"Μην ψηφίσετε με βάση το συναίσθημα και ιδίως με βάση το θυμό"

Αρθρογράφος: Θεολόγος Μιχαηλίδης

ΕΚΛΟΓΕΣ : “ΜΗΝ ΨΗΦΙΣΕΤΕ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΘΥΜΟ”. ΠΟΣΟ ΣΩΣΤΗ ΚΑΙ ΑΔΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΑΥΤΗ ;

1. Ορθολογική και συναισθηματική προσέγγιση. Αλήθειες και ψέματα:

Η πρώτη και κυρίαρχη συμβουλή, υπόδειξη και κατ’ ουσία κέλευσμα της προπαγανδιστικής πλύσης εγκεφάλου που προηγείται της επικείμενης (αλλά και κάθε) εκλογικής αναμέτρησης είναι: «Μη ψηφίσετε με βάση το συναίσθημα, αλλά με βάση τον νου και την λογική». Αυτή είναι μια φαινομενικά βάσιμη θέση, που συστηματικά προβάλλεται και υποστηρίζεται από το μνημονιακό και νεοφιλελεύθερο

στρατόπεδο.

Για τους υπερασπιστές ή συνηγόρους των μνημονίων ο ορθολογισμός, ο ρεαλισμός, η λογική και η υπευθυνότητα επιβάλλουν την υπερψήφιση αποκλειστικά και μόνο μνημονιακών κομμάτων.

Το κύριο επιχείρημα τους είναι ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο έξω από τα μνημόνια, παρά μόνο το απόλυτο αδιέξοδο.

Δεν μας εξηγούν όμως όλοι αυτοί οι υποστηρικτές της λογικής το κατά πόσο είναι λογικό να αξιώνουν από τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν υπέρ εκείνων που, αποδεδειγμένα, τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν καταπιέσει, βασανίσει, αρρωστήσει και εξοντώσει την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Με ποια λογική μπορεί κάποιος να καλείται να ψηφίσει τον βιαστή ή τον διώκτη του; Πώς ένας λογικός άνθρωπος μπορεί ή πρέπει να πειστεί να ψηφίσει τον βασανιστή του και μάλιστα όταν ο τελευταίος του υπόσχεται ότι θα τον βασανίσει εκ νέου ;

Θα μπορούσε λοιπόν να χαρακτηριστεί λογική, ρεαλιστική ή σώφρων μια τέτοια συμπεριφορά των εκλογέων ; Εκτός αν δεν μιλάμε για πολίτες ψηφοφόρους που είναι ελεύθεροι άνθρωποι, αλλά για μαζοχιστές ή δούλους, ταγμένους να υπηρετούν πάντοτε τους αφέντες και δυνάστες τους ακόμη και όταν τους αδικούν.

Συνεπώς η συγκεκριμένη ορθολογική προσέγγιση κατ’ ουσία κάθε άλλο παρά ορθολογική είναι, αφού ζητά μια υπεράνθρωπη και σχεδόν μεταφυσική ανθρώπινη υπέρβαση, που σπάνια συναντάται ακόμη και στον κόσμο το ψυχολογικού υποσυνειδήτου.

Στην πραγματικότητα λοιπόν η ρεαλιστική και ορθολογική προσέγγιση ενέχει το σπέρμα ενός εμφανούς παραλογισμού. Επί πλέον αποτελεί ένα θλιβερό δείγμα τεράστιας πολιτισμικής παρακμής, απαράδεκτης για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, αφού δικαιώνει απερίφραστα, μετά από τόσους αιώνες, όλα όσα ο Σαίξπηρ στηλίτευε στον «Έμπορο της Βενετίας». Είχε δίκιο λοιπόν ο Σάυλωκ σε όλα όσα απάνθρωπα ως δανειστής ζητούσε ;

Είναι άραγε όλα «pacta sunt servanda» και ξερό ψωμί ; Έχει επιστρέψει η ανθρωπότητα στον 16ο αιώνα ;

Οι μνημονιακοί ομνύουν στο όνομα της αλήθειας, ως αποκλειστικοί εκπρόσωποι της. Την αλήθεια και μόνο, ως αντικειμενικό γεγονός, επικαλούνται στον λόγο τους. Εφόσον λοιπόν η αλήθεια ταυτίζεται με το μνημόνιο θα πρέπει κατ’ αυτούς να ενστερνισθούμε την αλήθεια αυτή, να την υπηρετήσουμε, ει δυνατόν αδιαμαρτύρητα, και να μην αντιδρούμε απέναντι σε αυτήν. Για ένα ορθολογιστή, πάνω από όλα και πριν από όλα, πρέπει να είναι η συνειδητοποίηση της αλήθειας και η προσπάθεια καλύτερης προσαρμογής σε αυτήν.

