηχο της μικρασιατικής τραγωδίας, που έβαλε ταφόπλακα στα τυχοδιωκτικά επεκτατικά οράματα της Μεγάλης Ιδέας. Ο εθνικισμός σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί πια να εκφραστεί με επεκτατικές προσδοκίες και φυσικά δεν συνιστούσε εθνικισμό το παλλαϊκό αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα της Δωδεκανήσου και της Κύπρου, που επιπλέον στρεφόταν και ενάντια σε δυο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, την Ιταλία και τη Μεγάλη Βρετανία.

Ο ελληνικός καπιταλισμός γνωρίζει πρωτόγνωρους ρυθμούς ανάπτυξης, με τον συνδυασμό της συγκέντρωσης εντός των ελληνικών συνόρων τόσο του ισχυρού παροικιακού κεφαλαίου, που μέχρι πρόσφατα δρούσε στη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και των προσφύγων, που κατά εκατοντάδες χιλιάδες εντάχθηκαν στο προλεταριάτο, προσφέροντας στο ελληνικό κεφάλαιο άφθονη και φτηνή εργατική δύναμη. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Κώστας Βεργόπουλος, «η Ελλάδα αναπτύχθηκε μετά το 1922 όχι παρά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά εξ αιτίας της Καταστροφής και του μαζικού επαναπατρισμού των προσφύγων» (Κώστας Βεργόπουλος, Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο – Εξάντας, Αθήνα 1978, σ. 11).

Όταν, από το 1930, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγάλη οικονομική κρίση, η εργατική και λαϊκή δυσαρέσκεια εκφράζεται με την ανάπτυξη αγώνων που όλο και περισσότερο καθοδηγούνται από το ΚΚΕ. Παράλληλα, συγκροτούνται ευρύτατα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης, κυρίως στις προσφυγογειτονιές που είχαν υποχρεωθεί προ πολλού να συγκροτήσουν ανάλογες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης, μέσα από τα οποία εκφράζεται η συνείδηση της κοινότητας συμφερόντων φτωχών μικροϊδιοκτητών, απασχολουμένων εργατών και ανέργων. Επιπλέον, διαμορφώνονται μορφές παλλαϊκής ενότητας, με την έκφραση της αλληλεγγύης των μικροϊδοκτητικών στρωμάτων στις εργατικές κινητοποιήσεις, με τη συμπαράσταση των εργατών και των μικροϊδιοκτητών στις αγωνιστικές καθόδους των αγροτών στις πόλεις κ.λπ.

Στο πλαίσιο αυτό δεν υπήρχε έδαφος για την ανάπτυξη φασιστικού κινήματος. Οι φασιστικές οργανώσεις που είχαν κάνει την εμφάνισή τους ήδη από την προηγούμενη δεκαετία (η Ένωσις Ελλήνων Φασιστών, η Λεγεών Εθνικής Σωτηρίας, η Εθνική Ένωσις Ελλάς κ.ά.), αλλά και όσες ιδρύθηκαν στη συνέχεια (όπως η Σιδηρά Ειρήνη του Νικόλαου Νικλάμπα, το Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα Ελλάδος του Γεωργίου Μερκούρη, η Οργάνωσις Ελλήνων Εθνικιστών του Αλέξανδρου Γιάνναρου, η Οργάνωσις Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών του Ιάκωβου Διαμαντόπουλου, η Οργάνωσις Εθνικού Κυρίαρχου Κράτους του Θεόδωρου Σκυλακάκη κ.λπ.), δεν κατορθώνουν να μαζικοποιηθούν τόσο, ώστε να αποτελέσουν πραγματική απειλή για το εργατικό και λαϊκό κίνημα, πόσο μάλλον για τη δημοκρατία.

Η μόνη οργάνωση που προκάλεσε κάποια ανησυχία ήταν η Εθνική Ένωσις Ελλάς (ΕΕΕ). Έχοντας συγκροτηθεί με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, στηρίχτηκε από κύκλους κυρίως του βενιζελικού χώρου και έγινε πανελλαδικά γνωστή το καλοκαίρι του 1931, όταν πυρπόλησε μέρος του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη. Πρωτοστατώντας σε αντιεβραϊκές, αντικομμουνιστικές και αντισυνδικαλιστικές δραστηριότητες, θεώρησε πως ήταν σε θέση να αντιγράψει την Πορεία προς τη Ρώμη, που είχε φέρει τον Μουσολίνι στην εξουσία το 1922, αν και όχι με τον ίδιο φιλόδοξο στόχο. Την κάθοδο των «χαλυβδόκρανων» φασιστών στην Αθήνα, τον Ιούνιο 1933, συνόδευσαν εκτεταμένα επεισόδια, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους κομμουνιστές, με συνέπεια τη δολοφονία ενός εργάτη κομμουνιστή, τον τραυματισμό πολλών άλλων και μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών από την αστυνομία.

