Κάλλας, η μοναξιά της κορυφής

Ο θεατρικός μονόλογος «ΜΑΡΙΑ Κ. MORENDO*» της Όλγας Λασκαράτου φωτίζει την επώδυνη διαδρομή της Μαρίας Κάλλας προς την τελειότητα.

του Κώστα Νταλιάνη

Το έργο «ΜΑΡΙΑ Κ. MORENDO» γεννήθηκε με αφορμή ένα αφιέρωμα, που έγινε από την Όλγα Λασκαράτου, για τον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΙ το 2007, εν όψει του έτους «Κάλλας» και της επετείου των τριάντα χρόνων από τον θάνατο της διάσημης υψίφωνου. Έτσι, ξεκίνησε η πορεία για την συγγραφή του συγκεκριμένου έργου, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2009. Πρωτοπαρουσιάστηκε

στο θέατρο “Ειλισσός”, ενώ τον Νοέμβριο του 2010 ανέβηκε στο θέατρο “Σοφούλη” στην Θεσσαλονίκη.

*Morendo («σβηστά» στα ιταλικά): μουσική και ερμηνευτική οδηγία, που σημαίνει ότι η μουσική πρέπει να σβήνει σταδιακά. Στην όπερα χρησιμοποιείται στις σκηνές θανάτου.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Τα φώτα ανοίγουν και η Μαρία Κάλλας κάθεται συλλογισμένη στην καρέκλα της. Φαντάζεται ότι είναι στο καμαρίνι της και η βοηθός της, η Μπρούνα, θα έρθει να την βοηθήσει να αλλάξει, για να εμφανιστεί στην τελευταία της παράσταση. Ο νους της πηγαίνει συνειρμικά στον αμείλικτο εχθρό, τον χρόνο και σταδιακά αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι αναμνήσεων και συναισθημάτων, τα οποία απαιτούν, ίσως για πρώτη φορά, να εξωτερικευτούν.

Η Όλγα Λασκαράτου σοφά επέλεξε τον θεατρικό μονόλογο ως φόρμα, καθώς μια ντίβα σαν την Μαρία Κάλλας δύσκολα θα εξομολογείτο εκ βαθέων σε ένα άλλο πρόσωπο, μέσω του διαλόγου, αλλά δεν θα δίσταζε να μοιραστεί ακόμα και τις πιο προσωπικές της αλήθειες μ’ ένα σιωπηλό κοινό, εξασφαλίζοντας τον πρώτο και τελευταίο λόγο, όπως ακριβώς και στις παραστάσεις της.

Εξ’ άλλου, κεντρικό θέμα του έργου είναι η μοναξιά, που εντείνεται από την απουσία άλλο προσώπου επί σκηνής. Αν και η Κάλλας έφτασε στην κορυφή του κόσμου, τώρα βρίσκεται εγκαταλελειμμένη να αναπολεί τις στιγμές δόξας της, για να επουλώσει τα τραύματά της.

Το κείμενο είναι καλοδουλεμένο, λυρικό, πλούσιο και συγχρόνως λιτό, χωρίς ποτέ να χάνει τον σαφώς προσδιορισμένο στόχο του. Το ερώτημα, που κυριαρχεί σε όλο το έργο, είναι: Άξιζαν όλες οι θυσίες της ντίβας για το μεγάλο πάθος της, την τέχνη της;

Η ποσότητα και η ποιότητα των πληροφοριών εντυπωσιάζουν, αλλά αποτελούν το μέσο και όχι το σκοπό, καθώς εδώ δεν έχουμε μια δημοσιογραφική καταγραφή γεγονότων. Ακούμε και μαθαίνουμε πράγματα για να κατανοήσουμε καλύτερα όσα δεν λέγονται ρητά, όσα υπονοούνται, για να περάσουμε, με τις απαραίτητες γνώσεις, στα ενδότερα της προσωπικότητας της Κάλλας.

Γιατί αυτή η δίψα για τελειότητα και πρωτιά; Πώς εξηγείται αυτός ο παράφορος και αταίριαστος έρωτας με τον Αριστοτέλη Ωνάση; Προς τί η έχθρα της με την μητέρα της; Η έρευνα της συγγραφέως είναι τόσο βαθιά και ενδελεχής, ώστε το κείμενο θυμίζει αυτοβιογραφία, σαν τα λόγια, να έχουν γραφτεί από την ίδια την Κάλλας ένα μοναχικό, βασανιστικό βράδυ, κοιτάζοντας τον καθρέφτη της.

Η Λασκαράτου χωρίζει το κείμενο σε δυο μέρη. Στο πρώτο, κυριαρχεί η μορφή της ντίβας και παρουσιάζεται η εξωτερική, δημόσια εικόνα, το προσωπείο της. Στο δεύτερο μέρος, οι μάσκες πέφτουν. Η ντίβα κατεβαίνει από τα ουράνια και γίνεται θνητή, ένας άνθρωπος με βασανισμένα παιδικά χρόνια, με ανεκπλήρωτο έρωτα, με απωθημένα και παράπονα από την οικογένειά της, μια μοναχική ψυχή, με την οποία ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί.

Ένα επιπλέον προσόν του κειμένου είναι ότι δεν πέφτει στην παγίδα της αγιοποίησης. Η Κάλλας παρουσιάζεται ως πολύπλευρος χαρακτήρας και καμιά πτυχή της δεν απουσιάζει, κάνοντας την, έτσι, πιο ανθρώπινη και διευκολύνοντας την ταύτιση ηρωίδας και κοινού.

