Μνημεία αγάπης και πολιτισμού

από τη Μαρίτα Μελέτη

Μπορείς να αγαπάς τα έργα τέχνης χωρίς να αγαπάς τον άνθρωπο που υπάρχει δίπλα σου; Η αγάπη για τα έργα τέχνης δημιουργεί ολόκληρες αποστολές για την διάσωσή τους σε καιρό πολέμου («Μνημείων Άντρες»), όμως κανείς δεν νοιάζεται για τους ανθρώπους που περιθωριοποιούνται εξαιτίας των κοινωνικών στερεοτυπών («Ο εγωιστής γίγαντας»).

Μνημείων Άνδρες (The Monuments Men)

(Πολεμική, 2014, Διάρκεια: 118') Αμερικανική ταινία σε σκηνοθεσία του Τζορτζ Κλούνεϊ, με τους Τζορτζ Κλούνεϊ, Ματ

Ντέιμον, Κέιτ Μπλάνσετ και Μπιλ Μάρεϊ.

Ο Φρανκ Στόουκς, ιστορικός τέχνης, πείθει τον Φράνκλιν Ρούζβελτ να επιχειρήσει μια πρωτότυπη πολιτιστική εκστρατεία. Έτσι, λίγο πριν από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου συστήνει μια επίλεκτη ομάδα αποτελούμενη από υπαλλήλους μουσείων, ιστορικούς τέχνης και αρχιτέκτονες, η οποία έχει σκοπό να προφυλάξει τα κομψοτεχνήματα του δυτικού πολιτισμού από την καταστροφή και το πλιάτσικο των ναζί. Ύστερα από μια σύντομη εκπαίδευση στην Αγγλία, η ομάδα θα αποβιβαστεί στη Νορμανδία και θα διασκορπιστεί στο δυτικό μέτωπο ξεθάβοντας αριστουργήματα από τις πλέον απίθανες κρυψώνες.

Η συναρπαστική αληθινή ιστορία μεταφέρεται από τον Τζορτζ Κλούνεϊ στην οθόνη ως μια ασύνδετη ιστορική περιπέτεια, που αποτελεί μια από τις πιο αδύναμες στιγμές της αξιοπρόσεκτης σκηνοθετικής καριέρας του. Αποδίδοντας ελεύθερα το ομότιτλο βιβλίο του Ρόμπερτ Μορς Έντσελ, ο Τζορτζ Κλούνεϊ σκηνοθετεί την πέμπτη ταινία της καριέρας του, μια φιλότεχνη πολεμική περιπέτεια με φόντο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Για άλλη μία φορά ο 52χρονος σταρ δείχνει την προτίμησή του στις αληθινές ιστορίες, κινηματογραφικές αφηγήσεις που πατούν στη στερεή βάση πραγματικών γεγονότων κι ευρηματικών βιογραφιών. Έχοντας ήδη σκιαγραφήσει επιτυχημένα το ψυχροπολεμικό κλίμα («Εξομολογήσεις Ενός Επικίνδυνου Μυαλού»), τη μακαρθική αλαζονεία («Καληνύχτα και Καλή Τύχη»), τη σύγχρονη «πλαστική» πολιτική πραγματικότητα («Αι Ειδοί του Μαρτίου») με διαφορετικά κινηματογραφικά στιλ και σκηνοθετικές προθέσεις, ο Κλούνεϊ αποκαλύπτει στην οθόνη μία από τις λιγότερο «ηχηρές» ηρωικές ιστορίες του παρελθόντος.

Με ένα σενάριο που έχει γράψει μαζί με τον συνεργάτη του Γκραντ Χέσλοβ («Καληνύχτα, και Καλή Τύχη», «Αι Ειδοί του Μαρτίου»), ο Κλούνεϊ επιχειρεί ίσως την πιο φιλόδοξη σκηνοθετική του προσπάθεια. Διαθέτοντας έναν μεγάλο προϋπολογισμό, η περιπέτειά του καταβάλλει προσπάθειες να συνδυάσει την επικο-πολεμική ατμόσφαιρα των «Κανονιών του Ναβαρόνε» και την all star cast δράση της «Συμμορίας των Έντεκα». Ο ηρωισμός μένει στα επίπεδα αφελούς προπαγάνδας, το χιούμορ δεν γίνεται ποτέ πιο «φευγάτο» κι ενήλικο από μια παραγωγή της Disney, ενώ η προσδοκία περιπέτειας υποκαθίσταται από μια μονότονη παρουσίαση των γεγονότων. Αυτό που πετυχαίνει, τελικά, είναι να προσφέρει την πιο αδύναμη και αμήχανη ταινία της σκηνοθετικής πορείας του.

