«Στα Σκοτεινά – Making Movies»: 9 μονόλογοι του Γιώργου Ηλιόπουλου, ερμηνευμένοι από 4 ηθοποιούς

Όταν ένα ξεχωριστό, σπαρταριστό κείμενο, όπως αυτό του Γιώργου Ηλιόπουλου, συμπλέκεται με φρέσκες, ειλικρινείς και ουσιαστικές σκηνοθετικές πρακτικές, όπως αυτή του Θοδωρή Βουρνά, τότε το αποτέλεσμα δε μπορεί παρά να τραβήξει την προσοχή των θεατών.

Από τον Κώστα Νταλιάνη και τον Δημήτρη Σεμερτζίδη

Εννιά διαφορετικές ιστορίες-μονόλογοι υπό το θεματικό συσχετισμό του σεξ και της βίας, σε διάφορες μορφές τους. Η σχετικά χαλαρή μεταξύ τους σύνδεση αντισταθμίζεται με δύο προτερήματα: το χάρισμα του συγγραφέα όσον αφορά τον ζωντανό, ρευστό, έξυπνο και

χιουμοριστικό διάλογο και τις εξαιρετικές εναλλαγές από το αστείο στο κωμικό και ανάποδα.

Στη συγκεκριμένη παράσταση αυτό που παρακολουθήσαμε ήταν κατ’ουσίαν ένα ψυχογράφημα, μία σκηνική σύνθεση ανεξάρτητων ιστοριών, με άξονα το σεξ και όλες τις συναισθηματικές προεκτάσεις που συνδέονται με αυτό (από τον ίλιγγο και την προσμονή μέχρι και τη βία). Και οι τέσσερις ήρωες πασχίζουν να επανενώσουν τα κομμάτια του πολυδιασπασμένου τους εγώ, αναζητώντας ακαταπαύστως την χαμένη τους αθωότητα, κι ας μη γίνεται πασίδηλα αντιληπτό. Εκθέτονται επί σκηνής προσωπικές ιστορίες, άλλοτε κωμικές και γλυκόπικρες και άλλοτε σκληρές και βίαιες.

Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης κάποιος από τους πρωταγωνιστές βιντεοσκοπεί τις αφηγήσεις των υπολοίπων από διάφορες οπτικές γωνίες. Έξυπνο σκηνοθετικό τρικ, που ενδεχομένως στοχεύει στην παρακίνηση του θεατή να διερευνήσει το ευρύ ψυχικό φάσμα των ηρώων, εξυπηρετώντας την ανάγκη του ανθρώπου να παρακολουθεί την πορεία του αποστασιοποιημένος από τα τρέχοντα γεγονότα.

Ο Ορέστης Τρίκας παίζει σε τρεις μονολόγους. Η καλύτερη στιγμή του είναι στον δεύτερο μονόλογο, υποδυόμενος ένα νεαρό αδίστακτο στέλεχος, που δεν έχει την παραμικρή ηθική αναστολή και είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να ανελιχθεί. Η ερμηνεία του είναι ιδανική: το βλέμμα του μετέδιδε την ψυχρότητα, οι κινήσεις του φανέρωναν το ναρκισσισμό και η φωνή του πρόβαλλε την αυτοπεποίθηση του ρόλου, θυμίζοντας τον Μάικλ Ντάγκλας στον ρόλο του Γκόρντον Γκέκο στην ταινία «Wall Street». Στον τρίτο μονόλογό του, στον οποίο ο ήρωας συνεχώς τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια του κοινού, αν και ο Ορ.Τρίκας πετυχαίνει τέλεια την απαιτούμενη αμφισημία του ρόλου, προδίδεται από το ίδιο το κείμενο, που υπάρχει χωρίς ιδιαίτερο λόγο και σκοπό.

