Αύγουστος 1938 – 5 Μάη 1945. Η ζωή και ο θάνατος στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης

Κοινωνία

του Πέτρου Δημόπουλου Το στρατόπεδο συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας του Mauthausen απελευθερώθηκε από τις προελαύνουσες αμερικανικές δυνάμεις το πρωί της 5ης Μάη του 1945. Κατά την είσοδό της στο στρατόπεδο η διμοιρία του λοχία Albert J. Kosiek δεν αντιμετώπισε αντίσταση. Οι δυνάμεις των SS μαζί με τους συνεργάτες τους από τις τάξεις των κρατουμένων (Κapo), ήδη από τις 3 του Μάη, είχαν διαφύγει προς διάφορες κατευθύνσεις σκοπεύοντας να αποφύγουν τη σύλληψη και την τιμωρία. Πολλοί από αυτούς

κρύβονταν ακόμα στα περίχωρα του στρατοπέδου μέσα σε αγροτόσπιτα προσποιούμενοι πρόσφυγες ή κατοίκους της περιοχής. Στη θέση τους είχαν αφήσει να φυλάνε το στρατόπεδο ένας μικρός αριθμός οπλισμένων πυροσβεστών από τη Βιέννη οι οποίοι παραδόθηκαν αμέσως. Το Mauthausen υπήρξε ένα από τα τελευταία στη σειρά απελευθέρωσης μεγάλα ναζιστικά στρατόπεδα i. Το θέαμα που αντίκρυσαν οι είκοσι άνδρες της διμοιρίας ήταν απερίγραπτα απάνθρωπο. Υπήρχαν άθαφτα πτώματα παντού ενώ οι ζωντανοί κυκλοφορούσαν “σαν φαντάσματα σε έναν εφιάλτη”, όπως έγραψε σε επιστολή του ένας απο τους στρατιώτες της διμοιρίας του Kosiekii. Η συντριπτική πλειοψηφία των κρατουμένων βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση, άρρωστοι, πεινασμένοι, εξουθενωμένοι και ετοιμοθάνατοι. Όπως διαπιστώθηκε τις επόμενες μέρες από την απελεύθερωση το μέσο βάρος των κρατουμένων ήταν περίπου 40 κιλάiii. Σε μερικές χιλιάδες υπολογίζονται οι νεκροί κρατούμενοι τις επόμενες μέρες μετά την απελευθέρωση εξαιτίας της γενικής αδυναμίας και των ασθενειών στις οποίες τελικά υπέκυψαν. Οι Αμερικανοί στρατιώτες της διμοιρίας, εντελώς απροετοίμαστοι για την κατάσταση που συνάντησαν, αποχώρησαν υποσχόμενοι ότι θα επιστρέψουν με ενισχύσεις και βοήθεια. Από τις 29 Απριλίου, έξι μέρες πριν την απελευθέρωση, οι κρατούμενοι είχαν προχωρήσει μυστικά στη σύσταση Διεθνούς Επιτροπής των κρατουμένων και στους σκοπούς της περιλαμβάνονταν η στοιχειώδης οργάνωση για την εξασφάλιση της τροφής και των υπηρεσιών βοήθειας στους κρατούμενους μετά την επικείμενη αποχώρηση των SS, καθώς και η διατήρηση της τάξης στο στρατόπεδο ώστε να αποφευχθεί το χάος που θα ξεσπούσε όταν χιλιάδες εξαθλιωμένοι και πεινασμένοι άνθρωποι θα ξεχύνονταν προς αναζήτηση τροφής και μέσων προσωπικής επιβίωσης. Αρχηγός της Επιτροπής εκλέχθηκε ο πολιτικός κρατούμενος Heinrich Dürmayer, αυστριακός κομουνιστής, ενώ συστήθηκαν διάφορες υποεπιτροπές που εκπροσωπούσαν τις διάφορες εθνικότητες των κρατουμένων. Επιζώντες στο στρατόπεδο του Mauthausen. Στη Διεθνή Επιτροπή κρατουμένων συνενώθηκαν διάφορες παράνομες ομάδες αντίστασης κρατουμένων που είχαν αρχίσει να συστήνονται και να δρουν στο στρατόπεδο από το 1943. Γενικά τα μέλη των ομάδων αυτών είχαν κοινή εθνική καταγωγή, πράγμα φυσιολογικό στη Βαβέλ του στρατοπέδου. Τα μέλη αρκετών ομάδων χαρακτηρίζονταν από κοινές πολιτικές ιδέες, στην πλειοψηφία τους, δε, ήσαν κομουνιστές. Μεγαλύτερη δυνατότητα για αντιστασιακή δράση είχαν συνήθως εκείνοι οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί και οι Τσέχοι κρατούμενοι που λόγω γλώσσας τούς είχαν ανατεθεί από τη διοίκηση των SS διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες στη διοίκηση του στρατοπέδου, στο νοσοκομείο, στις υπηρεσίες επιμελητείας κλπ. Ήταν από τα πράγματα επόμενο ότι μόνον κρατούμενοι που ήσαν σε θέση να εκμεταλλευτούν κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα στην ποσότητα του φαγητού, στην υγιεινή, στην ένδυση, στη σχετικά ελεύθερη κυκλοφορία τους στο στρατόπεδο και στις πληροφορίες για τις βουλές της διοίκησης του στρατοπέδου και επιπλέον είχαν κρατήσει τις πολιτικές τους ιδέες και διατηρήσει το αντιναζιστικό τους φρόνημα, θα είχαν κάποιες δυνατότητες να αναπτύξουν αντιστασιακή δράση, σώζοντας από το θάνατο όσους ήταν δυνατό και παρέχοντας τροφή και φάρμακα σε συγκρατούμενους. Συνήθως, λοιπόν, τα μέλη των αντιστασιακών ομάδων συμπεριλαμβάνονταν στους λεγόμενους προνομιούχους του στρατοπέδου (Prominenten, στη γλώσσα του στρατοπέδου) και βέβαια ήταν μεταξύ εκείνων που δεν αποδέχτηκαν να μετατραπούν σε συνεργάτες των SS. Πάντως οι Prominenten δεν ήσαν αναγκασμένοι να μοιράζονται τις ίδιες συνθήκες της καθημερινής και απάνθρωπης βίας που βίωνε η πεινασμένη και εξαθλιωμένη πλειοψηφία των κρατουμένων. Άλλωστε η διοίκηση των SS απέβλεπε στην αποανθρωποποίηση των εγκλείστων σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μέσω της διαμόρφωσης ενός καθεστώτος απόλυτης εξουσίας των SS όλων των βαθμίδων πάνω στους κρατούμενους, όπως επίσης και μέσω της σχολαστικής διαίρεσης των κρατουμένων στη βάση της ναζιστικής ιδεολογίας περί “ανώτερων” και “κατώτερων” φυλών και περί “υγειών” και “εκφυλισμένων” ατόμων. Αυτή ήταν η συνταγή που εφαρμόστηκε με σκοπό την καθολική υποταγή όλων των κρατουμένων και τη χρησιμοποίησή τους ως άμορφη μάζα δούλων, περιορισμένης διάρκειας ζωής, στα καταναγκαστικά έργαiv. Από τα τέλη του 1944 οι παράνομες