Η εγγενής δυσκολία εφαρμογής της τεχνολογίας στο εκπαιδευτικό πεδίο

ΆρθραΑρθρογράφος: Ελένη-Παρασκευή Μιχαηλίδου

Πολλές φορές ακούμε διαμαρτυρίες για τον καθυστερημένο και περιορισμένο βαθμό εξάπλωσης της τεχνολογίας στον χώρο της σχολικής (ιδίως της πρωτοβάθμιας) εκπαίδευσης. Οι φωνές αυτές μάλιστα δεν παραλείπουν να αποδώσουν στην εν λόγω υστέρηση ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για διάφορες προφανείς εκπαιδευτικές αδυναμίες.

Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα και είναι λογικό και δικαιολογημένο.

Ένας απλός όσο και βασικός λόγος για την κατάσταση αυτή,

τον οποίο, όμως, σπάνια συνειδητοποιούμε, είναι πως η εκπαίδευση, από την φύση της, δεν μπορεί να συμβαδίσει απόλυτα με τη τεχνολογία και τα επιτεύγματα της.

Η τεχνολογία εξελίσσεται ραγδαία με μια ανεξάντλητη πολυμορφία και πολυσημία, με αποτέλεσμα «ό,τι ισχύει σήμερα να είναι ξεπερασμένο αύριο». Η εκπαίδευση, ιδίως η σχολική, από την φύση της, εύλογα δεν μπορεί να παρακολουθήσει τέτοιους ρυθμούς και να προσαρμοστεί γρήγορα στις τεχνολογικές αλλαγές και εξελίξεις.

Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην διάδοση της τεχνολογίας στο εκπαιδευτικό πεδίο όπως: αντικειμενικές χρονοβόρες γραφειοκρατικές απαιτήσεις, τεχνικές δυσκολίες ή δυσχέρειες ως προς τις υποδομές, δυσκολίες σχετικής επιμόρφωσης και εξοικείωσης των εκπαιδευτικών, υψηλό κόστος κλπ.

Όμως, πάνω και πριν από όλα, η εξέταση και υιοθέτηση κάθε προσαρμογής- και ιδίως τεχνολογικής- στον χώρο της παιδείας χρειάζεται μελέτη και χρόνο. Απαιτείται χρόνος για να αποκτηθεί και μελέτη για να αξιοποιηθεί η γνώση που αφορά τον τρόπο ένταξης και χρήσης μιας τεχνολογικής επιλογής στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η εκπαίδευση δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την επικρατούσα ή την διαδεδομένη τεχνολογία, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να παρουσιάσει κοινωνική υστέρηση*1. Παράλληλα όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται πως όταν μιλάμε για εκπαίδευση οι παιδαγωγικοί σκοποί προηγούνται σε σημασία των καθαρώς τεχνολογικών*2. Άλλωστε για τα σημαντικού κοινωνικού χαρακτήρα εκπαιδευτικά προβλήματα δεν υπάρχουν αμιγώς τεχνολογικές λύσεις πρόσφορες για την αντιμετώπιση τους. Κι αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το ότι μπορούν να υπάρξουν κοινωνικές χρήσεις της τεχνολογίας, οι οποίες πρέπει να αναζητούνται και να επιδιώκονται.

Ο κοινωνικός ρόλος, η αποστολή και η ευθύνη της εκπαίδευσης διαφέρουν ποιοτικά και λειτουργικά από αντίστοιχες έννοιες σε άλλους χώρους. Δεν είναι δυνατό να εφαρμόζονται πρόχειρα και βιαστικά ή εντελώς πειραματικά στον εκπαιδευτικό στίβο πράγματα που συνεχώς και ραγδαία μεταβάλλονται, που δεν έχουν μελετηθεί, ερευνηθεί και αποτιμηθεί σύμφωνα με την παιδαγωγική οπτική.

