Παρά την κρίση, οι Έλληνες δεν το… ρίχνουν στο ποτό

Πτωτικές τάσεις στη συνολική εγχώρια κατανάλωση αλκοόλ, σύμφωνα με έρευνα της ICAP.

Πτωτικές τάσεις παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η συνολική εγχώρια κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, με το ρυθμό μείωσης να είναι εντονότερος το 2010.

Αναφερόμενη στην εξέλιξη της αγοράς αλκοολούχων ποτών, η διευθύντρια Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, Σταματίνα Παντελαίου, τόνισε τα εξής: «Η συνολική εγχώρια κατανάλωση αλκοολούχων ποτών (σε ποσότητα) καταγράφει

μείωση της τάξης του 8% το 2010 σε σχέση με το 2009.

Στο σύνολο της αγοράς, το ουίσκι καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος, καταλαμβάνοντας ποσοστό περίπου 42% το 2010, ενώ ακολουθεί το ούζο, με μερίδιο της τάξης του 23%. Στην τρίτη θέση, με αρκετά μικρότερη ζήτηση, βρίσκεται η βότκα και ακολουθούν τα λικέρ και τα μπράντι, ενώ τη μικρότερη ζήτηση συγκεντρώνουν το τζιν και το ρούμι. Αναφορικά με τη διετία 2011-2012, πτωτικά αναμένεται να κινηθεί η κατανάλωση, με προβλεπόμενο μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 5% σε ποσότητα».

Η τιμή πώλησης των αλκοολούχων ποτών, αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες, που επιδρούν στη ζήτηση. Άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι η εξέλιξη του τουρισμού, η εποχικότητα, οι καταναλωτικές προτιμήσεις, αλλά και η διαφήμιση.

Η εγχώρια παραγωγή αλκοολούχων ποτών αφορά κυρίως στο ούζο, το τσίπουρο, τα λικέρ και το μπράντι. Σχεδόν στο σύνολό τους, οι μεγάλες παραγωγικές μονάδες διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο διανομής των προϊόντων τους, ενώ οι εξαγωγικές επιδόσεις του κλάδου αφορούν κυρίως στο ούζο.

Ο εισαγωγικός τομέας «κυριαρχείται» από ορισμένες μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις, που είναι θυγατρικές πολυεθνικών. Οι εταιρείες αυτές διαθέτουν πανελλαδικά δίκτυα διανομής, μέσω των οποίων διοχετεύουν στην αγορά τα προϊόντα τους, καθώς και τα προϊόντα άλλων επιχειρήσεων του κλάδου.

Με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό 19 παραγωγικών επιχειρήσεων οινοπνευματωδών ποτών για την περίοδο 2009-2010, προκύπτει μείωση των συνολικών πωλήσεών τους κατά 2,2% και αύξηση των καθαρών κερδών κατά 6,6%.

Όσον αφορά στις εισαγωγικές επιχειρήσεις (δείγμα 11 αντιπροσωπευτικών εταιρειών), οι συνολικές πωλήσεις εμφανίζουν μείωση κατά 14,8%, ενώ μεγαλύτερη είναι η μείωση για τα καθαρά κέρδη (46,5%) την ίδια περίοδο.

Keywords
Τυχαία Θέματα