Πανεπιστημίων “top 100”

Tweet Αρθρογράφος: Βαγγέλης Ντάλης

H κατάταξη των πανεπιστημίων με βάση τις επιδόσεις τους ξεκίνησε το 1880 στις ΗΠΑ. Το 2003 όμως πήρε παγκόσμια διάσταση με τη λεγόμενη «κατάταξη της Σανγκάης» (σήμερα λέγεται Academic Ranking of World Universities - ARWU), την οποία αμέσως ακολούθησαν συστήματα από άλλες χώρες και άλλους φορείς, στη συντριπτική πλειονότητά τους ιδιωτικές εταιρείες. Σήμερα υπάρχουν περισσότερα από δώδεκα παγκόσμια

και πολλά εθνικά ή περιφερειακά συστήματα κατάταξης, αφού η ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί τη μεγαλύτερη ίσως παγκόσμια βιομηχανία. Πρόκειται για μια αγορά που ξεπερνάει το 1 τρισ. ευρώ.

Ποια είναι τα καλύτερα πανεπιστήμια στον κόσμο; Αν και η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να είναι απλή, αυτή προσφέρεται αφειδώς και σε υπεραπλουστευμένη μορφή «λίστας» από τα λεγόμενα συστήματα παγκόσμιας κατάταξης των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του πλανήτη. Η «Λίστα της Σανγκάης» μαζί με την Times Higher Education - η οποία εκδίδεται από τους «Times» του Λονδίνου και είναι γνωστή ως ΤΗΕ - και την QS World University Rankings - η οποία εκδίδεται από τη βρετανική εταιρεία Quacquarelli Symonds και είναι γνωστή απλώς ως QS - αποτελούν σήμερα τις κατατάξεις με τη μεγαλύτερη επιρροή. Τόσο όμως αυτά τα τρία όσο και τα υπόλοιπα συστήματα παρουσιάζουν διαφορές στις λίστες τους. Ο λόγος είναι ότι ακολουθούν διαφορετικά κριτήρια το καθένα.

Ποια είναι αυτά τα κριτήρια :

1ο Η φήμη του πανεπιστημίου. Αυτή διαπιστώνεται με βάση ερωτηματολόγια που στέλνουν οι ίδιες οι εταιρείες σε πανεπιστημιακούς και όχι μόνο σε όλο τον κόσμο - πρακτική η οποία δεν χρειάζεται επιστημονικές μελέτες για να καταλάβει κάποιος ότι δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη. Οι απαντήσεις του είδους είναι μεροληπτικές και πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα Ως παράδειγμα αναφέρεται μια «σφυγμομέτρηση» της φήμης των νομικών σχολών που έγινε πριν από τρία χρόνια σε αμερικανούς φοιτητές. Αυτοί έβαλαν μέσα στο «Top 10» τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Πρίνστον η οποία... δεν υπάρχει!

2ο Το ποσοστό των ξένων φοιτητών που φοιτούν στο πανεπιστήμιο, κριτήριο που εξαρτάται άμεσα από τη φήμη του πανεπιστημίου. Είναι όμως και κριτήριο που δεν αντανακλά απαραίτητα την ποιότητα των σπουδών ενώ πολλές φορές ο ορισμός του τί είναι «ξένοι φοιτητές» γίνεται αυθαίρετα. Το 2004 το Πανεπιστήμιο της Μαλαισίας (University of Malaya - UM) είχε τοποθετηθεί από τις THE-QS (οι οποίες τότε συνεργάζονταν) στην 89η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, γεγονός το οποίο είχε προκαλέσει διθυραμβικά σχόλια από τον εγχώριο Τύπο και είχε διαφημιστεί δεόντως με πανό στα κτίρια του πανεπιστημίου και στους δρόμους που οδηγούσαν σε αυτό. Την επόμενη χρονιά όμως η THE αποφάσισε ότι οι κινέζοι και ινδοί φοιτητές που φοιτούσαν στο UM δεν θα υπολογίζονταν πλέον ως «διεθνείς» με αποτέλεσμα το πανεπιστήμιο να κατρακυλήσει στην 169η θέση (80 θέσεις κάτω) χωρίς πραγματικά να έχει αλλάξει τίποτε στη διδασκαλία και στα προγράμματά του. Τα μέσα ενημέρωσης στράφηκαν εναντίον του πρύτανη αποδίδοντας σε αυτόν την... κατρακύλα - η θέση του δεν ανανεώθηκε όταν έληξε η θητεία του.