ομάδες αντίστασης στο Mauthausen άρχισαν να προετοιμάζουν σχέδια ένοπλης εξέγερσης και αντίστασης που θα έθεταν σε εφαρμογή στην περίπτωση που η διοίκηση του στρατοπέδου εκτελούσε τη διαταγή του Himmler περί μαζικής εξόντωσης όλων των κρατουμένων, μέσα στις υπονομευμένες με εκρηκτικά στοές των λατομείων του Gusen. Η Διοίκηση των SS του Στρατοπέδου έχοντας γνώση της ενδεχόμενης αντίστασης από τη μεριά των κρατουμένων και των πρακτικών δυσκολιών του εγχειρήματος κάτω από την πίεση του χρόνου και του πανικού λόγω της οριστικής κατάρρευσης του μετώπου, επέλεξε τη διαφυγή. Όμως ο θάλαμος αερίων του στρατοπέδου του Mauthausen συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τις 29 του Απρίλη. Τον τελευταίο μήνα του πολέμου βρήκαν το θάνατο εκεί 1200-1400 κρατούμενοιv. Στις 5 Μάη η Διεθνής Επιτροπή φρόντισε για τον εξοπλισμό ομάδων κρατουμένων ως μέτρο άμυνας σε περίπτωση που οι SS επέστρεφαν, όπως είχε συμβεί σε άλλα στρατόπεδα. Η Επιτροπή είχε, επίσης, ως σκοπό τη σύλληψη των SS και των Kapo που θα βρίσκονταν ακόμα στα περίχωρα του στρατοπέδου και δεν είχαν κατορθώσει να απομακρυνθούν, καθώς και την κράτηση τους μέχρι την παράδοση τους στη δικαιοσύνη, ώστε να αποφευχθεί το λιντσάρισμα. Παρόλα αυτά κάποιοι από αυτούς βρήκαν το θάνατο, ευθύς μετά τη σύλληψή τους και κατά τη μεταφορά τους στο στρατόπεδο, από τα οργισμένα πλήθη των κρατουμένων, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να ελέγξουν τα αισθήματα για άμεση εκδίκηση για τα δεινά και τα εγκλήματα που είχαν υποστεί και για το θάνατο δεκάδων χιλιάδων συντρόφων τους. Για μιάμισι μέρα το στρατόπεδο του Mauthausen παρέμεινε στον αποκλειστικό έλεγχο της Διεθνούς Επιτροπής, μέχρι την επιστροφή των Αμερικανών στο στρατόπεδο. Εντούτοις, οι ενισχύσεις των Αμερικανών, όταν έφτασαν, ήταν περιορισμένες. Υπήρχαν άπειρα προβλήματα διοίκησης και διαχείρισης να επιλυθούν και γι αυτό ο ρόλος της Διεθνούς Επιτροπής στην επιβίωση και στην οργάνωση της ζωής των κρατουμένων εξακολούθησε να είναι αναντικατάστατος για μεγάλο διάστημα σε θέματα παροχής βοηθειών υγείας, ταφής των νεκρών, αποκατάστασης στοιχειώδους υγιεινής, οργάνωσης της επιμελητείας, παρασκευής και διανομής φαγητού, διατήρησης της τάξης, καθώς και στην οργάνωση ερευνών πραγματογνωμοσύνης και κατάθεσης μαρτυριών για τα πολλαπλά εγκλήματα των SS και των συνεργατών τους. Οι πρώτοι κρατούμενοι Στις 18 Αυγούστου 1938, πέντε μήνες έπειτα από την προσάρτηση της Αυστρίας στο Γερμανικό Ράιχ (Anschluss), οι πρώτοι 585 κρατούμενοι έφτασαν στο χώρο που θα κτιζόταν το Στρατόπεδο. Επρόκειτο για μία ομάδα κρατουμένων προερχόμενων από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Dachau, Γερμανοί και Αυστριακοί. Στην πλειοψηφία τους είχαν συλληφθεί ως ποινικοί μα υπήρχαν και μερικοί πολιτικοί κρατούμενοι. Στις 27 Νοέμβρη του ίδιου έτους ακολούθησε μια ακόμη ομάδα από 489 κρατούμενους, προερχόμενοι κι αυτοί από το Dachauvi. Οι πρώτοι περίπου χίλιοι κρατούμενοι άρχισαν να κτίζουν τα πρώτα κτίρια του στρατοπέδου και εκτέλεσαν τις πρώτες εργασίες περίφραξης. Από την ίδια αρχική ομάδα κρατουμένων ξεπήδησαν οι περιβόητοι συνεργάτες των SS, οι Kapo και οι υπεύθυνοι θαλάμων και μπλόκων. Ετούτοι για να διατηρήσουν τη σχετικά προνομιακή θέση τους στο στρατόπεδο και να αυξήσουν τις πιθανότητες προσωπικής επιβίωσης ήσαν διατεθειμένοι να κάνουν όχι μόνον οτιδήποτε τους διέτασσε η διοίκηση των SS, αλλά επιδείκνυαν ιδιαίτερο ζήλο και φαντασία στην κακομεταχείριση, στους βασανισμούς και στην εξόντωση των συγκρατουμένων. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την ομιλία του Himmler προς τους στρατηγούς της Wehrmacht με ημερομηνία 21 Ιούνη 1944: “Από τη στιγμή που κάποιος γίνεται Kapo, παύει να κοιμάται με τους υπόλοιπους. Είναι υπεύθυνος για την επιτυχία στο πλάνο εργασίας, να μην συμβαίνουν σαμποτάζ, να είναι οι άνδρες καθαροί και τα κρεβάτια τους σε τάξη σύμφωνα με τους κανονισμούς […] Έτσι πρέπει να πιέσει τους άνδρες του. Με το που θα πάψουμε να είμαστε ευχαριστημένοι από αυτόν, από εκείνη τη στιγμή δεν είναι πλέον Kapo και θα πάει να κοιμηθεί μαζί με τους άνδρες του. Αλλά ο ίδιος γνωρίζει καλά ότι θα δολοφονηθεί από αυτούς την ίδια κιόλας νύχτα ”vii. Οι SS είχαν προβλέψει και εφάρμοζαν μια πολύπλοκη ιεραρχία μεταξύ των κρατουμένων στη βάση της εθνικότητας και στους λόγους εγκλεισμού τους. Είχαν καθιερώσει μια πλειάδα ρόλων και υπευθυνοτήτων, μικρών και μεγάλων, σημαντικών και ασήμαντων, χάρη στους οποίους ένας αριθμός κρατουμένων ήταν σε θέση να χαίρουν κάποιου μικρού πλεονεκτήματος είτε σε τροφή, είτε σε ένδυση, είτε σε ευκαιρίες να αποκτήσουν κάποιο δυσεύρετο αντικείμενο απαραίτητο για την επιβίωσή τους, είτε ακόμη στη δυνατότητα να αποφεύγουν τις πλέον βαριές και επικίνδυνες εργασίες. Έτσι, η διοίκηση σκόπευε να μετατρέψει τους ίδιους τους κρατούμενους σε συνένοχους και συμμέτοχους στην εγκληματική λειτουργία που είχε εγκαθιδρύσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, από τη μία μεριά οι SS εκμεταλλεύονταν τα πλεονεκτήματα του “διαίρει και βασίλευε”, από την άλλη, εξοικονομούσαν