Ο Νίκος Αναγνωστόπουλος ερμηνεύει δύο μονολόγους, που αναφέρονται σε παιδικούς ήρωες και χαρακτηρίζονται από τρυφερότητα και γλυκύτητα. Καταφέρνει επιδέξια, ερμηνεύοντας με ευαισθησία και ειλικρίνεια, να μην παρασυρθεί στο μελό ή στο γλυκανάλατο και να είναι πειστικότατος στις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ρόλων.

Ο Λάζαρος Βασιλείου ερμηνεύει άλλους δύο μονολόγους με έντονο το θέμα του σεξ. Στον δεύτερο, που είναι και ο πιο ενδιαφέρον, ένας νεαρός, με επιτυχία στις γυναίκες, παθαίνει ένα τραγικό ατύχημα. Τα κωμικά στοιχεία είναι πολύ εύστοχα και ο Λαζ.Βασιλείου είναι ξεκαρδιστικός, παρασύροντας με ευκολία το κοινό στο κωμικό ρεσιτάλ του.

Η Λία Τσάνα ανέλαβε δύο ρόλους, που εκφράζουν πιο ουσιαστικά το κεντρικό θέμα της παράστασης. Και στους δύο συναντάμε τον συσχετισμό σεξ και βίας (στην πρώτη περίπτωση, σωματικής, στη δεύτερη, πνευματικής). Ο πρώτος μονόλογος αναφέρεται σε μια γυναίκα, που κακοποιείται από τον άντρα της, αλλά συγχρόνως, έλκεται με έναν παράξενο τρόπο από αυτήν την συμπεριφορά. Η σεξουαλική έλξη έχει νεκρώσει την λογική σκέψη της και την έχει καταντήσει υποχείριο του έρωτα, φαινόμενο, που όχι σπάνια, το συναντάμε και στην πραγματικότητα. Η Λ.Τσάνα είναι πειστική στον ρόλο του θύματος, επιδεικνύοντας εξαιρετική σωματική εκφραστικότητα. Στον δεύτερο μονόλογο, ενσαρκώνει μια κοπέλα, που συνειδητοποιεί την δύναμη του φύλου της πάνω στους άντρες. Ο ρόλος είναι προκλητικός, μιας και στη διάρκεια του η πιο συχνή λέξη, που ακούγεται, είναι το μουνί, ενώ αναφέρεται με ωμό τρόπο στο σεξ. Η Λ.Τσάνα με την εναλλαγή της από καταθλιπτική γυναίκα σε μηχανή του σεξ είναι απολαυστική και τονίζει περισσότερο το κωμικό στοιχείο της ιστορίας και όχι τόσο το προκλητικό, πετυχαίνοντας μια πολύ καλή μίξη αισθησιασμού και γέλιου.

Ο σκηνοθέτης Θ.Βουρνάς τοποθετεί μια τηλεόραση στη μέση της σκηνής και εφοδιάζει τους ηθοποιούς με μια κάμερα, αφήνοντας τους την ελευθερία να την στρέψουν, όπου θέλουν, ώστε να καταγράψουν τα δρώμενα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και να δώσουν στο κοινό την ευκαιρία να δει τους χαρακτήρες από ποικίλες υποκειμενικές ματιές. Οι μονόλογοι εναλλάσσονται με κινηματογραφικό ρυθμό, διατηρώντας αμείωτη την ένταση καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ο σκηνοθέτης χειρίζεται, επίσης, πολύ καλά το στήσιμο των ηθοποιών, αφήνοντας απόλυτη ελευθερία κινήσεων στους ηθοποιούς, που ενσαρκώνουν τους ήρωες του κάθε μονόλογου και τοποθετώντας τους δεύτερους ρόλους του μονολόγου (όπου υπάρχουν) πίσω από μια διαφάνεια. Το industrial σκηνικό είναι λιτό, αλλά προσφέρει την κατάλληλη ατμόσφαιρα, ενώ οι φωτισμοί βοηθούν στην νοηματική κατατόπιση.

Επίσης, ο Θοδ.Βουρνάς χειρίστηκε άψογα τους δεύτερους ρόλους, όπου αυτοί απαιτούνταν, τοποθετώντας δύο αραχνοΰφαντες κουρτίνες, συμβάλλοντας στην ανάδειξη των στιχομυθιών και της ψυχικής, συναισθηματικής και πνευματικής αντίθεσης των ηρώων στην εκάστοτε ιστορία.