3ο Η δημοσίευση ερευνητικών εργασιών που συγκεντρώνουν πολλές αναφορές από εραυνητές άλλων ιδρυμάτων. Η «διαδρομή» των ελληνικών πανεπιστημίων στα διάφορα συστήματα παγκόσμιας κατάταξης από το 2007 ως το 2012 είναι ένα ακραίο παράδειγμα ορισμένων από τις αντιφάσεις που είναι εγγενείς στις κατατάξεις. Τα αποτελέσματα που αναδείχθηκαν είναι πράγματι αντιφατικά. Ενώ τα ελληνικά πανεπιστήμια την περίοδο αυτή - ιδιαίτερα από το 2009 και μετά - «έπεσαν» αρκετές θέσεις στις λίστες THE και QS, στις λίστες της Σανγκάης (ARWU), της HEEACT και της Webometrics φαίνονται - ειδικά το 2012 - να έχουν καλύτερες επιδόσεις. Αυτό σύμφωνα με τους επιστήμονες ενδέχεται να οφείλεται στο γεγονός ότι οι THE-QS δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη φήμη (και η φήμη της Ελλάδας της κρίσης φαίνεται και αυτή να... περνάει κρίση στο εξωτερικό), ενώ αντίθετα τα άλλα τρία συστήματα αξιολογούν την ποιότητα της έρευνας που παράγουν τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα με βάση τις δημοσιευμένες εργασίες και τις αναφορές που γίνονται σε αυτές. Οι επιστήμονες βρέθηκαν μπροστά σε μια ευχάριστη έκπληξη: η Ελλάδα στο πεδίο αυτό, παρά τα αδιαμφισβήτητα δεινά που πλήττουν την τριτοβάθμια εκπαίδευσή της, βρίσκεται πάρα πολύ ψηλά, είναι 13η στον κόσμο, ακριβώς πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες βρίσκονται στη 12η θέση. Η θέση αυτή υπολογίζεται παίρνοντας το 1% των μελετών που έχουν τις περισσότερες αναφορές στον κόσμο και υπολογίζοντας τι ποσοστό από αυτές αναλογεί σε κάθε χώρα. Η συνεισφορά της Ελλάδας σε αυτές τις κορυφαίες με βάση τις αναφορές μελέτες είναι 1,13, υψηλότερη π.χ. από του Καναδά, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα έχει επιτύχει αυτή τη θέση με μόλις 9.281 δημοσιεύσεις, ενώ οι αμέσως προηγούμενες ΗΠΑ έχουν 311.955 δημοσιευμένα άρθρα.

4Ο Η δημοσίευση άρθρων στα επιστημονικά περιοδικά Science και Nature. Το κριτήριο επικρίνεται ως «ελιτίστικο» και πολύ «στενό» αφού αυτά είναι περιοδικά θετικών επιστημών κι έτσι μένουν απέξω οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες όπως η φιλολογία, η ιστορία, η φιλοσοφία, η νομική και η κοινωνιολογία.

5ο Ο αριθμός των βραβευθέντων με Νόμπελ καθηγητών η΄φοιτητών. Άλλο ένα άδικο κριτήριο αφού Νόμπελ δίνονται μόνο στις θετικές επιστήμες.