προσωπικό για τη λειτουργία του στρατοπέδου και στην επιβολή της πειθαρχίας και του ελέγχου στις ομάδες (Kommando) εργασίας. Όλα αυτά αποτελούσαν βασικά χαρακτηριστικά όλων των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ο σκοπός ήταν η πλήρης εξατομίκευση των κρατουμένων. Απαγορεύονταν ρητά και τιμωρούνταν παραδειγματικά οι πράξεις αλληλεγγύης μεταξύ των κρατουμένων. Κατασκευή του στρατοπέδου και οι γενικότεροι οικονομικοί σκοποί των SS Το στρατόπεδο κτίστηκε στο πιο ψηλό σημείο ενός λόφου κοντά στην ομώνυμη Αυστριακή πόλη στη βόρεια όχθη του Δούναβη, 20 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης του Linz, γενέτειρας του Hitler. Οι κατασκευαστές του θέλησαν η αρχιτεκτονική του να φέρνει σε μεσαιωνικό κάστρο. Κατά τη διάρκεια των έργων που δεν ολοκληρώθηκαν μέχρι το τέλος του πολέμου, καθώς κτίστηκαν μόνο οι τρεις από τις τέσσερις πλευρές του κάστρου, μεγάλος αριθμός κρατουμένων πέθανε εξαιτίας της σκληρής δουλειάς και της κακομεταχείρισης. Περιμετρικά των τειχών είχαν τοποθετηθεί συρματόπλεγμα και ηλεκτροφόρα σύρματα και επάνω στα τείχη τους ανεγέρθηκαν πυργίσκοι για τις σκοπιές. Η θέση του στρατοπέδου επιλέχθηκε ώστε να είναι κοντά στα νταμάρια γρανίτη. Η αρχική επιδίωξη της διοίκησης των SS ήταν να χρησιμοποιηθεί το στρατόπεδο ως μέρος συγκέντρωσης φτηνής και αναλώσιμης εργατικής δύναμης κρατουμένων-σκλάβων για την εξαγωγή γρανίτη, με σκοπό τη χρήση του στα μεγαλομανή και φαραωνικά αρχιτεκτονικά σχέδια του ναζιστικού καθεστώτος για τον επανασχεδιασμό και την αναμόρφωση του Βερολίνου και άλλων γερμανικών πόλεων. Η εταιρία εκμετάλλευσης των λατομείων ήταν η DEST (Deutsche Erd- und Steinwerke GmbH), υπαγόταν κατευθείαν στα SS και αργότερα στην Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών και Διαχείρισης των SS (WVHA, SS-Wirtschafts-Verwaltungshauptamt), υπό τη διεύθυνση του ανώτερου αξιωματικού των SS Oswald Pohlviii. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο Himmler και οι υπόλοιποι της ανώτατης ιεραρχίας των SS επιδίωξαν να αναλάβουν σημαίνοντα οικονομικό ρόλο στο ναζιστικό κράτος προτάσσοντας την αναγκαιότητα ίδρυσης εταιριών με μικρές απαιτήσεις μηχανολογικού εξοπλισμού και σε τομείς μη ανταγωνιστικούς προς τις ισχυρές μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις και καρτέλ. Σε αυτές τις επιχειρήσεις θα καταναγκαζόταν να δουλέψει η, κατά τη ναζιστική ιδεολογία, μάζα των υπανθρώπων αποτελούμενη από πολιτικούς αντιπάλους και από διάφορες κατηγορίες πολιτών “περιθωριακών”, “αντεθνικών” και “παρασίτων του έθνους”, σύμφωνα με τη ναζιστική ορολογία. Η εταιρία DEST ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1938 και ανέλαβε τη γενική διεύθυνση των εργασιών εξόρυξης και επεξεργασίας οικοδομικών υλικών, στο στρατόπεδο του Mauthausen, όπως επίσης σε εκείνο του Flossenbürg, στη Βαυαρία. Παράλληλα, είχε κάτω από τον έλεγχό της τα εργοστάσια κεραμοποιῒας που υπάγονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Buchenwald και του Sachsenhausen. Η μεγάλη ζήτηση για εργατικά χέρια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1938 ήταν ο λόγος που οι SS προχώρησαν σε μαζικές συλλήψεις “αντικοινωνικών” στοιχείων στις πόλεις της Γερμανίαςix (ως “αντικοινωνικοί” στη ναζιστική γραφειοκρατία είχαν τυποποιηθεί οι άστεγοι, οι μικροκακοποιοί, οι ιερόδουλες, οι “μη δεκτικοί προς εργασία” ή οι “απειθάρχητοι εργαζόμενοι” κ.ά.) . Επομένως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης από κύριο εργαλείο κρατικής τρομοκράτησης και καταπίεσης των πολιτικών κυρίως αντιπάλων του ναζιστικού καθεστώτος, απέκτησαν και μια δεύτερη λειτουργία, αυτή της μαζικής καταναγκαστικής εργασίας. Ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στα πρώτα χρόνια λειτουργίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης ευθύς αμέσως οι Ναζί κατέλαβαν την εξουσία. Mauthausen: Καταναγκαστική εργασία στα νταμάρια Σύντομη Ιστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης μέχρι το 1939 Στις 28 Φεβρουαρίου 1933, με πρόφαση τον προβοκατόρικο εμπρησμό του Reichstag, η ναζιστική κυβέρνηση (τότε κυβέρνηση συνεργασίας του ναζιστικού κόμματος – NSDAP με το Εθνικό Λα ϊκό κόμμα – DNVP) δημοσιεύει διάταγμα σύμφωνα με το οποίο αναστελλόταν η ισχύς έξι άρθρων του Συντάγματος που αφορούσαν τις προσωπικές ελευθερίες, την ελευθερία λόγου και τύπου, την ελευθερία του συνέρχεσθαι, το απόρρητο των επιστολών και το οικιακό άσυλο. Προβλεπόταν επίσης η σύλληψη πολιτών χωρίς εισαγγελική άδεια, ενώ επαναφερόταν η καταργημένη από το Σύνταγμα της Βαϊμάρης θανατική ποινή για αδικήματα όπως η πρόκληση εμπρησμού σε δημόσια κτίρια, η προδοσία, το σαμποτάζ και οι επιθέσεις εναντίον μελών της κυβέρνησης. Ευθύς αμέσως δόθηκε το σύνθημα για ένα όργιο τρομοκρατίας με μαζικές συλλήψεις πολιτικών αντιπάλων και συνδικαλιστών, κατά κύριο λόγο κομουνιστών. Η επίθεση ήταν συντονισμένη ως προς τους σκοπούς της, αλλά εκδηλώθηκε από διάφορα κέντρα με διαφορετικούς τρόπους και δίχως ένα ολοκληρωμένο σχέδιο μεταξύ τους συνεργασίας. “Τώρα πια”, σημείωνε στο ημερολόγιό του την ίδια μέρα