Σαν σήμερα φεύγει από τη ζωή ο Στράτης Μυριβήλης

Η πρώτη περίοδος (της Μυτιλήνης)

Ο Στράτης Μυριβήλης γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Συκαμινέα (Συκαμιάς ή Σκαμνιά όπως το λένε οι ντόπιοι) στην υπόδουλη ακόμα στους Τούρκους Λέσβο, στις 30 Ιουνίου του 1890 και ήταν το μεγαλύτερο από τα συνολικά πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Σταματόπουλου και της Ασπασίας Γεωργιάδη. Τα υπόλοιπα ήταν ο Κίμωνας, η Μαρία, η Ουρανία και η Ελένη. Ο πατέρας του, έμπορος στη νεότητά του, κατείχε και το αξίωμα του δημογέροντα του χωριού ενώ η μητέρα του προερχόταν απο

οικογένεια πνευματικών ανθρώπων. Τα αδέρφια της μάλιστα, ήταν πτυχιούχοι ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων.

Τελειώνοντας την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Αστική σχολή Συκαμιάς (έτσι ονομάζονταν τότε τα δημοτικά σχολεία τα οποία λειτουργούσε και επόπτευε η Ελληνο-ορθόδοξη κοινότητα του νησιού) το 1903 θα συνεχίσει στη πρώτη τάξη του Γυμνάσιου της Μυτιλήνης. Το 1905 θα διακόψει τη φοίτησή του στο γυμνάσιο του νησιού, και στις αρχές του σχολικού έτους 1905-6, θα γραφτεί και θα φοιτήσει στην τέταρτη τάξη του Γυμνασίου των Κυδωνιών. Το 1908 θα ξαναγυρίσει για να φοιτήσει και πάλι στο Γυμνάσιο της Μυτιλήνης από όπου τελικά θα αποφοιτήσει το 1909, με βαθμό απολυτηρίου 8,84. Το 1910 θα εργαστεί για ένα χρόνο σα δάσκαλος στο αλληλοδιδακτικό δημοτικό σχολείο του Μανταμάδου της Μυτιλήνης, περίοδο κατά την οποία θα κάνει και την πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα. Δημοσιεύει συχνά στο περιοδικό «Νεότης» της Σμύρνης, κείμενά του, κυρίως μικρά λυρικά πεζά και ποιήματα. Το 1911 βραβεύεται σε έναν διαγωνισμό διηγήματος που οργάνωσε το περιοδικό για το διήγημά του «Άσπρο στεφάνι». Σε αυτόν τον διαγωνισμό πρωτοϋπογράφει με το επίθετο Μυριβήλης - η ονομασία της πλαγιάς του βουνού πάνω από το πατρικό του σπίτι - ένα επίθετο που θα κρατήσει για πάντα.

Το 1912 αποφασίζει να συνεχίσει για ανώτατες σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου παρακολουθεί μαθήματα στη Φιλοσοφική και την Νομική σχολή, ενώ ταυτόχρονα εργάζεται για τα προς το ζήν σαν συντάκτης στην εφημερίδα «Πατρίς». Ωστόσο τον Σεπτέμβρη αυτού του έτους κατατάσσεται εθελοντικά στο στρατό και παίρνει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, όπου και τραυματίζεται σοβαρά στο πόδι από δυο σφαίρες στη μάχη του Κιλκίς.

Με την επιστροφή του από τον πόλεμο, και αφού τιμήθηκε με το Μετάλλιο των Βαλκανικών πολέμων επιστρέφει για μόνιμη εγκατάσταση στη Μυτιλήνη. Συνεργάζεται με την τοπική εφημερίδα «Σάλπιγγα», κρατώντας την καθημερινή στήλη του χρονογραφήματος. Το 1915 εκδίδεται το πρώτο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Κόκκινες ιστορίες».
Το 1916 συνεκδίδει την εφημερίδα – όργανο του κόμματος των Φιλελευθέρων «Ελεύθερος Λόγος», όντας ένθερμος οπαδός του Βενιζέλου.

Κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου κατατάσσεται στο 4ον Σύνταγμα Αρχιπελάγους με το βαθμό του δεκανέα και πολεμάει στο Μακεδονικό μέτωπο συμμετέχοντας στην πολεμική επιχείρηση της προκάλυψης του Μοναστηρίου. Από αυτήν την εμπειρία του στα χαρακώματα θα προκύψει το πασίγνωστο βιβλίο του «Η ζωή εν τάφω».

Κατά την Μικρασιατική εκστρατεία θα υπηρετήσει σαν αξιωματικός -λοχίας πλέον- στο Β' νοσοκομείο διακομιδής στο Εσκί Σεχήρ. Εκείνη την περίοδο, το καλοκαίρι του 1920 παντρεύεται στο Εσκισεχίρ, την Ελένη Δημητρίου, από το Δεκελί της Μικράς Ασίας, ενώ την ίδια περίοδο γεννιέται και η πρώτη του κόρη, η Χάρις. Αργότερα θα αποκτήσει και άλλα δύο παιδιά, τον Λάμπη και τη Δροσούλα.

