To κράτος αντιμετωπίζει σαν εγκληματίες τους φτωχούς συμπολίτες μας



Η ΠΙΟ ΣΟΒΑΡΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΡΚΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ

Ένα πύρινο άρθρο-μανιφέστο κατά του Μνημονίου με την υπογραφή του συνταγματολόγου Προκόπη Παυλόπουλου αποτελεί την πιο επαναστατική δράση κατά των μνημονίων που εκδηλώνεται μέσα από... την καρδιά του "συστήματος". Κι αυτό γιατί κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την "συστημικότητα" του πανίσχυρου επί Καραμανλή υπουργού. Ο Προκόπης λοιπόν στα συν του οποίου
το Κουρδιστό Πορτοκάλι μετράει το γεγονός ότι επέλεξε να ισοπεδωθεί η Αθήνα παρά οι δυνάμεις καταστολής να αιματοκυλίσουν την εξέγερση που έγινε με αφορμή την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, έρχεται να αμφισφητήσει με ένα κείμενο φωτιά την νομιμότητα των κυβερνήσεων μια και κάνει ανοιχτά λόγο για την κατάλυση του κράτους δικαίου μέσα από την κατάλυση της συνταγματικής τάξης.

Το άρθρο του Παυλόπουλου είναι κάτι παραπάνω από επαναστατικό, είναι βαθιά ανθρωπιστικό, και ακουμπάει την καρδιά του προβλήματος όπως είναι η κατάλυση του συντάγματος. Αποκτά δε και τεράστιες κοινωνικές διατάσεις μια και είναι η πρώτη φορά που ένας εκπρόσωπος της παραδοσιακής αστικής τάξης με το κύρος του Παυλόπουλου, βάζει στην θέση του όλο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αλλά και στη ουσία δείχνει το δρόμο στους χειμαζόμενους πολίτες εκεί έξω, να προσφύγουν στην Δικαιοσύνη και να ζητήσουν ακόμη και την ποινική δίωξη των σημερινών φυσικών αυτουργών της κατάλυσης του Συντάγματος!

Με απλά λόγια ο πρώην υπουργός δείχνει τις κατευθύνσεις για το πως θα πρέπει να κινηθούν οι συνήγοροι υπεράσπισης των πολιτών ώστε να οδηγηθεί στις φυλακές Κέρκυρας, ο σκληροτράχηλος Χάρης Θεοχάρης-πονούν ωρέ τα παληκάρια;

Οχι. Δεν θα μιλήσουμε για αντίδραση του "καραμανλικού στρατοπέδου", είναι κάτι πέρα και πάνω από μια εσωκομματική αντιπολίτευση και έτσι θα πρέπει να διαβασθεί. Είναι την ίδια στιγμή βαθιά πολιτικό κείμενο-παρόμοιό του δεν τόλμησε να δημοσιοποιήσει κανάνα από τα υφιστάμενα κομματίδια της κεντροαριστεράς τύπου ΔΗΜΑΡ-Μαλέλης, Κίνηση των 58 ρεμπεσκέδων, και πάει λέγοντας. Ο Παυλόπουλος με το μανιφέστο του ακουμπάει την οργή που έχει συσσωρευθεί κάτω από την εκκωφαντική σιωπή ενώ την ίδια ώρα χαστουκίζει τα πιόνια του οικονομικού επιτελείου.

Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές.

«Το ζούμε κι αυτό εν Ελλάδι, στην εποχή των Μνημονίων: Ένα είδος «αντικειμενικής» ποινικής ευθύνης, που οδηγεί στην καταδίκη οιουδήποτε ως εγκληματία, χωρίς ίχνος υπαιτιότητας, αρκεί να οφείλει στο Δημόσιο και στα δορυφορικά του νομικά πρόσωπα», σημειώνει ο βουλευτής και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Προκόπης Παυλόπουλος, σε άρθρό του που δημοσιεύεται στη Real News την Κυριακή 15 Δεκεμβρίου.

Σε άλλο σημείο αναφέρει ότι το κράτος αντιμετωπίζει σαν "εγκληματία" τον πολίτη ο οποίος δεν μπορεί να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο και προς τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα –ακόμη κι αν τούτο δεν οφείλεται σε δική του υπαίτια συμπεριφορά, αλλά στην πλήρη ανατροπή της οικονομικής του κατάστασης αποκλειστικώς λόγω της δεινής κρίσης που τον πλήττει και με επίσης αποκλειστική ευθύνη εκείνων που διαχειρίζονται την τύχη της Χώρας –είναι, κατά νόμο, «εγκληματίας» και αυτή η διαπίστωση δεν πρέπει να θεωρηθεί υπερβολική.