ο Goebbels, “είναι εύκολο να διεξάγουμε τον αγώνα, αφού μπορούμε να έχουμε στη διάθεσή μας όλα τα μέσα του κράτους. Διαθέτουμε το ράδιο και τον τύπο. Αυτή τη φορά φυσικά δεν μας λείπουν ούτε και τα χρήματα ”x. Η αστυνομία του Ράιχ, η αστυνομία των κρατιδίων, οι δικαστικές αρχές, τα Τάγματα Εφόδου (SA), τα μέλη του ναζιστικού κόμματος και οι SS επιδόθηκαν σε ένα βάρβαρο και κτηνώδες ανθρωποκυνηγητό. Κάθε μέρα σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια συλλαμβάνονταν από την αστυνομία και κατέληγαν στα κρατητήρια ή απαγάγονταν από ναζιστικές ομάδες και οδηγούνταν σε αυτοσχέδιους χώρους βασανιστηρίων (εγκατελελειμένα εργοστάσια, γήπεδα, υπόγεια κλπ) εκατοντάδες αγωνιστές. Μόνο στο Βερολίνο, το 1933, κατεγράφησαν από την ιστορική έρευνα περισσότεροι από 170 τέτοιοι χώροι βασανιστηρίων και κράτησηςxi. Η εκδικητική μανία, η κακομεταχείριση και οι βασανισμοί μπήκαν στην ημερησία διάταξη με σκοπό την κατατρομοκράτηση και την κάμψη της βούλησης των πολιτικών αντιπάλων για αντίσταση. Εκτιμάται ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των απαχθέντων οδηγήθηκαν στα αστυνομικά κρατητήρια και εν συνεχεία πέρασε από δίκη για να καταλήξει στη φυλακή. Το μεγαλύτερο μέρος τους υπέστη βασανισμό και κράτηση από “εξωδικαστικούς” φορείς, κατά κύριο λόγο από τα μέλη των Ταγμάτων Εφόδου και από τα SS. Στις 24 Μάρτη 1933 η ναζιστική κυβέρνηση ζήτησε τη ψήφιση νόμου με τον οποίον επιβεβαιωνόταν η ισχύς του διατάγματος της 28 Φεβρουαρίου κι επιπλέον παρείχε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να νομοθετεί, όπως επίσης εναπόκειτο στην κρίση της να επιφέρει αλλαγές στο Σύνταγμα. Στην ομιλία του στο κοινοβούλιο ο Hitler, με την προσφιλή σε αυτον επιλογή λέξεων, δήλωνε: “Στο μέλλον η προδοσία κατά του έθνους και του λαού θα τιμωρείται με ανελέητη βάρβαρη σκληρότητα ”. Παρόλη τη σαφήνεια στις προθέσεις της ναζιστικής κυβέρνησης, ο νόμος υπερψηφίστηκε, όχι μόνον από το ναζιστικό και το Εθνικό Λαϊκό κόμμα, αλλά και από δύο αστικά κόμματα, το (καθολικό) Κόμμα του Κέντρου (Zentrum) και το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα (DDP). Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) καταψήφισε το νόμο αλλά, μέσω του εκπροσώπου του Otto Wels, υποσχέθηκε στήριξη της κυβέρνησης στην εξωτερική της πολιτικήxii. Το Κομουνιστικό κόμμα (KPD), παρόλο που είχε λάβει το 12.3% των ψήφων στις εκλογές της ναζιστικής τρομοκρατίας της 5ης Μάη 1933, δεν μπορούσε να είναι παρόν επειδή οι βουλευτές του υπό κράτηση, στην παρανομία ή είχαν διαφύγει στο εξωτερικό. Η πολιτική κατευνασμού και συνεννόησης από τα αστικά κόμματα και η επιχειρούμενη στάση πολιτικής υπευθυνότητας και νομιμοφροσύνης από το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ως αξιωματική αντιπολίτευση δεν έκαναν άλλο παρά να προσφέρουν την τελευταία δόση αυταπατών στους υποστηρικτές τους σχετικά με τις προθέσεις των ναζί. Στις 2 Μάη 1933 συλλαμβάνονται οι συνδικαλιστές ηγέτες του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, καταλαμβάνονται οι έδρες των συνδικάτων από την αστυνομία και κατάσχεται η περιουσία τους. Την επομένη, τα χριστιανικά συνδικάτα αναστέλλουν τη λειτουργία τους από μόνα τους. Στις 10 του ίδιου μήνα κατάσχεται ολόκληρη η περιουσία του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος μαζί με εκατό και πλέον τυπογραφείαxiii. Στο μεταξύ, εκατοντάδες προσωρινά στρατόπεδα συγκέντρωσης, κράτησης και βασανισμών συστήνονται με πρωτοβουλία των κατά τόπους ηγεσιών των Ταγμάτων Εφόδου. Πολλά από αυτά στήνονται εν αγνοία ακόμη και των αστυνομικών αρχών, ενώ η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των κρατικών κατασταλτικών θεσμών και εκείνων του ναζιστικού κόμματος δεν παραμένει κρυφή. Ακόμη, στο κρατίδιο της Πρωσσίας που είναι υπό τη διοίκηση του Hermann Göring, τα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας έχουν προαχθεί επίσημα σε βοηθητικό προσωπικό της αστυνομίας. Το πρώτο μεγάλο στρατόπεδο συγκέντρωσης με επισήμως αναγνωρισμένη ύπαρξη από το ναζιστικό κράτος (όπου οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε καθεστώς “προληπτικής κράτησης” ή “κράτησης για λόγους προστασίας”) άνοιξε κοντά στην κωμόπολη του Dachau στις 22 Μάρτη 1933, εντούτοις, πέρασε κάποιος καιρός ωσότου το πρώτο άτακτο ξέσπασμα εκδικητικής βίας και τρομοκρατίας από τη μεριά των διαφόρων τοπικών ναζιστικών ομάδων δράσης να περάσει κάτω από τον κεντρικό έλεγχο των Ταγμάτων Εφοδου και των SS. Κι από τις 30 Ιούνη 1934 κι έπειτα, ημέρα της εκκαθάρισης των ηγετών των Ταγμάτων Εφόδου από τα SS (“Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών”), τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πέρασαν αποκλειστικά στα χέρια των SS. Ο στόχος της μαζικής και αχαλίνωτης ναζιστικής βίας το 1933 ήταν η εξάλειψη της δυνατότητας για πολιτική αντίδραση και αντίσταση ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς στην πρώτη φάση της διαμόρφωσής του. Ο πρωταρχικός σκοπός ήταν η σταθεροποίηση του καθεστώτος μέσω της σταθερής και συστηματικής επίδειξης της βούλησής του στην