6ο Η αναλογία διδακτικού προσωπικού-φοιτητών. Αυτό είναι ένα ικανοποιητικό κριτήριο αλλά και πάλι αφήνει απέξω την «ποιότητα» της διδασκαλίας. Γιατί το μάθημα σε ομάδα των 20 ατόμων είναι καλύτερο από την πλευρά του καθηγητή σε σύγκριση με το μάθημα σε αμφιθέατρο των 200 ατόμων ; Δηλαδή το μάθημα Γλωσσολογίας του κ.Μπαμπινιώτη στο κατάμεστο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής υστερούσε σε ποιότητα επειδή το παρακολουθούσαν πάρα πολλοί φοιτητές ; Ενώ αν είχε ακροατήριο 15 ατόμων θα ήταν «ποιοτικό» ; Γελοίο δεν ακούγεται ;

Οι εν λόγω «λίστες», οι οποίες δίνονται στη δημοσιότητα κάθε χρόνο εδώ και περίπου μία δεκαετία, έχουν αρχίσει να αποκτούν μεγάλη επιρροή. Τις συμβουλεύονται οι υποψήφιοι φοιτητές και οι γονείς τους για να διαλέξουν το πανεπιστήμιο που θα τους προσφέρει τα καλύτερα εκπαιδευτικά αλλά και - μελλοντικά - επαγγελματικά εφόδια, επηρεάζουν πολιτικές αποφάσεις για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, διαμορφώνουν προγράμματα σπουδών και δίδακτρα. Παράλληλα ωστόσο πληθαίνουν και οι αντιδράσεις εναντίον τους - τόσο από επίσημους φορείς, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή η Ευρωπαϊκή Ενωση Πανεπιστημίων, όσο και από τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς, ακόμη μάλιστα και από εκείνους που προέρχονται από ιδρύματα που βρίσκονται σταθερά στις πρώτες θέσεις τους, όπως το Χάρβαρντ, το ΜΙΤ και το Caltech. Οι παγκόσμιες κατατάξεις κατηγορούνται ότι εισάγουν ένα «αγοραίο» πνεύμα που εμπορευματοποιεί τη γνώση και δεν αρμόζει στην παιδεία, ότι προωθούν μια «ελιτίστικη» νοοτροπία, ότι επιβάλλουν ένα αγγλόφωνο-αγγλοσαξονικό και θετικής κατεύθυνσης εκπαιδευτικό μοντέλο το οποίο διαβρώνει - αν όχι ισοπεδώνει - εθνικές κουλτούρες και παραδόσεις και ενισχύει το λεγόμενο «brain drain», τη «διαρροή» των επιστημόνων στο εξωτερικό. Κυρίως όμως επικρίνονται για το ότι δεν είναι αντιπροσωπευτικές.

Οι κατατάξεις αυτές, οι οποίες στη συντριπτική πλειονότητά τους καταρτίζονται από ιδιωτικές εταιρείες με σκοπό το κέρδος, εκτός του ότι επικρίνονται για αδιαφάνεια στις μεθόδους αξιολόγησής τους, κατηγορούνται επίσης ότι περιορίζονται σε ένα πολύ μικρό ποσοστό εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (σύμφωνα με μελέτες καλύπτουν μόλις το 6% των πανεπιστημίων και κολεγίων του πλανήτη - μόνο 1.200-1500 από τα 21.100). Για όλους τους παραπάνω λόγους τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες οι πανεπιστημιακοί έχουν κηρύξει μποϊκοτάζ εναντίον τους. Τον περασμένο μήνα η Ευρωπαϊκή Ενωση, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί, παρουσίασε το U-multirank, ένα δικό της σύστημα κατάταξης το οποίο, όπως τόνισαν οι σχεδιαστές του, δεν ακολουθεί τη λογική του «Top 100» των άλλων συστημάτων.

Nτάλης Βαγγέλης

Διευθυντής Σπουδών των φροντιστηρίων π ρ ό τ α σ η

e-mail : [email protected]

Ετικέτες: Βαγγέλης Ντάληςπανεπιστήμια Tweet

View the discussion thread.

Keywords
Τυχαία Θέματα