Η υποκριτική χειμμαρώδης και ο λόγος ποιητικός αλλά άμεσος, στον οποίο οι ηθοποιοί δανείζουν σώμα και φωνή. Η εναλλαγή δυναμικών και πιο στατικών σκηνών είναι παρούσα καθ’όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ο σκηνικός χώρος δεν επιβαρύνθηκε με εφέ και η μινιμαλιστική προσέγγιση ήταν σωστά επιμελημένη, ώστε ο θεατής να αφοσιωθεί στο κομμάτι του λόγου. Η μουσική αναδείκνυε αποτελεσματικά την ψυχοσύνθεση των ηρώων. Κάποιες στιγμές μάλιστα ήταν τόσο σπαρακτική που συμπορευόταν με το προσωπικό δράμα του ήρωα, και “έδενε” τόσο, ώστε να παρασύρει τον θεατή καίρια και ουσιαστικά.

Οι φωτισμοί επίσης συμπλήρωσαν αυτό το εξαιρετικό σκηνοθετικό ψηφιδωτό. Ο σκηνοθέτης δεν φοβήθηκε τους μακροσκελείς μονολόγους και άφησε το πεδίο ελεύθερο να ξετυλιχθούν από τους ηθοποιούς, δίχως να αισθάνεται την ανάγκη να τους “μπολιάσει” με δράση.

Συμπερασματικά είναι μια αξιόλογη παράσταση με καλές ερμηνείες, που προσφέρει μια ευρεία γκάμα συναισθηματικών αντιδράσεων στους θεατές, αναδεικνύοντας προβλήματα και καταστάσεις, που πολλοί αντιμετωπίζουν, αλλά λίγοι εξομολογούνται.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Κείμενο: Γιώργος Ηλιόπουλος

Σκηνοθεσία: Θοδωρής Βουρνάς

Βοηθός Σκηνοθέτη: Σοφία Λεγάτου

Φωτισμοί: Θοδωρής Βουρνάς

Σκηνικά – Κοστούμια: Σοφία Λεγάτου

Μουσική: Σωτήρης Καστάνης

Φωτογραφία promo/artwork: Γιώργος Γιαννίμπας

Φωτογραφίες παράστασης: Μαρία Σαλταούρα

Βίντεο: Γιώργος Τσιρογιάννης

ΠΑΙΖΟΥΝ: Ορέστης Τρίκας, Νίκος Αναγνωστόπουλος, Λάζαρος Βασιλείου, Λία Τσάνα

Η παράσταση θα ξαναπαιχτεί από Οκτώβρη ή Νοέμβρηστον ίδιο χώρο:

Τεχνοχώρος CARTEL

Αγ. Άννης & Μικέλη 4 – Βοτανικός (στάση μετρό Ελαιώνας)

693 9898258 (14.00-21.00)

Αυτή την στιγμή στο θέατρο Cartel (www.carteltexnoxoros.com) τελειώνει το 2ο Scratch Festival, που στόχο έχει να στηρίξει νέους καλλιτέχνες που μέσα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο αγωνίζονται και συνεχίζουν να εκφράζονται. Το Scratch Festival, ένας πρωτοποριακός θεσμός της Ευρώπης, όπου 12 ομάδες έχουν 20 λεπτά να παρουσιάσουν την καλλιτεχνική τους ιδέα, με ένα πρωτότυπο κείμενο που παίζεται για πρώτη φορά.

Επίσης, μέχρι και την Κυριακή 12 Ιούλη παρατείνονται –λόγω επιτυχίας- οι παραστάσεις του έργου «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, στον ίδιο χώρο.

Παλαιότερη κριτική: http://attikipress.gr/to-aristourgimatiko-perimenontas-ton-gondo-sto-idiaitero-cartel/

Keywords
Τυχαία Θέματα