εφαρμογή, δίχως όρια και ενάντια σε οποιαδήποτε ιδέα νομιμότητας, εξουδετέρωσης των πολιτικών του αντιπάλων. Αυτό επιτεύχθηκε όχι τόσο με τις δολοφονίες, οι οποίες παρέμειναν η εξαίρεση στις πρακτικές βίας, αλλά με τις κάθε είδους βιαιοπραγίες και την κατατρομοκράτηση των πολιτικών αντιπάλων, η τύχη των οποίων, στα χέρια των βασανιστών τους, επιδιωκόταν να γίνεται δημόσια γνωστή. Ιστορίες από τους τόπους βασανιστηρίων, οι οποίοι συχνά βρίσκονταν στο κέντρο των πόλεων, έγιναν ευρέως γνωστές από τους ίδιους τους βασανιστές, όχι μόνον επειδή αυτοί έχαιραν ασυλίας αλλά και για το λόγο ότι έπαιρναν μέρος με δημόσιο και επίσημο τρόπο στη διακηρυγμένη ναζιστική τρομοκρατία. Ακόμη περισσότερο, εφαρμόστηκε μια συστηματική και εκ περιτροπής σύλληψη των λαϊκών αγωνιστών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους απαγάγονταν ξαφνικά και μπροστά στα μάτια του κόσμου από το σπίτι ή από τη δουλειά, βρίσκονταν υπό κράτηση για μερικές εβδομάδες κι αφού βασανίζονταν και καταρρακώνονταν σωματικά, ψυχικά και ηθικά, επέστρεφαν, ώστε να αποτελούν ζωντανά παραδείγματα προς αποφυγήν. Στους 10 μήνες μαζικής τρομοκρατίας του 1933, ένας ανεξακρίβωτα μεγάλος αριθμός πολιτών, ίσως 200.000, υπέστησαν βασανιστήρια και φυλακίστηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα, οι περισσότεροι στις αυτοσχέδιες φυλακές βασανιστηρίων, χωρίς η κράτηση τους να έχει γίνει επίσημα γνωστή στις αστυνομικές ή στις δικαστικές υπηρεσίεςxiv. Τα χρόνια που ακολούθησαν, από το 1934 μέχρι το 1939, η διοίκηση των SS διεκδικεί τον απόλυτο έλεγχο στους όρους σύλληψης και στις συνθήκες κράτησης και εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης των κρατουμένων. Η κάμψη της αντίστασης απέναντι στο ναζιστικό καθεστώς ως συνέπεια της μαζικής κρατικής τρομοκρατίας και το “χάος” δικαιοδοσιών που είχε αρχικά δημιουργηθεί και κράτησε μέχρι τη σταθεροποίηση του καθεστώτος και την “κρατικοποίηση” του ναζιστικού κόμματος, διαδέχθηκε μία φάση μείωσης των χώρων εξωδικαστικής φυλάκισης και η ίδρυση λίγων αλλά μεγάλων στρατοπέδων με κυριώτερο, θεωρούμενο ως αρχέτυπο, εκείνο του Dachau. Το στρατόπεδο του Dachau ήταν το “πρώτο κρατικό στρατόπεδο συγκέντρωσης”, κατά δήλωση του Himmler. Στις 26 Ιουνίου 1933, διοικητής του διορίστηκε ο ανώτερος αξιωματικός των SS Theodor Eicke ο οποίος έδειξε τις ικανότητές του στη διαμόρφωση ενός συστηματικού καθεστώτος τρόμου από την πρώτη στιγμή που κάποιος κρατούμενος πατούσε το πόδι του εκεί. Περιβόητη ήταν η “διαδικασία του καλωσορίσματος” η οποία και υιοθετήθηκε από όλα τα στρατόπεδα που άνοιξαν κατόπιν. Σύμφωνα με τους αρχικούς κανονισμούς ο Διοικητής είχε πλήρεις δικαιοδοσίες, ακόμη και δικαστικές και είχε τη δυνατότητα, ως πρόεδρος ενός δικαστηρίου με μέλη τρεις άλλους αξιωματικούς των SS, να επιβάλλει ακόμη και τη θανατική ποινή. Οι δικαστικές και αστυνομικές δικαιοδοσίες σταματούσαν στην πύλη του στρατοπέδου αφού αυτό αποτελούσε το άβατο των SS. Έτσι, στο στρατόπεδο προβλεπόταν η άσκηση από τους SS και των τριών εξουσιών, νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικήςxv. Λίγους μήνες μετά, υπό την πίεση των δικαστικών κύκλων ο κανονισμός των πλήρων και αυτονομημένων εξουσιών έγινε λιγότερο ρητός στους τύπους αλλά εφαρμοζόταν το ίδιο απρόσκοπτα στην πράξη. Οι κρατούμενοι που μεταφέρονταν εκεί, στην πρώτη φάση της λειτουργίας του, ήσαν πολιτικοί και ποινικοί κρατούμενοι προερχόμενοι από τις κρατικές φυλακές ή συλληφθέντες από τη GESTAPO. Ο χρόνος κράτησης τους, γενικά, δεν ήταν καθορισμένος. Βρίσκονταν σε “προληπτική κράτηση” επ’ αόριστον ή σύμφωνα την κατ’ ευφημισμό επίσημη ονομασία “κράτηση για λόγους προστασίας”. Αρκετοί απελευθερώνονταν με την απειλή ότι θα ξανασυλλαμβάνονταν ευθύς αμέσως η πολιτική τους συμπεριφορά έδειχνε “σημάδια υποτροπής”, ενώ, βέβαια, τελούσαν συνέχεια υπό τον έλεγχο και την παρακολούθηση των Αρχών. Η “σχολή του Eicke” στο Dachau δίδασκε στα νέα μέλη των SS που εκπαιδεύονταν στο ειδικό ρόλο του φύλακα στρατοπέδων τους κανόνες για την άσκηση του καθεστώτος απόλυτης εξουσίας πάνω στους κρατούμενους. Το σύνθημα του Eicke προς τα υποψήφια μέλη του ειδικού σώματος των “Νεκροκεφαλών των SS” (SS-Totenkopfverbände), που προορίζονταν να έχουν καθήκοντα φύλαξης και διοίκησης των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ήταν “η επιείκια είναι αδυναμία”. Ο κανόνας αυτός ήταν η βάση της εκπαίδευσής τους στην εκμάθηση τρόπων βασανισμού, κακομεταχείρισης και ταπείνωσης των κρατουμένων. Οι εκπαιδευόμενοι που έδειχναν την παραμικρή αδράνεια στο να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τις “εκπαιδευτικές βιαιοπραγίες” εκδιώκονταν και δέχονταν απειλές για το μέλλον τους στα SS. Η μηχανή παραγωγής βασανιστών λειτουργούσε με όλους τους κανόνες της απανθρωπιάς, ενώ επιπλέον οι συμμετέχοντες είχαν την βεβαιότητα ότι άξιζαν όλα τα πλεονεκτήματα μιας υπερελίτ μέσα στη φυλή των αρίων. Ακόμη και ο πιο χαμηλόβαθμος SS είχε δικαιώματα ζωής και θανάτου πάνω στον οποιονδήποτε κρατούμενο. Στο Dachau εφαρμόστηκε για πρώτη φορά και εν συνεχεία καθιερώθηκε σε όλα τα υπόλοιπα