Μ' ακούτε; της Αντας Ευαγγέλου

Σήμερα μου είπαν πως γιορτάζω. Πρέπει να χαίρομαι γιατί έχω μια δική μου ξεχωριστή μέρα. Αποφάσισα λοιπόν να πάω μια βόλτα στην πλατεία με τους φίλους μου.

Βγαίνω από το σπίτι μου, στρίβω δεξιά και πέφτω πάνω σε ένα παλιό στρώμα που πιάνει όλο το πεζοδρόμιο. Το κοιτάω με απογοήτευση κι εκείνο μου ρίχνει ένα απολογητικό βλέμμα. «Τι να σου κάνω, εδώ με βάλανε» μου φάνηκε πως είπε. Αλλάζω κατεύθυνση και ψάχνω να βρω έναν τρόπο να κατεβάσω το αμαξίδιό μου χωρίς να κινδυνεύσω. Ευτυχώς υπάρχει ράμπα πιο κάτω, σκέφτομαι. Αμ δε! Ένα μαύρο γυαλιστερό αυτοκινητο-τρακτέρ έχει θρονιαστεί στο μισό πεζοδρόμιο,

έχει καταπιεί ολόκληρη τη ράμπα και με κοιτάζει ειρωνικά. Αρχίζω να φουντώνω. «Πώς κάνεις έτσι; Για λίγο σταμάτησε το αφεντικό μου! Εσύ βιάζεσαι; Δε βιάζεσαι!» νομίζω πως άκουσα. Άντε πάλι πίσω. Προσπαθώ να κατέβω από ένα σημείο που έχει σπάσει το πεζοδρόμιο. Περαστικοί με κοιτούν. Διακρίνω στα μάτια τους τον οίκτο. Το σιχαίνομαι αυτό το συναίσθημα. Σηκώνω το κεφάλι, παίρνω βαθιά ανάσα και παλεύω με όλη μου τη δύναμη. Βρίσκομαι τελικά στο οδόστρωμα όταν ακούω ένα τσιριχτό φρενάρισμα. Ο οδηγός του οχήματος σε άλλη περίπτωση θα έβριζε. Τον κακομοίρη τον ανάπηρο, όμως… Εμένα με ρώτησε; Το «κακομοίρης» είναι χειρότερο από βρισιά. Προχωρώ. Φτάνω στην εκκλησία. Ευκαιρία να ανάψω ένα κερί. Γιορτάζω, δε γιορτάζω; Δικαίωμά μου να προσευχηθώ! Πώς να μπω, όμως, στον οίκο του Θεού με τόσα σκαλιά; Οι άνθρωποι δε νοιάζονται. Συνεχίζω στην άκρη του οδοστρώματος ενώ τα πεζοδρόμια μου ψιθυρίζουν: «Όχι από δω, παρακαλώ. Ενοχλείτε τα δέντρα μας!»

Εεεε! Eσείς όλοι που δε γιορτάζετε σήμερα. Δε θέλω πια να είμαι έγκλειστος στο ίδιο μου το σπίτι. Το δικαιούμαι, μ’ ακούτε;

ΑΝΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

(Aρτιμελής προβληματισμένη δασκάλα)

Tags: Αντα ΕυαγγέλουΑΜΕΑ
Keywords
Τυχαία Θέματα