Η απόπειρα της ΕΕΕ να διεκδικήσει τη λαϊκή ψήφο στις δημοτικές εκλογές του 1934 απέφερε κάποια εντυπωσιακά αποτελέσματα στα Γιάννενα και στην Κοκκινιά, αλλά προκάλεσε και ανησυχία στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, που… έκοψαν την οικονομική επιχορήγηση στους «τριεψιλίτες». Στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 1936 η ΕΕΕ δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει παρά μόνο 505 ψήφους (ποσοστό 0,04%). Ήδη είχε αποτύχει και απόπειρα ενοποίησης των φασιστικών οργανώσεων που επιχειρήθηκε το φθινόπωρο του 1934.

Θεωρώ πως οι φασιστικές οργανώσεις της εποχής δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν και να συγκροτήσουν κίνημα, κυρίως για δυο λόγους:
Από τη μια, δεν διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1930 όροι ταξικής αντιπαλότητας μεταξύ της εργατικής τάξης και των μικροϊδιοκτητικών κοινωνικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου. Αντιθέτως, μέσα από τους λαϊκούς θεσμούς κοινωνικής αλληλεγγύης και τους κοινωνικούς αγώνες, αναπτύχθηκαν σχέσεις παλλαϊκής συμμαχίας που αποτέλεσαν και το προοίμιο για την ανάπτυξη του μεγάλου λαϊκού συνασπισμού του ΕΑΜ κατά την επόμενη δεκαετία. Η πολυσθένεια (ένταξη σε περισσότερες από μία κοινωνικές τάξεις στο πλαίσιο της ίδιας οικογένειας), η κοινωνική κινητικότητα (σχετικά εύκολο πέρασμα από την προλεταριακή στη μικροϊδιοκτητική κατάσταση και αντιστρόφως) και με τους μικρομαγαζάτορες, τους ανεξάρτητους τεχνίτες και μικροβιοτέχνες, και τους μικροκληρούχους ή και τους μεσαίους ακόμα αγρότες, των 30 και των 50 στρεμμάτων, να συμμερίζονται κοινές συνθήκες ανέχειας με τους εργάτες, δεν υπήρχε πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης μεταξύ τους. Ήταν σε όλους φανερή η κοινότητα συμφερόντων και η αντίθεση προς την κυρίαρχη πολιτική.

Από την άλλη, ο ελληνικός λαός, έχοντας υποστεί τις συνέπειες των πολεμικών περιπετειών της περιόδου 1912-22 με αποκορύφωμα τη Μικρασιατική Καταστροφή, δεν είχε καμιά διάθεση να ακολουθήσει οργανώσεις που πρόβαλλαν επεκτατικούς στόχους.

Επιβεβαίωση αυτής της εκτίμησης αποτελεί και το γεγονός ότι οι σημαντικότερες φασιστικές οργανώσεις είχαν ιδιαίτερη επιρροή στη Θεσσαλονίκη και δευτερευόντως στα Γιάννενα. Εκεί, ο εθνικιστικός τους λόγος έβρισκε απήχηση σε μειοψηφικά τμήματα των μικροεμπόρων, που μπορεί να μην είχαν και ιδιαίτερη όρεξη να πολεμήσουν για καμιά Μεγάλη Ελλάδα, είχαν όμως κάθε λόγο να παρεμποδίζεται η επαγγελματική δραστηριότητα των εβραίων ανταγωνιστών τους.

Αξιόλογη ήταν και η επιρροή στη φοιτητική νεολαία της εποχής. Προερχόμενοι, κυρίως, από την μεγαλοαστική και τη μεσοαστική τάξη, σε μια περίοδο όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων, οι φοιτητές πολώθηκαν ανάμεσα στα δυο άκρα. Όσο πλησιάζουμε προς το 1936, η μεγάλη πλειονότητα όσων απ’ αυτούς εκδηλώνουν ενδιαφέρον για ιδεολογικο-πολιτικά ζητήματα εντάσσεται είτε στην ΟΚΝΕ είτε στις φασιστικές οργανώσεις. Με μόνους τους φασίστες φοιτητές, φασιστικό κίνημα δεν μπορούσε να υπάρξει, καθώς το σύνολο των φοιτητών αποτελούσε μια μικρή μειονότητα στην τότε ελληνική νεολαία.

Ο γερμανός πρεσβευτής Ερνστ Άϊζενορ, σε αναφορά του προς το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών στις 9/5/1934, δίνει τη δική του ερμηνεία για την αδυναμία ανάπτυξης φασιστικού κινήματος στην Ελλάδα, παρατηρώντας κάτι που μόνο ομοεθνής του θα του έδινε τόση σημασία. Εντούτοις, δεν είναι καθόλου αμελητέο:

«Οι αντικομμουνιστικές φασιστικές και εθνικοσοσιαλιστικές ελληνικές οργανώσεις είναι κατακερματισμένες και η ανάπτυξή τους εμποδίζεται από τη φυσική απειθαρχία του λαϊκού χαρακτήρα, την τάση να λένε πολλά λόγια και την αντίθεση προς δυναμικές μορφές δράσης. Ο ελληνικός λαός είναι πατριώτης, αλλά το κράτος και η ανάγκη να προσφέρει οποιαδήποτε θυσία για το κράτος τού είναι ξένες ως ιδέες».

Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου

Παρά την αναγνώριση της αδυναμίας των φασιστικών οργανώσεων να αναπτυχθούν τόσο ώστε να απειλήσουν το εργατικό κίνημα και τους δημοκρατικούς θεσμούς, η επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 μοιάζει να διαψεύδει την άποψη ότι στη μεσοπολεμική Ελλάδα δεν υπήρξε φασισμός. Είναι αλήθεια ότι η δικτατορία που επέβαλαν ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς είχε πολλά από τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός φασιστικού καθεστώτος.

Σε αντίθεση με άλλα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης που εμφανίζονταν σαν λίγο πολύ προσωρινά και μεταβατικά προς μια μορφή «υγιούς δημοκρατίας» (όπως την αντιλαμβάνονται οι εκάστοτε δικτάτορες), η 4η Αυγούστου διακήρυττε ανοιχτά τον αντιδημοκρατικό της προσανατολισμό, θέτοντας ως στόχο ένα νέο κράτος, ολοκληρωτικό και αντικοινοβουλευτικό. Ως εγγυητής της οικοδόμησής του προβαλλόταν ο ηγέτης, ο Αρχηγός, ο Μεταξάς. Από την άποψη αυτή, το καθεστώς αντέγραφε πλήρως τα πρότυπα του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού.

Στο πλαίσιο αυτού του νέου κράτους, κάθε πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητα θα έπρεπε να υποτάσσεται σ’ αυτό, να ελέγχεται απ’ αυτό και να κατευθύνεται απ’ αυτό. Έχουμε και εδώ αντιγραφή του ιταλικού και του γερμανικού προτύπου.

Ως υπέρτατος στόχος του νέου κράτους τέθηκε η δημιουργία ενός Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού, ισάξιου του αρχαιοελληνικού και του βυζαντινού, με τον συνδυασμό των βασικών ιδεολογικών χαρακτηριστικών και των δύο. Η 4η Αυγούστου αναφερόταν στον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, ως βάση της ιδεολογίας του νέου κράτους, για τη συνέχιση «της τρισχιλιετούς προσφοράς του ελληνικού έθνους προς την ανθρωπότητα». Στο σημείο αυτό η συγγένεια με το ιταλικό και το γερμανικό πρότυπο ελέγχεται. Η αναφορά στον χριστιανισμό αποτελεί βασικό στοιχείο φασιστικών κινημάτων, όπως η ισπανική Φάλαγγα, τα ουγγρικά Σταυρωτά Βέλη, οι κροάτες Ουστάσι κ.ά., κανένα όμως δεν διακηρύσσει ως στόχο έναν πολιτισμό με οικουμενική απεύθυνση. Η απόκλιση είναι σαφής και γίνεται ακόμα πιο μεγάλη, καθώς το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είναι ξένο, όχι μόνο προς την εθνικοσοσιαλιστική φυλετική (ρατσιστική) ιδεολογία, αλλά και με την ιμπεριαλιστική ιδεολογία τόσο του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού όσο και του ιταλικού φασισμού.

Το καθεστώς έχει επίγνωση της απέχθειας του ελληνικού λαού έναντι των επεκτατικών πολεμικών εξορμήσεων, ενώ οι σχέσεις που διατηρεί τόσο με την Ιταλία όσο και με τη Μεγάλη Βρετανία το υποχρεώνουν να υποβαθμίζει ακόμα και ζητήματα που συγκινούσαν τον ελληνικό λαό, όπως αυτά της Δωδεκανήσου, της Κύπρου ή και της Βόρειας Ηπείρου. Η 4η Αυγούστου δεν ήγειρε αξιώσεις εδαφικής επέκτασης, συνεχίζοντας την πολιτική των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων, που εναπόθεταν τις όποιες νεφελώδεις ελπίδες εθνικής ολοκλήρωσης στην καλή διάθεση των ιταλών και βρετανών κατακτητών, σε ενδεχομένως κατάλληλες μελλοντικές διεθνείς συγκυρίες.