στρατόπεδα συγκέντρωσης το σύστημα κατηγοριοποίησης και σήμανσης των κρατουμένων με τη χρήση των τριγωνικών χρωματιστών σημάτων ραμένων στο πέτο. Στη θέση των Kapo, σε όλα τα στρατόπεδα του Ράιχ, η πρώτη επιλογή ήταν οι ποινικοί κρατούμενοι, ώστε να καθίσταται ακόμη πιο αφόρητη η ζωή για τους υπόλοιπους κρατούμενους. Με τον καιρό και με τη διαρκή επέκταση των στρατοπέδων και των λειτουργιών τους ως κέντρα διαχείρισης εργασίας πολυάριθμων κρατούμενων-δούλων, έγινε αναγκαία η κάλυψη σημαντικών θέσεων στις υπηρεσίες διαχείρισης, λογιστικής και επιμελητείας από πολιτικούς κρατούμενους, στις τάξεις των οποίων, κατά κανόνα, βρίσκονταν οι περισσότερο μορφωμένοι και κατάλληλοι για ανάλογα καθήκοντα. Ένας επιπλέον λόγος γι αυτή την επιλογή σχετιζόταν και με το γεγονός της χαμηλής μόρφωσης των SS, όπως επίσης και με τη ιδεολογικοποιημένη άρνηση και αποστροφή της ναζιστικής πληβειακής κοσμοθεωρίας προς κάθε μορφή διανοουμενισμού και μόρφωσης, χαρακτηριστικά που θεωρούνταν ως παράγοντες εκφυλισμού του γερμανικού έθνους (Volk). Σε κάθε περίπτωση ένας από τους κύριους σκοπούς των SS ήταν ο εξανδραποδισμός μέσω του διαχωρισμού των κρατουμένων στη βάση μικροπρονομίων. Εκεί όπου η οργάνωση, η ενότητα και η πολιτική συνείδηση των κρατουμένων χαλάρωσε, ή σε εκείνα τα στρατόπεδα όπου η συνεννόηση των κρατουμένων δυσχεραινόταν σοβαρά από διαφορές στη γλώσσα και από προϋπάρχουσες εθνικιστικές, θρησκευτικές ή πολιτικές προκαταλήψεις, εκεί οι όροι της επιβίωσης έγιναν χειρότεροι για τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατουμένων. Το καλοκαίρι του 1935 υπήρχαν πέντε στρατόπεδα συγκέντρωσης υπό τη διοίκηση των SS στα οποία ήσαν έγκλειστοι περί τους 4000 κρατουμένους. Πάντως, το ίδιο έτος η πλειοψηφία των πολιτικών κρατουμένων βρίσκεται στις κρατικές φυλακές (περί τους 23.000). Σημειώνεται σταδιακή αύξηση των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από το 1936 και μετά. Τότε εμφανίζεται έντονη η τάση για τυποποίηση στην αρχιτεκτονική τους και στους κανόνες λειτουργίας τους και τα στρατόπεδα γεμίζουν χάρη στις μαζικές συλλήψεις ανθρώπων από το αποκαλούμενο, από τους ναζί, “κοινωνικό περιθώριο”. Το νέο μοντέλο στρατοπέδου, σύμφωνα με την γεμάτη υπερηφάνεια δήλωση του Himmler, είναι “[...] το στρατόπεδο συγκέντρωσης της μοντέρνας εποχής, το οποίο μπορεί να επεκταθεί κάθε στιγμή [...]”xvi. Πρόκειται για μικρές πολιτείες του τρόμου, άμεση εφαρμογή της ναζιστικής κοσμοθεώρησης, με κτίρια, θαλάμους και δρόμους, διοικητήριο, υπερυψωμένες σκοπιές, τείχη και ηλεκτροφόρα σύρματα, βιοτεχνίες, εργαστήρια και, σε ξεχωριστό μέρος, κατοικίες για τα μέλη των SS. Μέχρι το 1938 οι Εβραίοι αποτελούν μειοψηφία μεταξύ των κρατουμένων και συνήθως έχουν συλληφθεί για μη φυλετικούς λόγους. Βέβαια, η θέση τους στα στρατόπεδα είναι χειρότερη σε σύγκριση με εκείνη των υπολοίπων και υπόκεινται σε επιπλέον βιαιότητες και ταπεινώσεις. Μετά τη “νύχτα των κρυστάλλων” στις 9 Νοέμβρη 1938, ο αριθμός τους πολλαπλασιάζεται. Μέσα σε λίγες μέρες συλλαμβάνονται και στέλνονται στα στρατόπεδα περί τις 36.000 Εβραίοι. Εκεί βρίσκουν το θάνατο από την κακομεταχείριση και τα βασανιστήρια μερικές εκατοντάδες από αυτούς. Πάντως σκοπός του καθεστώτος δεν είναι ακόμη η μαζική εξόντωσή τους αλλά η τρομοκράτησή τους, ώστε να αποδεχτούν την κατάσχεση της περιουσίας τους και έπειτα να αυτοεξοριστούνxvii. Με την έναρξη του πολέμου, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, βρίσκονται σε λειτουργία τα εξής έξι μεγάλα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εργασίας: Dachau, Buchenwald, Sachsenhausen, Flossenbürg, Mauthausen και Ravensbrück. Το τελευταίο είναι στρατόπεδο για γυναίκες κρατούμενες. Ο συνολικός αριθμός κρατουμένων εκείνη την ημερομηνία υπολογίζεται στις 21.000. Mauthausen 1939-1945 Το στρατόπεδο του Mauthausen, το 1945, έφτασε να εκτείνεται σε 150 στρέμματα και περιελάμβανε 95 κτίρια. Στα χρόνια από το 1939 και μετά μετατράπηκε σε διοικητικό κέντρο στο οποίο υπάγονταν 49 στρατόπεδα. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν τα στρατόπεδα του Ebensee, Linz, Gusen (I, II III), Graz κά. Το Φεβρουάριο του 1939 διορίζεται διοικητής του στρατοπέδου ο υπολοχαγός των SS Franz Ziereis. Ο Zereis παρέμεινε διοικητής καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας του στρατοπέδου και γι αυτό το λόγο αναφέρεται ως “ο Διοικητής” του Mauthausen. Η σκληρότητα του, ο ζήλος του στην οργάνωση των εξοντώσεων, καθώς και η προσωπική του συμμετοχή σε πολλές βιαιοπραγίες και δολοφονίες κρατουμένων έχει καταγραφεί σε πολλές μαρτυρίες επιζώντων. Η αναρρίχησή του στις ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας των SS ήταν γρήγορη. Το 1944, στην ηλικία των 39 ετών είχε προαχθεί σε Συνταγματάρχη των SS χωρίς να έχει περάσει ούτε μία μέρα στο μέτωπο και παρόλο που πριν την ένταξη του στους SS ήταν χαμηλόβαθμος υπαξιωματικός του στρατού. Γενικά, η γρήγορη στρατιωτική σταδιοδρομία αρκετών διοικητών στρατοπέδων συγκέντρωσης, καθώς και πολλών άλλων μεσαίων και ανώτερων βαθμοφόρων των SS παρουσιάζει αρκετά