Οι οπαδοί των γρήγορων, ει δυνατόν άμεσων, τεχνολογικών προσαρμογών στον εκπαιδευτικό χώρο αντιτείνουν πως δεν χρειάζονται ιδιαίτερες χρονοβόρες μελέτες και έρευνες για την αξιολόγηση της εκπαιδευτικής αξίας των νέων τεχνολογικών μέσων. Ισχυρίζονται πως σε κάθε περίπτωση η τεχνολογία παρέχει, έτσι κι αλλιώς, δύο πολύ χρήσιμα στοιχεία στην μαθησιακή διαδικασία του σχολείου: ευχαρίστηση και διευκόλυνση. Υποστηρίζουν πως το παιδί, ο μικρός μαθητής, μαθαίνει ευκολότερα και γρηγορότερα αυτό που αγαπά, αυτό που τον ευχαριστεί και τον διασκεδάζει.

Το ότι το τεχνολογικό μέσο, για παράδειγμα ο υπολογιστής, ευχαριστεί το παιδί είναι κάτι που μπορεί, όντως, να ισχύει. Το ότι μπορεί να βοηθά στο να μάθει ευκολότερα κάποια πράγματα μπορεί να είναι, επίσης, σωστό. Το ζητούμενο όμως στην εκπαίδευση δεν είναι και δεν πρέπει να είναι η ευχαρίστηση και η διευκόλυνση*3. Εκείνο που έχει σημασία και πρέπει να αποτελεί το κρίσιμο κριτήριο είναι η γνήσια αξία και εκπαιδευτική ποιότητα αυτού που το παιδί μαθαίνει, με τον τρόπο που το μαθαίνει.

Η διασκέδαση και η ευκολία του παιδιού, ως περίπου αυτοσκοποί, δεν πρέπει να αποτελούν συστατικά (ούτε καν συνδετικά στοιχεία) αυτού, που στην εκπαιδευτική ορολογία σημαίνει ουσιαστική γνώση. Η σχολική μάθηση δεν ταυτίζεται με μια βολική ικανοποίηση. Το παιχνίδι δεν είναι γνώση, ούτε η γνώση παιχνίδι. Η πραγματική γνώση είναι μια σύνθετη διαδικασία με κανόνες, πειθαρχία, προσπάθεια και κόπο. Η ουσιαστική μάθηση δεν μπορεί να εξαρτά την ύπαρξη, το νόημα και την λειτουργία της από «δολώματα» ή ατραξιόν, που αποσκοπούν να σαγηνεύσουν το παιδί, προσελκύοντας το ενδιαφέρον του. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι θεμιτό ή αρκετό σε κάποιο περιορισμένο βαθμό, σε μια περιστασιακή βάση, για ορισμένους ψυχαγωγικούς σκοπούς όχι όμως ως μια γενική αρχή σε μια διαδρομή ζωής με διάρκεια όπως η σχολική. Διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί ένα ηθικό κενό στην διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας και- σε τελική ανάλυση- του ίδιου του κοινωνικού συνόλου.

Ελένη-Παρασκευή Μιχαηλίδου

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

*1. Βλ. K.Βρύζα: «Μέσα Επικοινωνίας και Εκπαίδευση», Σύγχρονη Εκπαίδευση τ. 51 (1990) σελ. 77-89.

*2. Βλ. σχετικά L.Carswell: «Possible versus Desirable in instructional systems: Who’s driving?», Association for Learning Technology Journal (ALT-J)6:1(1998) σελ.70-80.

*3. Οι ίδιοι οι εισηγητές και υποστηρικτές της μαθησιακής χρήσης ευχάριστων τεχνολογικών μέσων στους μαθητές του δημοτικού σχολείου τα θεωρούν απλούς προπομπούς σε άλλες ενασχολήσεις και δραστηριότητες, τις οποίες θεωρούν ως πραγματικά εκπαιδευτικές βλ. P. Wastiau & C. Kearney: «Video-Games στην τάξη», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (15/8/2009).

Ελένη-Παρασκευή Μιχαηλίδου

Tweet Ετικέτες: τεχνολογίαεκπαιδευτικό πεδίο
Keywords
Τυχαία Θέματα