Ούτε και η πολιτική απέναντι στις εθνικές μειονότητες στο εσωτερικό της χώρας διέφερε απ’ αυτή των κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων. Ο αντισημιτισμός δεν αποτέλεσε σε καμιά περίπτωση στοιχείο της ιδεολογικής ρητορικής και της πολιτικής πρακτικής του καθεστώτος. Απεναντίας, η διάλυση των φασιστικών οργανώσεων επέτρεψε στους Εβραίους, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια (αν πάρουμε υπόψη την ανοιχτή εχθρότητα του βενιζελισμού προς τις εβραϊκές κοινότητες και κυρίως προς τη μαζικότερη απ’ αυτές, την παραδοσιακά αντιβενιζελική κοινότητα της Θεσσαλονίκης), να ζουν χωρίς τον φόβο τρομοκρατικών επιθέσεων και χωρίς την πρότερη άνιση μεταχείριση από τον κρατικό μηχανισμό. Αντίστοιχη ήταν η πολιτική και προς τη μειονότητα της Θράκης, σε μια περίοδο που οι σχέσεις με την Τουρκία παρέμειναν άψογες.
Η πολιτική του καθεστώτος έναντι της σλαβομακεδονικής και της εξαιρετικά συρρικνωμένης, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1925, βουλγαρικής μειονότητας, δεν αποτελούσε παρά συνέχεια της πολιτικής των προηγούμενων κυβερνήσεων. Η προσπάθεια βίαιου εξελληνισμού των σλαβόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας εντάθηκε στα χρόνια της δικτατορίας, αλλά δεν ήταν αποκλειστικά δική της πολιτική.

Στην περίπτωση της δίωξης του κομμουνιστικού κινήματος, η 4η Αυγούστου γενίκευσε πρακτικές που ήδη είχαν εισάγει οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, με πρώτη και καλύτερη την κυβέρνηση του Βενιζέλου στα 1928-32, έργο της οποίας ήταν η ψήφιση του Ιδιώνυμου, η ίδρυση της Ειδικής Ασφάλειας, η θεσμοθέτηση της εκτόπισης στα ξερονήσια του Αιγαίου και ο εξαναγκασμός σε υπογραφή δηλώσεων αποκήρυξης του κομμουνισμού. Φυσικά, η δικτατορία προχώρησε στην απαγόρευση της λειτουργίας του ΚΚΕ, όπως και όλων των πολιτικών κομμάτων, και η καταστολή της παράνομης κομμουνιστικής δραστηριότητας προσέλαβε πολύ πιο βίαιο χαρακτήρα, με τις μαζικές δηλώσεις αποκήρυξης, τα γενικευμένα βασανιστήρια κ.λπ. Πρακτικές που δεν έχουν απουσιάσει και από άλλα καθεστώτα έκτακτης ανάγκης, τα οποία δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν φασιστικά, αλλά και από καθεστώτα κοινοβουλευτικά, όπως συνέβη και στην ίδια μας τη χώρα μερικά χρόνια αργότερα, κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου.

Ήταν η 4η Αυγούστου φασιστικό καθεστώς; Υποστηρίζω πως όχι. Παρά τις όποιες ομοιότητες με τα τυπικά φασιστικά καθεστώτα, παρά τις προθέσεις του ίδιου του Μεταξά, που ήδη πριν την ανάληψη της πρωθυπουργίας είχε κάνει γνωστές τις ολοκληρωτικές του απόψεις, η δικτατορία απείχε πολύ από το να έχει εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα την προσδιόριζαν ως φασιστική.
Δεν είναι μόνο η απουσία επεκτατικών τάσεων ούτε μόνο ο περιορισμός της εθνικιστικής ρητορικής στην επίκληση της οικουμενικής εκπολιτιστικής αποστολής του ελληνικού έθνους, σε πλήρη διάσταση με τις φυλετικές θεωρίες και τις ιμπεριαλιστικές αξιώσεις των προτύπων στα οποία αναφερόταν το καθεστώς. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο θρόνος, ως παράλληλος ισχυρός πυλώνας του καθεστώτος, στηριγμένος στον έλεγχο του στρατού, υπονόμευε την μονοκρατορία του Αρχηγού Μεταξά, περιορίζοντας τη δύναμή του και ελέγχοντας τις πολιτικές του αποφάσεις. Το πιο σημαντικό είναι και πάλι η απουσία κινήματος πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί το καθεστώς.

Στην Ελλάδα της 4ης Αυγούστου δεν υπήρξε κάτι ανάλογο του ιταλικού Φασιστικού ή του γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Ούτε καν κάτι ανάλογο της ισπανικής Φάλαγγας ή των ουγγρικών Σταυρωτών Βελών και της ρουμανικής Σιδηράς Φρουράς. Η απαγόρευση λειτουργίας πολιτικών κομμάτων συμπαρέσυρε στη διάλυση τόσο τις φασιστικές οργανώσεις όσο και το ίδιο το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Μεταξά. Η εξουσία στην Ελλάδα, στα 1936-41, δεν ασκούνταν από ένα φασιστικό κόμμα, αλλά από τον δικτάτορα, τον βασιλιά και τα κορυφαία στελέχη του κυβερνητικού και κρατικού μηχανισμού.
Η προσπάθεια του Μεταξά να αναπληρώσει το κενό με τη συγκρότηση της Εθνικής Οργάνωσης Νέων (ΕΟΝ) αποτελεί μια αναμφισβήτητη απόδειξη ότι το καθεστώς δεν είχε τη δυνατότητα στήριξης σε μαζικό λαϊκό αντιδραστικό κίνημα. Η ΕΟΝ παρέμεινε άμαζη, μέχρις ότου η ένταξη έγινε υποχρεωτική για τους μαθητές και τους φοιτητές.