κοινά σημεία, όσον αφορά τη χαμηλή κοινωνική τους προέλευση και τη σχετικά μικρή μόρφωση τους. Σε κάθε περίπτωση πολλοί νέοι επηρεασμένοι από το μιλιταριστικό πνεύμα, την ανάγκη για εξουσία καθώς και τη δίψα για κοινωνική άνοδο, αναγνώριση και καταξίωση ανακάλυψαν τις μεγάλες ευκαιρίες κοινωνικής κινητικότητας που πρόσφερε το σώμα των SS. Η ευγνωμοσύνη τους μεταφραζόταν σε σχολαστική υπακοή στις διαταγές και σε ζήλο στην ανάληψη πρωτοβουλιών με σκοπό την αποδοτικότερη εφαρμογή των διαταγώνxviii. Μετά την έναρξη του πολέμου ο πληθυσμός των κρατουμένων αυξανόταν σταδιακά. Εκτός από Γερμανούς και Αυστριακούς, ένας μεγάλος αριθμός από κρατούμενους από τις νεοκατακτηθείσες χώρες στέλνονταν συστηματικά στο Mauthausen και στα άλλα στρατόπεδα που υπάγονταν σε αυτό. Στρατόπεδα όπως εκείνα του Gusen (I, II και ΙΙΙ) ή του Ebensee έφτασαν να έχουν ίσο και μεγαλύτερο αριθμό κρατουμένων από το μητρικό στρατόπεδο. Όλα τα στρατόπεδα ήταν κατασκευασμένα κοντά σε τόπους σημαντικών οικονομικών συμφερόντων. Υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των κρατουμένων, υπερπληθυσμός και ελλειπέστατες εγκαταστάσεις υγιεινής. Καθημερινά ωράρια εργασίας των 12 ωρών. Διατροφή φτωχή σε θρεπτικά συστατικά η οποία παρείχε στις καλύτερες περιόδους μόλις το 50% των απαραίτητων καθημερινών θερμίδων. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν, ήδη, από το 1940 η ραγδαία αύξηση του ποσοστού των θανάτων που “αντιμετωπίστηκε” στη συνέχεια με την κατασκευή του πρώτου από τα τρία συνολικά κρεματόρια που τέθηκαν σε λειτουργία στο στρατόπεδοxix. Το στρατόπεδο του Mauthausen είχε την τραγική φήμη να είναι το σκληρότερο ανάμεσα στα στρατόπεδα εργασίας του ευρύτερου Reich. Τον Ιανουάριο του 1941 ο αρχηγός του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ (RSHA) Reinhard Heydrich εξέδωσε ένα διάταγμα το οποίο ταξινομούσε τα στρατόπεδα σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονταν τα στρατόπεδα του Dachau, του Sachsenhausen και το κεντρικό στρατόπεδο του Auschwitz στα οποία οι έγκλειστοι χαρακτηριζόνταν “αναμορφώσιμοι”. Τα στρατόπεδα του Buchenwald, Flossenbürg, Neuengamme, Gross-Rosen και το υπό κατασκευή Auschwitz ΙΙ-Birkenau προορίζονταν για κρατούμενους με κάποια πιθανότητα “αναμόρφωσης και βελτίωσης”. Η τρίτη κατηγορία περιελάμβανε μόνο το στρατόπεδο του Mauthausen και σε αυτό θα φυλακίζονταν οι “αδιόρθωτοι” κρατούμενοι, εκείνοι με τις ελάχιστες πιθανότητες “αναμόρφωσης”. Η κατηγοριόποιηση του Heydrich προδιέγραψε την τύχη των κρατούμενων στο Mauthausen. Το 1941 το ποσοστό θανάτων έφτασε στο 52% των κρατουμένων, 8200 νεκροί επί συνόλου 15900xx. Με το διάταγμα του Δεκεμβρίου 1941, το επονομαζόμενο “Νύχτα και Ομίχλη” (“Nacht und Nebel”), υπογεγγραμμένο από τον στρατάρχη της Wehrmacht Wilhelm Keitel, προβλεπόταν η σύλληψη, η μυστική μεταφορά και η εκτέλεση όλων εκείνων που ορίζονταν ως οι μέγιστοι εχθροί του Ράιχ, δηλαδή οι αντιστασιακοί στις κατεχόμενες χώρες. Το Mauthausen ήταν το μέρος όπου από το 1942 κατέληξαν αιχμάλωτοι αντιστασιακοί από το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Χιλιάδες Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, Πολωνοί, Τσέχοι κατέληξαν στο Mauthausen όπως επίσης και περίπου 10.000 Ισπανοί Δημοκρατικοί οι οποίοι είχαν περάσει στη Γαλλία μετά το τέλος του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου και εν συνεχεία έπεσαν στα χέρια των ναζί, έπειτα από την ήττα της Γαλλίας το 1940. Από αυτούς επιβίωσαν μέχρι την απελευθέρωση μόλις 1600xxi. Το Mauthausen, αρχικά, δεν προοριζόταν για εκτοπισμό και κράτηση μεγάλων πληθυσμών Εβραίων. Μέχρι την αρχή του έτους 1944 είχαν μεταφερθεί εκεί λιγότεροι από 3000 Εβραίοι και στην πλειοψηφία τους είχαν εξοντωθεί πριν το 1943xxii. Από τα μέσα του 1944 άρχισαν να καταφθάνουν στο, υπαγόμενο στο Mauthausen, στρατόπεδο του Ebensee μεγάλοι αριθμοί Εβραίων, κατά κύριο λόγο προερχόμενοι από το Auschwitz. Σκοπός ήταν η ενίσχυση του εργατικού δυναμικού στις πολεμικές βιομηχανίες που είχαν εγκατασταθεί στα περίχωρα των στρατοπέδων. Οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων ήταν καταστροφικές. Για παράδειγμα από το διαπιστωμένο αριθμό των 8078 που κατεγράφησαν στο Ebensee περίπου 3100 πέθαναν. Σε ένα άλλο στρατόπεδο, εκείνο του Melk, οι κρατούμενοι ήσαν σχεδόν αποκλειστικά Εβραίοι. Το ένα τρίτο των 15000 κρατουμένων που κρατήθηκαν εκεί απεβίωσε πριν από την ημέρα της απελευθέρωσηςxxiii. Η μηχανή του θανάτου στο Mauthausen ήταν καλολαδωμένη για να εξοντώνει με μεγάλη αποτελεσματικότητα το καταβεβλημένο εργατικό δυναμικό των κρατουμένων. Το ναζιστικό δόγμα για “εξόντωση μέσω της εργασίας” που επιβλήθηκε μαζικά στα εβρα ϊκά γκέτο της Πολωνίας και των Βαλτικών χωρών από το 1940, μπήκε έπειτα σε γενική εφαρμογή σε όλα τα στρατόπεδα του Ράιχ με διαταγή του διοικητή της υπηρεσίας WVHA των SS, Oswald Pohl, με ημερομηνία 30 Απριλίου 1942. Η διαταγή αναφερόταν στη νέα τροπή που είχε πάρει ο πόλεμος (δηλαδή στην αδυναμία συνέχισης του “κεραυνοβόλου πολέμου” λόγω της οριστικής αποτυχίας του εγχειρήματος) και στην