Όμως δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι με βάση την ίδια επιχειρηματολογία σε πολλές χώρες του κόσμου πριν από λίγα χρόνια επικρατούσε σκληρός κομμουνισμός, που ήταν κι αυτός εκείνη την εποχή μια παρόμοια αλήθεια, την οποία όμως το ίδιο στρατόπεδο τότε νυχθημερόν προσπαθούσε να ανατρέψει.

Φυσικά δεν λείπει και το πασπάλισμα του αντί-λαικισμού, ο οποίος αποτελεί ένα μαιντανό που φυτρώνει στο στόμα των εκπροσώπων του ίδιου στρατοπέδου, αυτών που δεν διστάζουν να βαφτίζουν συλλήβδην και αδιάκριτα ως λαικιστές όσους δεν υποστηρίζουν τα μνημόνια, χωρίς καν να γνωρίζουν την πραγματική έννοια του όρου «λαικισμός». Γι αυτούς όσοι ψηφίζουν με βάση το συναίσθημα είναι λαικιστές.

Η ρατιοναλιστική προσέγγιση έλκει βέβαια την καταγωγή της από τον δυτικό κόσμο. Αυτόν στον οποίο τόση μεγάλη προσήλωση και τόσο μεγάλο θαυμασμό δείχνουν οι μνημονιακοί. Για τον δυτικό άνθρωπο η υπεροχή της λογικής και η απαξίωση του συναισθήματος είναι παραδοσιακά δεδομένες.

Η αντιπάθεια του δυτικού πολιτισμού και ιδίως των Γερμανών στον ασταθή και μη ελεγχόμενο κόσμο των συναισθημάτων τους έχει ωθήσει ακόμη και στο να επιθυμούν να προσεγγίσουν ένα σχεδόν ανέφικτο ζητούμενο, δηλαδή να θέλουν και να προσπαθούν να δοκιμάζουν εμπειρίες χωρίς να αναπτύσσουν ή εκδηλώνουν συναισθήματα, αρκούμενοι σε νοητικές διαπιστώσεις και καταγραφές. Με άλλα λόγια επιθυμούν αποδέσμευση του συναισθήματος από την εμπειρία με άλλα λόγια να συμπεριφορές ρομπότ, χάριν μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας.

Με την ίδια αφετηρία εμφανίζουν κατά τρόπο αντιφατικό, επιλεκτικό, υποκριτικό και προσχεδιασμένο ένα συναισθηματικό πρόσωπο αλά-καρτ, ανάλογα με τις πολιτικές καταστάσεις, σκοπιμότητες και συμφέροντα.

Έτσι η σύγχρονη Γερμανία, αυτή που αδιαφόρησε πλήρως για τα εκατομμύρια ανέργους και τις χιλιάδες αυτοκτονίες των Ελλήνων, τις χιλιάδες εξώσεις των Ισπανών από τα σπίτια τους για την εξαθλίωση εκατομμυρίων σε Ιταλία και Ιρλανδία πρωταγωνιστεί τώρα στο καλωσόρισμα των Σύρων προσφύγων. Έτσι στέλνει το προτεσταντικής σύλληψης μήνυμα πως όσοι φταίνε για τις δοκιμασίες τους θα πρέπει να τιμωρούνται και καλώς τιμωρούνται, ενώ όσοι δεν φταίνε για τα βάσανα τους θα πρέπει να περιθάλπονται και να ανακουφίζονται. Βλέπουμε λοιπόν τους συντηρητικούς Βαυαρούς, που καθημερινά βρίζουν τους υποφέροντες Έλληνες να σπεύδουν να αγκαλιάσουν τους Σύρους μετανάστες.