Η δικτατορία αναμφίβολα είχε οπαδούς. Επρόκειτο για την πλειονότητα των αντιβενιζελικών, των βασιλοφρόνων, που πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν κάτι περισσότερο από συντηρητικοί μικρονοικοκυραίοι, που συμπαθούσαν τη δικτατορία γιατί «έφερε την ησυχία και την τάξη στον τόπο», πόσο μάλλον που επικεφαλής της ήταν ο βασιλιάς κι ένας δικός τους άνθρωπος, ο Μεταξάς. Δεν αμφιβάλλουμε ότι ανάλογη στάση θα κρατούσε μεγάλο μέρος των οπαδών του βενιζελισμού έναντι μιας δικτατορίας της δικής τους παράταξης, αν είχε πετύχει κάποιο από τα κινήματα των «δημοκρατικών» στρατιωτικών, είτε το 1933 είτε το ’35.

Η αναζήτηση διεξόδου στη βαθιά πολιτική κρίση των χρόνων 1933-36 με την επιβολή δικτατορίας απασχολούσε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς πολιτικούς, αλλά δεν άφηνε αδιάφορο και μεγάλο μέρος του σκληρού πυρήνα των οπαδών και των δύο αστικών παρατάξεων. Προφανώς, οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν φασίστες. Ήταν απλώς φανατικοί βενιζελικοί και εξίσου φανατικοί αντιβενιζελικοί. Εχθρός τους δεν ήταν τόσο το εργατικό κίνημα, ακόμα κι αν πολλούς απ’ αυτούς τους ανησυχούσε η ανάπτυξη των εργατικών αγώνων και της επιρροής του ΚΚΕ, όσο η άλλη αστική παράταξη.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά την αποκορύφωση του εργατικού κινήματος της περιόδου, τον Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, οι βενιζελικοί, που μόλις ένα χρόνο πριν είχαν ταχθεί υπέρ του αποτυχημένου στρατιωτικού κινήματος της παράταξής τους, βρέθηκαν να αγωνίζονται στους δρόμους από κοινού με τους κομμουνιστές, οι οποίοι, αν είχε πετύχει το βενιζελικό κίνημα, θα είχαν την ίδια τύχη με αυτήν που τους επιφύλαξε τελικά η δικτατορία των αντιβενιζελικών.
Εξαιρετικά ενδιαφέροντες είναι οι στίχοι που έγραψε, λίγο πριν τη δικτατορία, ο Μάρκος Βαμβακάρης, που αντανακλούν την απογοήτευση του φτωχού λαϊκού κόσμου από το μεσοπολεμικό κοινοβουλευτικό καθεστώς:

Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν τον Μουσολίνι
ωσάν τον Χίτλερ ζόρικος, π’ ούτε ψιλή δεν δίνει.

Και συνεχίζει, με φανερή ζήλεια:

Σαν τον Κεμάλ που έκανε μεγάλη την Τουρκία
και κάνουν κόζι οι Έλληνες και έχουν απορία.

Αντιδραστικός, ίσως και φασίστας ο γνωστός και ως βασιλόφρων ρεμπέτης; Οι τελευταίοι στίχοι μάς κάνουν να αμφιβάλλουμε:

Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ, του κόσμου το καμάρι
όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν, γιατί είσαι παλικάρι.

Με την ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, στις 28 Οκτωβρίου 1940, κλονίζονται και καταρρέουν τα όποια αποτελέσματα των προσπαθειών του καθεστώτος να διαμορφώσει ιδεολογικό κλίμα συμπάθειας προς τον φασισμό. Ένας λαός με οδυνηρές εμπειρίες από τις πολεμικές περιπέτειες που είχαν λήξει μόλις πριν δεκαοχτώ χρόνια και ως εκ τούτου βαθιά φιλειρηνικός, εκδηλώνει μια εντυπωσιακή αποφασιστικότητα για την υπεράσπιση της εθνικής του ανεξαρτησίας, που εκφράζεται και ως αντιφασιστική ιδεολογική τοποθέτηση. Η απόκρουση της επίθεσης της φασιστικής Ιταλίας στα βουνά της Πίνδου και οι αυθόρμητες λαϊκές πατριωτικές διαδηλώσεις, στις οποίες κυριαρχεί η διάθεση γελοιοποίησης του φασισμού, συμβάλλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση των ιδεολογικών όρων για την ανάπτυξη του παλλαϊκού κινήματος Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ στα αμέσως επόμενα χρόνια.

Όπως έγραψε ο Άγγελος Ελεφάντης, «η Ελλάδα της δεκαετίας του '30 δικτατορεύεται, δικτατοροκρατείται αλλά δεν φασιστικοποιείται. Η ιδεολογία των πλατειών λαϊκών μαζών παραμένει και μέσα στη δικτατορία ιδεολογία δημοκρατική-αντιφασιστική. Ο φασισμός δεν πέρασε στην Ελλάδα του μεσοπολέμου» (Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στο μεσοπόλεμο – Ολκός, Αθήνα 1976, σ. 201).