Τα τελευταία λόγια του κειμένου είναι μια προτροπή προς τον καθένα να μην σκύβει ποτέ το κεφάλι. Η Κάλλας δεν βρήκε τον δρόμο προς την επιτυχία στρωμένο με ροδοπέταλα, αλλά πάλεψε, ξεκινώντας από τη φτώχια και ήταν μια γυναίκα με τσαγανό, γεγονός που περνάει πολλά μηνύματα και σε εμάς. Είναι σημαντικό να κυνηγάς τα όνειρά σου, παρά τις δυσκολίες, γνωρίζοντας, φυσικά, πως αυτό θα έχει ένα κόστος.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Η Εύα Κεχαγιά είναι πειθαρχημένη, κομψή, αισθησιακή, ευαίσθητη στον ρόλο της Κάλλας, προβάλλοντας ανάγλυφα τον ναρκισσισμό, την αλαζονεία, την αυτολύπηση, τον έρωτα, την απέχθεια, την τρυφερότητα, την σκληρότητα αυτού του τόσου αντιφατικού χαρακτήρα. Μεταμορφώνεται από ιδιότροπη και οξύθυμη σε θελτική και σαγηνευτική σε χρόνο μηδέν.

Η ηθοποιός κατέχει απόλυτα τη γλώσσα του σώματος της μεγάλης ντίβας: ο τρόπος που σουφρώνει τα χείλη της σε δεσποτικό, σαρκαστικό χαμόγελο, το σπινθηροβόλο, αγριεμένο βλέμμα της, οι σχεδόν ανεπαίσθητες αλλαγές στο πρόσωπό της, εκφράζουν πιστά τις εσωτερικές συγκρούσεις, το φλογερό πάθος, τις χαρές και τα βάσανα του χαρακτήρα.

Οι φωτισμοί αναδεικνύουν τις γωνίες και τα ζυγωματικά του προσώπου της ηθοποιού, εντείνοντας τη φυσιογνωμική ομοιότητα, ενώ, συγχρόνως, κρατούν στο μισοσκόταδο τα μάτια της, διατηρώντας μια αίσθηση μυστηρίου και αγνώστου.

Οι κινήσεις συμβάδιζαν άψογα με τις ψυχικές καταστάσεις του ρόλου και ήταν απόλυτα εναρμονισμένες με τους φωτισμούς. Εμπνευσμένος ο τελετουργικός τρόπος, με τον οποίο ξαναπιάνει η ηθοποιός τα μαλλιά της σε κότσο, σηματοδοτώντας το τέλος του εσωτερικού ταξιδιού.

Το μακιγιάζ και το χτένισμα συνέβαλλαν ουσιαστικά στην μεταμόρφωση της ηθοποιού.

Τα σκηνικό αφαιρετικό και τα σκηνικά αντικείμενα λίγα, αλλά το καθένα επιτελεί τον ρόλο του. Το κρυστάλλινο δοχείο με το ουίσκι χρησιμεύει ως καταλύτης, ελευθερώνοντας τη γλώσσα της ηρωίδας και επιτρέποντας της να χαλαρώσει τις άμυνες της.

Η ηθοποιός φορά ένα εντυπωσιακό, κόκκινο, βελούδινο πανωφόρι, που λειτουργεί σαν την πανοπλία της, κρατώντας την σε μια απόσταση. Το μαύρο νυχτικό από κάτω παραπέμπει στα πιο σκοτεινά σημεία της ψυχής της, που συχνά κρύβονταν κάτω από τα λούσα.

Από τις εύστοχες μουσικές επιλογές την παράσταση κλέβει το «Moonriver» του Χένρυ Μαντσίνι με τη φωνή της Όντρυ Χέπμπορν από την ταινία «Πρόγευμα στο Τίφανυς». Το τραγούδι χρησιμεύει ως μουσικό και θεματικό μοτίβο και συνδέεται εμπνευσμένα με το κεντρικό θέμα της μοναξιάς.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Κείμενο – σκηνοθεσία: Όλγα Λασκαράτου

Ερμηνεία: Εύα Κεχαγιά

Καλλιτεχνική επιμέλεια: Λίνα Νικολακοπούλου

Σκηνικά – κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ

Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη

Εικαστικά: Βαγγέλης Μιχαηλίδης

Επιμέλεια κίνησης: Ζωή Χατζηαντωνίου

Σύνθεση πρωτότυπης μουσικής & μουσική επιμέλεια: Όλγα Λασκαράτου

Φωτογραφίες: Τάκης Σπυρόπουλος

Η παράσταση παίζεται στο θέατρο “Γραμμές Τέχνης” ως τη Δευτέρα 16/11 στις 9:30 μ.μ.

Μαιζώνος 271 (μετά την οδό Παπαφλέσσα) Πάτρα)

Διάρκεια παράστασης: 75’

Τηλ.: 690 65 69 578

Η παράσταση θα συνεχίσει στις 24 Νοεμβρίου στο Αριστοτέλειο στη Θεσσαλονίκη, ενώ τον Μάρτιο είναι καλεσμένοι από το Δη.Πε.Θε Καβάλας.

Keywords
Τυχαία Θέματα