Την ίδια ώρα το συναίσθημα παρουσιάζεται, κατά σκόπιμα υποτιμητικό τρόπο, σαν κάτι περίπου ζωώδες, κάτι σαφώς υποβαθμισμένο, ευτελές και ανάξιο λόγου. Κάτι που στερείται ουσιαστικής και βαθειάς αξίας, που έχει χίλιες δυο αδυναμίες, ελλείψεις και μειονεκτήματα.

Παραγνωρίζεται λοιπόν ηθελημένα ακόμη και αυτό που είναι επιστημονικά καθολικά αποδεκτό ότι δηλαδή το συναίσθημα είναι κάτι πολύ σημαντικό.

Το συναίσθημα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο και ταυτισμένο με την ανθρώπινη εμπειρία. Μετέχει της γνωστικής και νοητικής λειτουργίας και επεξεργασίας των ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του, τους άλλους ανθρώπους και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Γνωστική εκτίμηση/αξιολόγηση και εκδήλωση συναισθήματος αποτελούν εξαρτημένους και συμπληρωματικούς μεταξύ τους παράγοντες.

Το συναίσθημα μπορεί να αποτελέσει ένα κίνητρο με δική του ξεχωριστή και κάθε άλλο παρά αμελητέα ποιότητα. Μπορεί να εξελιχθεί σε γνωστική κατασκευή, που να συνδέσει μεταξύ τους πρόσωπα, δράσεις, καταστάσεις, πολιτισμικές επιλογές. Συμμετέχει στην σφαίρα της ηθικής και τον κόσμο της ιδεολογίας με τις παραδοσιακές τους έννοιες.

Όπως έχει πει ο Γιούνγκ το αίσθημα μαζί με τη αίσθηση και την διαίσθηση και φυσικά την σκέψη συγκροτούν το τετράγωνο του ανθρώπινου διανοητικού μηχανισμού. Πριν από τους ψυχολόγους για την σημασία του συναισθήματος είχαν μιλήσει οι εκπρόσωποι του φιλοσοφικού ρεύματος του «εμπειρισμού», ενώ ο Φρήντριχ Γιακόμπι έχει ιδρύσει από τον 18ο αιώνα την «φιλοσοφία του συναισθήματος».

2. Το πραγματικό θέμα : Φόβος και Θυμός

Στη πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει διλημματική ή άλλη διάσταση ή επιλογή μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Πρόκειται απλώς για μια δόλια, παραπλανητική και κυρίως υποκριτική κατασκευή.

Εκείνοι οι οποίοι θέτουν το θέμα και μιλούν για την ανάγκη υπερίσχυσης της λογικής έναντι του συναισθήματος δεν είναι εχθροί κάθε συναισθηματικής προσέγγισης. Απλούστατα θέλουν να επηρεάσουν, έτσι ώστε να αποκλειστεί ή να περιοριστεί όσο γίνεται περισσότερο ανάμεσα στους ψηφοφόρους των επόμενων εκλογών αποκλειστικά και μόνο ένα συναίσθημα, αυτό του θυμού.

Προκειμένου να μην κυριαρχήσει το φαινόμενο του θυμού ανάμεσα στους εκλογείς στρέφονται εναντίον κάθε συναισθηματικής ψήφου, την οποία και απορρίπτουν.

Στην πραγματικότητα όμως δεν θα είχαν καμία αντίρρηση έναντι της συναισθηματικής προσέγγισης, αλλά αντίθετα θα ήταν ευτυχείς, αν θα μπορούσαν να γνώριζαν ότι το συναίσθημα που κυριαρχούσε στις κάλπες θα ήταν αυτό του φόβου. Με την καλλιέργεια του συναισθήματος του φόβου οι εκπρόσωποι, συνήγοροι και συνοδοιπόροι του μνημονιακού στρατοπέδου προσπάθησαν και προσπαθούν να επιβληθούν στην βούληση του ψηφοφόρου, να την κατευθύνουν και να την καταναγκάσουν.

Επειδή όμως δεν γνωρίζουν αν οι προσπάθειες τους στεφθούν ή όχι από επιτυχία τάσσονται φαινομενικά, θεωρητικά και υποκριτικά εναντίον κάθε συναισθηματικής προσέγγισης συλλήβδην, ενώ στην πράξη την ίδια ώρα δουλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις υπέρ της καλλιέργειας κλίματος συναισθηματικής τρομοκράτησης και εκφοβισμού των ψηφοφόρων ώστε να ψηφίσουν μνημονιακά .