Ο ελληνικός φασισμός στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου

Η κατάκτηση της Ελλάδας από τα στρατεύματα του Άξονα, τον Απρίλιο του 1941, διαμορφώνει νέο πλαίσιο για την προπαγάνδιση των φασιστικών ιδεών και την προσπάθεια διάχυσής τους σε μαζική κλίμακα. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται ο προπαγανδιστικός μηχανισμός των δυνάμεων κατοχής, είτε απευθείας είτε μέσω των πρόθυμων συνεργατών τους, των δωσιλογικών κυβερνήσεων και του αστικού τύπου, που τίθεται στην υπηρεσία των κατακτητών. Παράλληλα, δεν απουσιάζουν και οι οργανώσεις με διακηρυγμένο ναζιστικό προσανατολισμό, όπως το ανασυσταθέν Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα Ελλάδος και η Εθνική Ένωσις Ελλάς, η Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις (ΕΣΠΟ), η Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ), η Εθνικοσοσιαλιστική Φρουρά Ελλάδος, η Οργάνωσις Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης (ΟΠΝΕ), η Ένωσις Φίλων Χίτλερ κ.ά.

Και αυτή τη φορά, η απόπειρα συγκρότησης μαζικού φασιστικού κινήματος αποτυγχάνει. Οι οργανώσεις που απροκάλυπτα αυτοαναγνωρίζονται ως φασιστικές παραμένουν άμαζες και περιθωριακές, με την ΕΣΠΟ να συρρικνώνεται αμέσως μετά τον θάνατο του επικεφαλής της Σπύρου Στεροδήμου, με την ανατίναξη των γραφείων της από την αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ τον Σεπτέμβριο 1942.

Αυτονόητος προβάλλει ο αντίλογος: Μα, στην περίοδο της Κατοχής ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής, ενώ για δεκάδες χιλιάδες απ’ αυτούς η συνεργασία προσέλαβε και τη μορφή της ένοπλης αντιπαράθεσης με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Μεγάλο μέρος των αντιεαμικών ένοπλων οργανώσεων και πάνω απ’ όλα τα περιβόητα Τάγματα Ασφαλείας, δεν συνιστούν μαζικό φασιστικό κίνημα;

Και σ’ αυτή την περίπτωση υποστηρίζω πως όχι. Ανάμεσα στον κόσμο του δωσιλογισμού προφανώς υπήρχαν και φασίστες, που δεν έκρυβαν την ιδεολογική τους ταυτότητα. Η περίπτωση, π.χ., του εθνικοσοσιαλιστή συνταγματάρχη Γεωργίου Πούλου, επικεφαλής του Εθνικού Ελληνικού Στρατού (ΕΕΣ) στη Μακεδονία, ήταν χαρακτηριστική, όπως και πολλές άλλες περιπτώσεις ένοπλων συνεργατών του κατακτητή. Δεν ήταν αυτές, όμως, που κυριαρχούσαν.

Η συνεργασία, ακόμα και με τη μορφή της κοινής ή συμπληρωματικής με τις δυνάμεις κατοχής ένοπλης δραστηριότητας, δεν αποτελεί από μόνη της επαρκές στοιχείο. Ο κόσμος του δωσιλογισμού ήταν αναμφίβολα βαθιά αντικομμουνιστικός, βαθιά συντηρητικός και αντιδραστικός, αλλά στη μεγάλη του πλειονότητα δεν είχε ενστερνιστεί τη φασιστική ιδεολογία, πόσο μάλλον την εθνικοσοσιαλιστική εκδοχή της. Μια αναφορά στην ιστορία της συγκρότησης των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας μπορεί να είναι διαφωτιστική.

Αυτοί που πρώτοι έθεσαν ζήτημα ίδρυσης ένοπλων σωμάτων, εξοπλισμένων από τους Γερμανούς, ήταν επιφανή στελέχη του προπολεμικού βενιζελικού χώρου, όπως οι Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς κ.ά. Πρόθεσή τους ήταν από τη μια η αντιμετώπιση της δραστηριότητας του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, και από την άλλη η αποτροπή ενδεχόμενης επανόδου του βασιλιά μετά την Απελευθέρωση. Η πρότασή τους, κατατεθειμένη ήδη από τα τέλη του 1942, γίνεται δεκτή από την δωσιλογική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη και από τη διοίκηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής την άνοιξη του επόμενου χρόνου, όταν πλέον η ανάπτυξη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ έχει πάρει απειλητικές διαστάσεις, ενώ η ήττα των ναζί στο Στάλινγκραντ δεν επιτρέπει την απόσπαση πρόσθετων γερμανικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των ελλήνων ανταρτών. Την ανάγκη εξοπλισμού προδοτικών σωμάτων επιτείνει, λίγο αργότερα, η συνθηκολόγηση της Ιταλίας και η διάλυση του ιταλικού στρατού κατοχής.