Ο Εγωιστής Γίγαντας (The Selfish Giant)

(Δραματική, 2013, Διάρκεια: 91') Αγγλική ταινία σε σκηνοθεσία της Κλίο Μπάρναρντ, με τους Κόνερ Τσάπμαν, Σον Τόμας και Σον Γκίλντερ.

Σε μια πόλη του εγγλέζικου Βορρά, ο 13χρονος Άρμπορ αποβάλλεται από το σχολείο και μαζί με το φίλο του Σουίφτι αποφασίζουν να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους πουλώντας παλιοσίδερα. Η γνωριμία τους με τον ρακοσυλλέκτη της περιοχής και η συμμετοχή τους σε αυτοσχέδιες ιπποδρομίες θα δοκιμάσουν τη φιλία των αγοριών, σε ένα σκληρό, κοινωνικά ευαίσθητο δράμα που θυμίζει έντονα την κινηματογράφηση του Κεν Λόουτς.

Έχοντας ως σκηνικό την ευρύτερη περιοχή του Γιόρκσαϊρ στην βρετανική επαρχία, η Μπάρναρντ διασκευάζει ελεύθερα το παραμυθένιο διήγημα του Όσκαρ Ουάιλντ «Ο εγωιστής γίγαντας», κρατώντας μόνο μερικές αλληγορικές αναφορές. Γιατί, αντί για έναν μυθικό γίγαντα, τον κήπο του και τον μικρό Χριστό, εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο 13άρηδες φίλους, οι οποίοι μεγαλώνουν σε μια λαϊκή, υποβαθμισμένη συνοικία μιας ξεχασμένης πόλης της βρετανικής υπαίθρου. Ο Άρμπορ πάσχει από διαταραχή­ υπερκινητικότητας και ελλειμματικής­ προσοχής, κανείς, όμως, δεν θεωρεί­ τη θεραπεία του προτεραιότητα­. Αφού αποβληθεί από το σχολείο, αρχίζει να περιφέρεται στη γειτονιά μαζί με τον κολλητό του Σουίφτι μαζεύοντας παλιοσίδερα και κλέβοντας καλώδια, τα οποία κατόπιν τα πουλούν για λίγες λίρες στον ρακοσυλλέκτη Κίτεν. Η σχέση των δύο παιδιών μαζί του αλλάζει τις μεταξύ τους ισορροπίες­, καθώς αυτός, ως επιβλητική πατρική φιγούρα, μοιάζει να συμπαθεί περισσότερο τον Σουίφτι, στον οποίο αναθέτει να οδηγήσει το άλογό του σε μια αυτοσχέδια ιπποδρομία στον αυτοκινητόδρομο. Η αντίδραση του Άρμπορ πυροδοτεί μια σειρά αντιπαραθέσεων και παρορμητικών ενεργειών, οδηγώντας τους δύο φίλους στην απόπειρα να κλέψουν τα γιγάντια καλώδια που δίνουν ρεύμα στο γειτονικό πυρηνικό σταθμό. Ο γνωστός κοινωνικός ρεαλισμός του αγγλικού σινεμά απογυμνώνει τη ρουτίνα μιας χρεοκοπημένης πραγματικότητας σε εργασιακό, σχολικό και οικογενειακό επίπεδο.

Στη μεταβιομηχανική Βρετανία του 21ου αιώνα η εργατική τάξη δεν πάει στον παράδεισο, αλλά μένει εγκλωβισμένη ανάμεσα σε ειδυλλιακές εικόνες της φύσης και θηριώδη, τσιμεντένια φουγάρα εργοστασίων, επιβάλλοντας με αυτό τον τρόπο μια μελαγχολική διάθεση σε συναισθήματα και χαρακτήρες. Με πικρό χιούμορ, σκληρή ειλικρίνεια και μια σκηνοθετική οξυδέρκεια, η Μπάρναρντ καταγράφει γλαφυρά το οριστικό τέλος της κοινωνικής κατανόησης. Ταυτόχρονα κοιτάζει στα μάτια τους ήρωές της και τους ακολουθεί μέχρις εκεί που τους οδηγεί η επώδυνη διαδρομή προς την ενηλικίωση, υπογράφοντας μία από τις σπουδαιότερες βρετανικές ταινίες των τελευταίων ετών.

Keywords
Τυχαία Θέματα