Η επιλογή τους αυτή είναι, βέβαια, εύλογη, ιδίως από την στιγμή που στο τελευταίο δημοψήφισμα το ΟΧΙ υπερίσχυσε κατά πολύ του ΝΑΙ, δηλαδή ο θυμός αποδείχθηκε ισχυρότερος από τον φόβο.

Ας επιχειρήσουμε τώρα μια σύντομη συγκριτική εξέταση των δύο επίμαχων συναισθημάτων των διακριτικών τους γνωρισμάτων και των μεταξύ τους σχέσεων.

Ο θυμός θεωρείται ένα συναίσθημα που μπορεί ορισμένες φορές, υπό κατάλληλες προυποθέσεις και συνθήκες, να προκαλέσει θετικές και δημιουργικές συμπεριφορές σε κοινωνικό επίπεδο. Για παράδειγμα μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε αφύπνιση, κινητοποίηση, αυτοπροστασία, αντίδραση και αντίσταση απέναντι σε άδικες ή παράνομες καταστάσεις. Αντίθετα ο φόβος είναι κατά κανόνα ένα αρνητικό και μη δημιουργικό συναίσθημα, που οδηγεί τον πολίτη σε απραξία, αδράνεια, παθητικότητα, υποταγή.

Ο θυμός προέρχεται κυρίως από τον εσωτερικό μας κόσμο και τις διεργασίες του, ενώ ο φόβος συνήθως επιβάλλεται έξωθεν από τους ισχυρούς και τους ασκούντες την εξουσία.

Ο φόβος, για να είναι αποτελεσματικός, διευκολύνεται από το στοιχείο της εξωτερικής προβολής και επίδειξης, που λειτουργεί σαν ένα είδος παραδειγματισμού. Αυτό το στοιχείο μπορεί να λειτουργήσει προεκλογικά, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά σε συνθήκες μυστικότητας και απομόνωσης όπως πίσω από τα παραβάν των εκλογών την κρίσιμη στιγμή της ψήφου. Εκεί ο ψηφοφόρος είναι μόνος του, με το συναίσθημα του να αποτελεί το πιο κοντινό του σύντροφο.

Ο φόβος μπορεί να συνυπάρχει με τον θυμό, να προκαλέσει θυμό, να μετατραπεί ή να εξελιχθεί σε θυμό, ενώ το αντίστροφο δεν συμβαίνει. Πολλές φορές κάτω από τον θυμό βρίσκεται ένας υποκείμενος φόβος. Από την άλλη ο φόβος μπορεί να δράσει ανασταλτικά στην δημιουργία και εκδήλωση θυμού.

Ο θυμός μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαχείρισης ευκολότερα από τον φόβο, επειδή ο τελευταίος είναι πιο μόνιμος και αποβάλλεται δύσκολα.

Η ανάγκη διαχείρισης του θυμού είναι επιτακτικότερη, υπό την έννοια ότι ο τελευταίος εκδηλώνεται συχνότερα και μπορεί να προκαλέσει καταστροφικές συνέπειες. Ο θυμός μπορεί να κλιμακωθεί σε εντονότερες και βιαιότερες συναισθηματικές καταστάσεις όπως η οργή. Μπορεί όμως να παραμείνει ανήμπορος, βουβός, ανέκφραστος και να εκδηλωθεί όταν παρουσιαστεί μια ευκαιρία όπως οι εκλογές.

Ο θυμός και η οργή μπορεί να εξελιχθούν σταδιακά σε «ψυχρότερα», μονιμότερα, πιο παγιωμένα και συμπαγή συναισθηματικά φαινόμενα όπως το μίσος, που μπορεί να συντελέσει στον σχηματισμό εντονότερα συνειδητοποιημένης αντίδρασης εκ μέρους των υποκειμένων (εκλογέων).

Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των δύο συναισθημάτων βρίσκεται βέβαια στο πεδίο του ελέγχου και της συμμόρφωσης σε κοινωνικό επίπεδο. Οι θυμωμένοι πολίτες δεν ελέγχονται πάντοτε εύκολα και πλήρως, σε αντίθεση με τους φοβισμένους που ελέγχονται εύκολα και απόλυτα. Για τον λόγο αυτό κάθε εξουσία θα προτιμούσε πολίτες ελεγχόμενους (όπως οι φοβισμένοι) παρά πιθανώς ανεξέλεγκτους (όπως οι θυμωμένοι). Ο φόβος αποτελεί εργαλείο, που διευκολύνει την άσκηση ελέγχου και την διατήρηση κοινωνικής ηρεμίας. Αντίθετα η προσπάθεια για άσκηση ελέγχου και διατήρηση κοινωνικής ηρεμίας ή και παθητικότητας είναι δυσκολότερη και πιο απαιτητική όταν υπάρχει θυμός στους πολίτες.

Το μειονέκτημα που παρουσιάζει, ως προοπτική, το συναίσθημα του φόβου είναι ότι συνεχώς εξαντλείται η ανθρώπινη δεξαμενή, που μπορεί να επηρεαστεί από το συναίσθημα αυτό. Μην ξεχνάμε πως από την εν λόγω δεξαμενή και μόνο ο φόβος μπορεί να αντλήσει δυνάμεις.

Φόβος σημαίνει κίνδυνος ή η απειλή ενός νέου κακού, ασύγκριτα ή έστω πολύ χειρότερου από ένα προηγούμενο κακό. Όμως το «να μην πάμε χειρότερα» έχει τα ανθρώπινα και κοινωνικά όρια του. Για παράδειγμα για αρκετούς το πιο πρόσφατο χειρότερο ήταν τα capital controls. Τώρα που το δοκίμασε κι αυτό και ενδεχομένως καταστράφηκε δεν έχει τίποτε άλλο να φοβηθεί. Αντίθετα είναι πλέον πιθανό ακόμη και να θυμώσει.

Για πολύ κόσμο όλα αυτά τα χρόνια το χειρότερο έχει ήδη έλθει. Ο αριθμός των ανέργων και εξαθλιωμένων έχει αυξηθεί γεωμετρικά, ο αριθμός αυτών που δεν θα μπορούν να πληρώσουν φόρους, ασφαλιστικές εισφορές ή δανειακές υποχρεώσεις έχει εκτοξευθεί. Για πολλούς λοιπόν έχουν χαθεί όλα ή σχεδόν όλα. Γι αυτούς για παράδειγμα ο φόβος της δραχμής δεν σημαίνει τίποτε.

Όταν όλα έχουν γίνει τόσο χάλια, που δεν θα υπάρχει «χειρότερα» τότε ο φόβος θα μειωθεί ή θα εκλείψει εκ των πραγμάτων γιατί δεν θα έχει νόημα.

Τότε η προτροπή να αφήσουν κατά μέρος το συναίσθημα και να ψηφίζουν με βάση την λογική θα είναι περιττή. Γιατί είτε ψηφίζει κάποιος με βάση την λογική είτε με βάση το συναίσθημα η ψήφος θα είναι η ίδια, αφού δεν θα έχει να φοβηθεί τίποτε πλέον, μιας και δεν θα υπάρχει τίποτε το αξιόλογο για να χάσει.

Εκτός αν δεν πάει να ψηφίσει καθόλου, πράγμα που πιστεύουμε πως θα αποτελέσει την επόμενη επιδίωξη του συστήματος σε περίπτωση που το απαιτήσει η εξέλιξη των πραγμάτων.

Ψηφίστε λοιπόν ό , τι θέλετε και όπως θέλετε. Αγνοείστε εκείνους που σας συνιστούν να αγνοήσετε το συναίσθημα. Είναι αυτοί που έχουν αγνοήσει τα δύο πιο βασικά συναισθήματα, που κατά κοινή ομολογία πρέπει να υπάρχουν σε όλους τους πολιτικούς άνδρες σε παγκόσμιο επίπεδο: τα αισθήματα ενοχής και ντροπής.

Θεολ. Μιχαηλίδης

Ετικέτες: Θεολόγος Μιχαηλίδηςεκλογές 2015βουλευτικές εκλογές 2015εθνικές εκλογές 2015 Tweet

View the discussion thread.

Keywords
Τυχαία Θέματα