Ανεξαρτήτως των αρχικών προθέσεων των εισηγητών της πρότασης, τα Τάγματα συγκροτούνται με αποκλειστικό στόχο την αντιεαμική δράση. Στον βαθμό που στην Ελλάδα διαμορφώνονται, πλέον, όροι εμφυλίου πολέμου, απέναντι στο ΕΑΜ συσπειρώνονται σύσσωμες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και η αντίθεση μεταξύ των βενιζελικών αντιβασιλικών και των αντιβενιζελικών βασιλικών υποχωρεί, μπροστά στην κύρια αντίθεση μεταξύ εαμικού και αντιεαμικού στρατοπέδου.
Στο αντιεαμικό στρατόπεδο ηγεμονεύουν οι πιο συντηρητικές φιλοβασιλικές τάσεις, όχι όμως οι απροκάλυπτα φασιστικές. Η επάνοδος του βασιλιά μετά την Απελευθέρωση θεωρείται εγγύηση για τη σταθερότητα του κοινωνικού καθεστώτος, κάτι που ενδιαφέρει πρωτίστως και τη Μεγάλη Βρετανία. Στην κατεύθυνση αυτή μετατοπίζονται ακόμα και οργανώσεις, όπως ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ) -του οποίου το τμήμα Αθήνας θα πρωτοστατήσει στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, ερχόμενο, εντούτοις, σε ρήξη με το αντάρτικο τμήμα της Ηπείρου- και το μεγαλύτερο μέρος της Εθνικής και Κοινωνικής Απελευθέρωσης (ΕΚΚΑ), που είχαν ιδρυθεί με διακηρυγμένους αντιβασιλικούς στόχους, ακόμα και με αναφορές στον σοσιαλισμό. Στον ένα ή τον άλλο βαθμό, η αντιμετώπιση του ΕΛΑΣ υποχρεώνει το σύνολο σχεδόν των αντιεαμικών οργανώσεων σε απροκάλυπτη ή πιο διακριτική συνεργασία με τους κατακτητές.

Όσο πλησιάζει η ώρα της Απελευθέρωσης, ο αντιεαμικός συνασπισμός, περιλαμβάνοντας βενιζελικούς, βασιλικούς και φασίστες, ηγεμονεύεται όλο και περισσότερο από τους βασιλικούς, σε βάρος των δυο άλλων συνιστωσών του.
Οι βενιζελικοί έχουν χάσει το μεγαλύτερο μέρος των προπολεμικών οπαδών τους, μεταξύ των οποίων και τους πρόσφυγες, οι οποίοι είτε έχουν προσχωρήσει στο εαμικό στρατόπεδο (κυρίως οι προλεταριοποιημένοι πρόσφυγες των αστικών συνοικισμών) είτε έχουν περάσει στη βασιλική Δεξιά (κυρίως οι τουρκόφωνοι, στην πλειονότητά τους, πρόσφυγες της μακεδονικής υπαίθρου).
Ενώ οι φασιστικές οργανώσεις παραμένουν άμαζες, στις γραμμές τόσο των βασιλικών οργανώσεων (όπως η αθηναϊκή «Χ» του Γεωργίου Γρίβα, η Ρωμυλία-Αυλών-Νήσοι, ΡΑΝ, του στρατηγού Κωνσταντίνου Βεντήρη, η Εθνική Δράσις κ.λπ.) όσο και των Ταγμάτων Ασφαλείας και των δυνάμεων που τα υποκαθιστούν στη βόρεια Ελλάδα (με κυριότερη την Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση – ΠΑΟ) υπάρχουν φασίστες και αναπτύσσονται φιλοφασιστικές τάσεις, δεν αρκούν όμως αυτές για να μιλήσουμε για κίνημα φασιστικό.

Η μεγάλη πλειονότητα όσων συμμετέχουν σ’ αυτές τις οργανώσεις και σ’ αυτά τα ένοπλα σώματα έχει κάποια κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία την τοποθετούν στον χώρο της άκρας Δεξιάς, χωρίς εντούτοις να την προσδιορίζουν ως φασιστική.
Ο ιδεολογικός λόγος είναι αντικομμουνιστικός, εθνικιστικός, συντηρητικός, όχι όμως σαφώς και πάντα αντικοινοβουλευτικός και πολύ σπάνια ρατσιστικός. Με εξαίρεση τις ένοπλες, αλλά και κοινωνικά περιθωριοποιημένες φασιστικές οργανώσεις, που δρουν κυρίως στη Μακεδονία, ελάχιστες είναι οι αναφορές συνεργασίας με τους Γερμανούς σε αντιεβραϊκές δραστηριότητες.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κοινωνική σύνθεση αυτών των οργανώσεων και των δωσιλογικών ένοπλων σωμάτων. Επικεφαλής τους βρίσκονται, συνήθως, αξιωματικοί του στρατού. Η πλειονότητα των μελών τους στις πόλεις αποτελείται από κατεστραμμένους μικροϊδιοκτήτες και σε σημαντικό ποσοστό από κόσμο του κοινωνικού περιθωρίου. Δεν απουσιάζουν και οι εργάτες, αν και αντιπροσωπεύουν μικρό ποσοστό, ως συνέπεια της μαζικής ένταξης της εργατικής τάξης στο εαμικό στρατόπεδο. Αν και δεν αναφέρονται περιπτώσεις συμμετοχής αστών ή έστω μεσοαστών, είναι γνωστό πως η αστική και μεσοαστική τάξη ήταν, σχεδόν στο σύνολό της, αλληλέγγυα με τις οργανώσεις αυτές.