Με την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τα ελληνικά στρατεύματα θα βρεθεί για λίγους μήνες πρόσφυγας στη Θράκη, και απο κει θα επιστρέψει για να εγκατασταθεί μόνιμα στη Λέσβο μέχρι και το 1932. Αποστρατεύεται στις 10 Οκτωβρίου του 1922 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και παρασημοφορημένος με το Ελληνοτουρκικό και Ελληνοβουλγαρικό μετάλλιο της Νίκης.

Το 1923 εκδίδει την πρώτη δική του εφημερίδα, την «Καμπάνα», στην οποία στην οποία εκτός των άλλων πρωτοδημοσιεύεται σε συνέχειες «Η Ζωή εν τάφω» η οποία εκδίδεται σε βιβλίο σχεδόν αμέσως. Το 1925 σταματά την έκδοση της «Καμπάνας» για να συνεκδώσει μαζί με τον Μυτιληνιό λόγιο Θειέλπι Λευκία τη δεύτερη εφημερίδα του, τον «Ταχυδρόμο», - εφημερίδα που υποστήριζε τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και το Εργατικό κόμμα του, όπως εξάλλου και ο Μυριβήλης εκείνη την περίοδο. Στα τέλη του 1931 δημοσιεύεται σε συνέχειες στην εφ. «Καθημερινή», το δεύτερο πασίγνωστο μυθιστόρημά του «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» η οποία θα εκδοθει σε βιβλίο το 1934.

Η δεύτερη περίοδος (της Αθήνας)

Το 1932 φεύγει από τη Μυτιλήνη μαζί με την οικογένειά του για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα και αφού είχε πάρει την θέση του διευθυντή και αρχισυντάκτη στην εφημερίδα που απόφασισε να εκδώσει το κόμμα του Παπαναστασίου, «Δημοκρατία».

Από το καλοκαίρι του 1933 και αφού έφυγε από την «Δημοκρατία» θα αρχίσει τη συνεργασία του με την εφημερίδα «Πρωία» η οποία θα διαρκέσει ως το 1936. Στην εφημερίδα θα κρατά τη στήλη του καθημερινού χρονογραφήματος, καθώς και τη στήλη «Διηγήματα της Κυριακής» στην οποία δημοσίευσε πάνω απο 40 διηγήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων θα σχηματίσουν τα περιεχόμενα του «Πράσινου» και του «Γαλάζιου» βιβλίου.

Από το 1936 και για τα επόμενα 3 χρόνια θα συνεργαστεί με την σαφέστατα δεξιά εφημερίδα «Η Εθνική». Την ίδια χρονιά, 1936 θα ενστερνιστεί τις απόψεις και την πολιτική του Ιωάννη Μεταξά και θα γίνει φανατικός υπέρμαχος του καθεστώτος. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο θα κηρυχτεί λάβρος αντικομμουνιστής.

Το 1936 είχε γίνει τακτικό μέλος της Ένωσης Συντακτών Τύπου ενώ το 1938 και για καθαρά βιοποριστικούς λόγους διορίστηκε βιβλιοφύλακας στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, με το μισθό και το βαθμό τμηματάρχη β' τάξεως.(από όπου απολύθηκε το 1955 σε ηλικία 65 χρονών με το βαθμό του Διευθυντή Α’ τάξεως, έχοντας συμπληρώσει το όριο ηλικίας).

Το 1940 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο για τη συλλογή διηγημάτων του «Το γαλάζιο βιβλίο» ενώ κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 προσυπέγραψε μαζί με άλλους Έλληνες λογίους την «Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου» με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Συνεργάστηκε με πάρα πολλές εφημερίδες όπως η «Καθημερινή»,η «Ακρόπολις», η «Απογευματινή», το «Ελεύθερο Βήμα», η «Ελευθερία» και περιοδικά όπως ο «Θεατής», η «Νέα Εστία», η «Ελληνική δημιουργία», ο «Ακρίτας», τα «Στρατιωτικά Νέα», ενώ εξέδωσε και το βραχύβιο περιοδικό «Καλλιτεχνική Ελλάδα». Επίσης έγραψε και εκφώνησε κείμενα για τις ραδιοφωνικές του εκπομπές όπως «Το χρονικόν της εβδομάδος», «Μιλάμε για την Τέχνη», «Το Λογοτεχνικό Τέταρτο».

Εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας το 1958, ( μετά από 6 υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν), υπήρξε ιδρυτικό μέλος, πρόεδρος και αντιπρόεδρος της «Εθνικής Εταιρείας των Λογοτεχνών της Ελλάδος», ιδρυτικό μέλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος της «Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών», και τιμητικό μέλος του «Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών». Είχε ακόμα προταθεί από την «Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών» ως υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1963.

Το 1959 του απονεμήθηκε ο Σταυρός του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄

Πέθανε από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στις 19 Ιουλίου του 1969, από το 1962 καθηλωμένος στο κρεβάτι από καρκίνο που τον οδήγησε σε φυσικό και πνευματικό μαρασμό. «Ο θεός δεν τον λυπήθηκε», έγραψε χαρακτηριστικά ο Βενέζης, στο περιοδικό «Νέα Εστία»

Στράτης ΜυριβήληςΜεσοπόλεμοςσυγγραφέαςΜυτιλήνη
Keywords
Τυχαία Θέματα