ανάγκη να χρησιμοποιηθεί το σύνολο των ικανών προς εργασία κρατουμένων για τους σκοπούς της πολεμικής βιομηχανίας. Προέβλεπε τη χρησιμοποίηση όλων των καταδικασμένων σε θάνατο κρατουμένων σε “εργασία μέχρι θανάτου” και διέτασσε την αποστολή όλων των φυλακισμένων Γερμανών και Τσέχων με ποινές φυλάκισης άνω των οκτώ ετών, καθώς και όλων των Ρώσων, Ουκρανών, Πολωνών, Τσιγγάνων και Εβραίων με ποινές άνω των τριών ετών στα κοντινότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η διαταγή ανέφερε “Η εργασία πρέπει να είναι, με την πλήρη σημασία της λέξης, εξουθενωτική, [υπογράμμιση δική μας] ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη απόδοση”. Ακόμη επισημοποιούσε εκείνο που είχε ήδη επιβληθεί στην πράξη, δηλαδή, “Δεν υπάρχει κανένα όριο στις ώρες εργασίας. Η διάρκεια της εργασίας καθορίζεται μόνον από τις απαιτήσεις των εγκαταστάσεων και από τον τύπο της εργασίας”xxiv. Ειδικότερα για τους Εβραίους, προερχόμενους από όλες τις κατεχόμενες από τους ναζί χώρες, η διαταγή της διοίκησης των SS παρέτεινε τη ζωή μόνο στο ένα πέμπτο περίπου των μεταφερομένων από τα γκέτο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αφού τα υπόλοιπα τέσσερα πέμπτα (μεσήλικες και μεγαλύτεροι, άρρωστοι, παιδιά, η πλειοψηφία των γυναικών) με την άφιξή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, κυρίως στο Auschwitz II-Birkenau και στο Majdanek, στέλνονταν κατευθείαν και χωρίς καταχώρηση στους καταλόγους κρατουμένων, στους θαλάμους αερίωνxxv. Η ρητή διαταγή για “εξουθενωτική εργασία” ανακεφαλαίωνε τις από καιρό εφαρμοζόμενες πρακτικές στο Mauthausen και καθόριζε το πεπρωμένο όλων εκείνων των κρατουμένων που ήταν ήδη άχρηστοι για τους σκοπούς του Ράιχ. Οι άρρωστοι και οι ανίκανοι για εργασία κρατούμενοι θανατώνονταν στο θάλαμο αερίων που είχε ήδη μπει σε λειτουργία στις 23 Μαρτίου 1942. Οι πρώτοι κρατούμενοι που θανατώθηκαν εκεί ήσαν 26 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου. Υπολογίζεται ότι 3500 ως 5000 κρατούμενοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στο θάλαμο αερίων, ενώ άλλοι τόσοι θανατώθηκαν στο γειτονικό κάστρο του Hartheim με τον ίδιο τρόπο. Το περιβόητο αυτό κάστρο ήταν ένα από τα κέντρα μαζικών δολοφονιών μεταξύ 1939-1941 στα πλάισια του προγράμματος “ευθανασίας” Τ4 (Aktion T4)xxvi. Εκεί βρήκαν το θάνατο πολλοί θεωρούμενοι από το ναζιστικό καθεστώς ανάπηροι ή πραγματικά πάσχοντες από κάποια αναπηρία (συμπεριλαμβανομένων και παιδιών) και οι οποίοι, σύμφωνα με το ναζιστικό καθεστώς είχαν “μια ζωή που δεν αξίζει να ζει κανείς”. Πρώην κρατούμενοι επιθεωρούν τους φούρνους στα κρεματόρια του MauthausenΈνας εναλλακτικός τρόπος εξόντωσης που ευρέως χρησιμοποιήθηκε στο Mauthausen ήταν το φόρτωμα των, μη χρήσιμων για τους ναζί, κρατουμένων σε ειδικά φορτηγά των οποίων η κλειστή καρότσα είχε κατάλληλα τροποποιηθεί ώστε να είναι σφραγισμένη και στην οποία διοχετεύονταν τα καυσαέρια του οχήματος. Το στρατόπεδο του Mauthausen δέχτηκε χιλιάδες κρατουμένων προερχόμενων από το Auschwitz μετά την εκκένωση του τελευταίου, τον Ιανουάριο του 1945, λόγω της προ
Keywords
η ζωη, θανατος, αυγουστος, ζωη, μαη, συλληψεις, δραση, ρητά, hitler, gmbh, συνταγμα, spd, otto, εκλογες, καιρος, ιουνίου, απρόσκοπτα, νέα, καλοκαιρι, iii, συμμετοχή, γαλλια, τελη κυκλοφοριας, σταση εργασιας, μετρο, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας 2012, Πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού, κυβερνηση εθνικης ενοτητας, νεα κυβερνηση, Καλή Χρονιά, εκλογες 2012, η ημέρα της γης, νεκρος συνταγμα, τελος του κοσμου, τελη κυκλοφοριας 2014, τελη κυκλοφοριας 2015, τελη κυκλοφοριας 2016, αδεια ειδικου σκοπου, κομματα, βουλευτες, ημερομήνια, ρητά, χωρες, ημερολόγιο, αδεια, αστυνομια, βελγιο, βερολινο, γηπεδα, γνωση, διατροφη, δουλεια, εβραιοι, εθνικη, εργασια, ημερησια, ηττα, ολλανδια, πιεση, πυλη, ραδιο, τυχη, hitler, αγνοια, αδρανεια, αδυναμια, αυξηση, αξιζει, αναπηρια, απρόσκοπτα, αριων, αρχιτεκτονικη, ασυλο, άφιξη, βαβελ, βαυαρια, εβδομαδες, βιεννη, βοηθεια, βορεια, βρισκεται, γεγονος, γινει, γινεται, γκετο, γλωσσα, διαστημα, διευθυνση, δυνατοτητα, δημοσιο, διψα, δηλωση, διοικηση, δικη, δογμα, διοικητης, δολοφονιες, δυναμικο, δοθηκε, εγινε, εγκληματα, ευκολο, υπαρχει, εκρηκτικα, ελευθερια, ενδυση, εξι, επιτυχια, ερευνα, εταιρια, ετων, ετος, εχθροι, ζωης, ιδεα, ιδεες, ιδια, ιδιο, ιδρυση, εικοσι, ηλικια, υπηρεσια, υπηρεσιες, υπηρχαν, θανατικη ποινη, ιδεολογια, ομιλια, ισχυς, κυβερνηση, κομμα, κρεβατια, κρατικο, κτιρια, κωμοπολη, λειτουργια, λοχια, λογο, μαζα, ματια, μηνες, μικρο, μορφη, μυστικα, μονα, ναζι, νυχτα, ομαδα, οκτω, ορια, οχθη, παιδια, πεθανε, πεπρωμενο, πιθανοτητες, πνοη, προβληματα, πρωι, ραιχ, ρολο, συνεχεια, σειρα, συλληψη, συμμετοχή, συνταγη, σωμα, σπιτι, σχεδια, σχεδιο, ταση, τιμωρια, τειχη, τρια, τριτη, φυλακη, φαντασματα, φαντασια, φαρμακα, φυσικα, φημη, φορα, φορτηγα, χαος, χρονος, ωρες, αχρηστοι, δικαιωματα, εφαρμογη, εκδικηση, εθνικο, φυλακες, ηγετες, ιδιαιτερο, ιουνίου, μπροστα, νεκροι, νοσοκομειο, ομαδες, otto, πληροφοριες, θεματα, υγειας, χερια
Τυχαία Θέματα