Η ένταξη στις αντιεαμικές οργανώσεις και η συνεργασία με τον κατακτητή, για το μεγάλο μέρος των μελών τους, δεν ήταν συνέπεια πολιτικής ιδεολογίας, αλλά μέσο για την εξασφάλιση πόρων επιβίωσης, πέραν των περιορισμένων δυνατοτήτων που προσέφερε το εαμικό δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης.

Στην ύπαιθρο είναι αγρότες αυτοί που πυκνώνουν τις γραμμές αυτών των οργανώσεων και σωμάτων. Μεμονωμένοι σε κάποιες περιπτώσεις, από χωριά στα οποία κυριαρχεί το ΕΑΜ, αλλά και χωριά ολόκληρα ή και ομάδες όμορων χωριών σε κάποιες άλλες, κυρίως στη νότι

Keywords
ελλαδα, χρυση αυγη, ιωάννης μεταξάς, θεοδωρος παγκαλος, tweet, εκλογες, βουλη, σημαίνει, θεσσαλονικη, αθηνα, ΚΚΕ, βενιζελος, κυπρος, ρωσία, καλοκαιρι, συλληψεις, εαμ, επιρροή, προσφορες, διαδηλωσεις, προβάλλει, ελασ, εεσ, δραση, εδεσ, εκκα, παο, κινηση στους δρομους, γερμανος, αποτελεσματα δημοτικων εκλογων 2010, εκλογες 2010 αποτελεσματα , δημοτικες εκλογες 2010, εκλογικα αποτελεσματα, δημοκρατικη συμμαχια, σταση εργασιας, αποτελεσματα πανελληνιων 2011, αποτελεσματα πανελληνιων, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, κυβερνηση εθνικης ενοτητας, νεα κυβερνηση, Καλή Χρονιά, πανελληνιες 2012, Πρώτη Μέρα της Άνοιξης, εκλογες 2012, βουλευτικές εκλογές 2012, ποιοι βουλευτες εκλεγονται, αποτελεσματα πανελληνιων 2012, αλλαγη ωρας 2012, σχεδιο αθηνα, ιταλια εκλογες, κυπρος εκλογες, εκλογες 2010 δημοτικες, εθνικισμος, αποτελεσματα, βουλευτες, υιοθετηση, οικονομικη κριση, ρωσία, αστυνομια, γερμανια, δημοκρατια, εαμ, εθνικη, εξαντας, ζηλεια, ηγετης, ηττα, ισπανια, ιταλια, κυπρου, οθωμανικη αυτοκρατορια, πλαισιο, ρωμη, στιχοι, τυχη, φυσικη, χιτλερ, ωρα, αγωνες, αδυναμια, ανοιξη, ανθρωπος, απηχηση, ασια, βαμβακαρης, βιβλιο, βουνα, βορεια, βρισκεται, γεγονος, γεωργιου, γινεται, γιαννενα, δυναμη, δυνατοτητα, δηλωσεις, διοικηση, δικη, δικτυο, δικτυα, εγινε, εγγυηση, εδαφος, ευκολο, ειρηνη, εκφραση, ελασ, εμφάνιση, επιρροή, επρεπε, εχθρος, ζωης, ιδεες, ιδια, ιδιο, ιδρυση, υπηρεσια, υπηρχαν, ησυχια, θεωριες, θυσια, ιδεολογια, ιωάννης μεταξάς, ιων, καπιταλισμος, κεμαλ, κεφαλαιο, κυβερνηση, κειμενο, κυρια, κλιμακα, κλιμα, κομμα, κρατικο, λαθος, λειτουργια, λογια, λογο, μαη, μακεδονια, μαξιμος, ματια, μικρασιατικη καταστροφη, μικρο, μορφη, ναζι, νεολαια, προβάλλει, παντα, οπωσδηποτε, οραματα, παγκαλος, πεδιο, υπογραφη, ρηξη, σαφης, σιγουρα, σιδερη, συζητηση, συνεχεια, σπυρου, σταλιν, σχεδιο, ταγματα ασφαλειας, ταυτοτητα, ταση, τμημα, τουρκια, τρια, υπουργειο εξωτερικων, ισχυρος, φαλαγγα, φασισμος, φυσικα, φθινοπωρο, φορα, ιωαννης, ενωσις, επεισοδια, χωρα, ιδιαιτερα, υπουργειο, ιουνίου, κωνσταντινου, κωστας, μοιαζει, μπροστα, ομαδες, tweet, σημαια, σημαίνει, σωματα, χειμωνας
Τυχαία Θέματα