«Είναι μια πραγματικότητα, η οποία δείχνει τον σημερινό κατήφορο του Κράτους Δικαίου και, επέκεινα, του νομικού μας πολιτισμού. Αψευδής μάρτυρας είναι το παράδειγμα–δυστυχώς μεταξύ άλλων- που προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 3943/2011, οι οποίες προβλέπουν για τέτοιες οφειλές ποινές φυλάκισης ως και τριών, τουλάχιστον, ετών», υπογραμμίζει και προσθέτει ότι αυτή η οιονεί «αντικειμενική», ποινική ευθύνη είναι όχι μόνον εξόχως άδικη και κοινωνικώς διαβρωτική αλλά, προεχόντως, αντισυνταγματική, όπως προκύπτει από τα εξής:

«Α. Οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1, εδ. α’ του Συντάγματος θεσμοθετούν την παραδοσιακή αρχή «nullum crimen nulla poena sine lege», ορίζοντας: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της».

Β. Υπό τα δεδομένα αυτά του Συντάγματος –και όχι μόνο- είναι, άραγε, πλήρως ελεύθερος ο νομοθέτης να καθορίζει την έννοια του εγκλήματος; Κάθε άλλο.

Η σχετική αρμοδιότητά του οριοθετείται, πάντοτε κατά το Σύνταγμα, πολλαπλώς:

1. Πριν απ’ όλα οριοθετείται από την ίδια την έννοια της ποινής που, κατά την απολύτως κρατούσα άποψη στο πεδίο του ποινικού δικαίου, συνιστά το πρωταρχικό –και έναντι αυτού τούτου του εγκλήματος- μέγεθος της ποινικής καταστολής.

2. Για να θυμηθούμε τον κλασικό, και συνεπώς πάντοτε ισχύοντα, ορισμό του Hugo Grotius («De Jure Belli ac Pacis, libri tres», 1625, ΙΙ, κεφ. ΧΧ), η ποινή αποτελεί «malum passionis quod infligitur propter malum actionis». Δηλαδή συνιστά κύρωση, η οποία επιβάλλεται για μια καταδικαστέα πράξη.

3. Κατ’ αποτέλεσμα, λοιπόν, η νομοθετική αρμοδιότητα οριοθετείται από την συνολική έννοια του εγκλήματος, υπό την τυπική και ουσιαστική του έννοια, κατά την οποία: Έγκλημα, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος, συνιστά εκείνη η εξωτερική ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία αφενός είναι ιδιαζόντως αντικοινωνική, με την έννοια ότι χαρακτηρίζεται από ιδιάζουσα κοινωνική απαξία. Και, αφετέρου, μπορεί να καταλογισθεί στο δράστη ύστερα από απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου του οποίου, κατά τις θεμελιώδεις –περί διάκρισης των εξουσιών- διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 3 του Συντάγματος, οι αποφάσεις «εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού», άρα το πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας».

Ο κ. Παυλόπουλος αναφέρει ότι κατά το Σύνταγμα, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία:

Α. Δεν ενέχει ιδιαίτερη κοινωνική απαξία.

Β. Και, επιπλέον, δεν μπορεί ν’ αποδοθεί σε υπαιτιότητα του δράστη.

Στο άρθρο του καταλήγει:

Οι σκέψεις που προηγήθηκαν οδηγούν, νομίζω ευχερώς, στις εξής δύο διαπιστώσεις:

Α. Πρώτον, η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία οφείλουν ν’ αποκαταστήσουν αμέσως την συνταγματική τάξη, η οποία έχει καιρίως τρωθεί απ’ αυτήν την προκλητική αλλοίωση της έννοιας του εγκλήματος.

Β. Δεύτερον, και ως τότε, η Δικαιοσύνη, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα των νόμων κατά τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, οφείλει να κρίνει ως αντισυνταγματικές και, άρα, ανεφάρμοστες διατάξεις που καθιερώνουν μια τέτοια οιονεί «αντικειμενική» -ήτοι άνευ υπαιτιότητας- ποινική ευθύνη.

Προς την κατεύθυνση αυτή άκρως διδακτική είναι η εμπειρία της «κλοπής ή υπεξαίρεσης ευτελούς αξίας», που καθιερώνουν οι διατάξεις του άρθρου 377 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, κατά τις οποίες αν η πράξη «τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη» (κλοπή ή υπεξαίρεση «χρήσεως»). Αν η εμπειρία του Γιάννη Αγιάννη, στους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ, «ενέπνευσε» το ποινικό δίκαιο της εποχής εκείνης, μπορούμε σήμερα να είμαστε «υπερήφανοι» όταν κάνουμε βήματα προς τα πίσω, και μάλιστα εν ονόματι ενός απρόσωπου –αλλά και εντελώς αμφίβολης οικονομικής αποτελεσματικότητας- «δημοσιονομικού δημόσιου συμφέροντος»;
Keywords
Τυχαία Θέματα