Επιφυλάξεις και αντιρρήσεις Βουλευτών για αποκρατικοποιήσεις

17:28 17/2/2014 - Πηγή: OnlyCY


Τις επιφυλάξεις τους και τις αντιρρήσεις τους για το προτεινόμενο νομοσχέδιο των αποκρατικοποιήσεων εξέφρασαν Βουλευτές σε δηλώσεις τους μετά τη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών κατά την οποία άρχισε η συζήτηση του εν λόγω νομοσχεδίου, παρουσία του Υπουργού Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη.

«Η συζήτηση δεν έχει ολοκληρωθεί καθώς είναι πολλά τα ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν και θα συνεχιστεί αυτή η συζήτηση και την ερχόμενη Τετάρτη και ενδεχομένως και την ερχόμενη

Δευτέρα», ανέφερε σε δηλώσεις του ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Πρόεδρος του ΔΗΚΟ Νικόλας Παπαδόπουλος.

Υπενθύμισε ότι «οι αποκρατικοποιήσεις αποτελούν ρητή πρόνοια του Μνημονίου. Αποτελούσαν ρητή πρόνοια του Μνημονίου επί Κυβέρνησης Χριστόφια και συνεχίζει αυτή η υποχρέωση να καταγράφεται στον όρο 3.6 του Μνημονίου και κατ’ ακρίβεια η ψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου αποτελεί προϋπόθεση για την αποδέσμευση της επόμενης δόσης της χρηματοδότησης της Κυπριακής Δημοκρατίας».

Ως ΔΗΚΟ, είπε, οφείλουμε «να επαναλάβουμε για ακόμη μια φορά τους προβληματισμούς μας, τόσο επί της ουσίας όσο και επί της διαδικασίας των αποκρατικοποιήσεων, οι οποίες προτείνονται με αυτό το συγκεκριμένο νομοσχέδιο».

«Εμείς συμφωνούμε ότι οι ημικρατικοί οργανισμοί πρέπει να εξυγιανθούν, να μεταρρυθμιστούν, να γίνουν πιο παραγωγικοί και πιο αποδοτικοί», είπε. Είμαστε, πρόσθεσε, «υπέρ της αναδιάρθρωσης, αλλά και του εκσυγχρονισμού τους».

Όμως, ανέφερε ο κ. Παπαδόπουλος, «ανησυχούμε και επιθυμούμε να διαφυλάξουμε τα εθνικά συμφέροντα της Δημοκρατίας, επιθυμούμε να διαφυλάξουμε τα δικαιώματα των εργαζομένων, περιλαμβανομένων και των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων και μας ανησυχεί το ενδεχόμενο να απολέσει ο Κύπριος φορολογούμενος τεράστια ποσά με μια διαδικασία καταναγκαστικής πώλησης της κρατικής περιουσίας, η οποία θα δοθεί σε σημαντικά πιο μειωμένη αξία απ’ ότι θα δινόταν υπό κανονικές συνθήκες».

Παράλληλα, εξέφρασε ανησυχία για τη διαδικασία όπως αυτή διαμορφώνεται στο νομοσχέδιο «καθώς δεν περιλαμβάνει καμία ουσιαστική εμπλοκή της Βουλής στα ουσιώδη ζητήματα, που έχουν να κάνουν με την επιλογή των οργανισμών που θα αποκρατικοποιηθούν αλλά και με την τελική πράξη πώλησης της κρατικής περιουσίας».

Κατανοούμε φυσικά, ανέφερε, «τα συνταγματικά κωλύματα και σε καμία περίπτωση εμείς δεν επιδιώκουμε να ξεφύγουμε από τα πλαίσια του Συντάγματος». Όμως, είπε, «θεωρούμε ότι «υπάρχει ο τρόπος να βρεθεί η χρυσή τομή έτσι ώστε η Βουλή να έχει λόγο σε ό, τι αφορά την πώληση κρατικής περιουσίας αξίας μερικών δισ. ευρώ».

Σημείωσε παράλληλα ότι «με τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί κινδυνεύουν κάποιοι ημικρατικοί οργανισμοί να μπουν στο γύψο, να παγώσει η διαδικασία λήψεως αποφάσεων σε κάποιες περιπτώσεις για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο που ενδεχομένως να ξεπεράσει και τα δύο χρόνια, αφού θα μπουν υπό την κηδεμονία αυτοί οι ημικρατικοί οργανισμοί του Εφόρου αλλά και της ειδικής μονάδας και επιτροπής αποκρατικοποιήσεων».

«Άλλοι θα έχουν την πρωτοβουλία των αποφάσεων, αλλά άλλοι θα έχουν την ευθύνη», ανέφερε, διερωτούμενος «πως θα αυξηθεί η αξία των ημικρατικών οργανισμών αν παγώσει η λειτουργία τους και με αυτόν τον τρόπο να μην μπορούν να αντεπεξέλθουν και να μην μπορούν να λειτουργήσουν μέσα σ’ ένα περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού».

Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών απηύθυνε «έκκληση προς όλες τις πλευρές να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βουλής των Αντιπροσώπων και να συνεχιστεί ο διάλογος με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, με όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις έτσι ώστε να μπορέσουμε να εξετάσουμε όλα αυτά τα πάρα πολύ σημαντικά ζητήματα διεξοδικά, για να μπορέσουμε, όπως όλοι ελπίζουμε, να καταλήξουμε σε κοινά αποδεκτές προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά τη διαφύλαξη εθνικών συμφερόντων».

Ζήτησε τόσο από την εκτελεστική εξουσία αλλά και από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να διαφυλαχτεί η εργατική ειρήνη και διαβεβαίωσε ότι η Βουλή θα προσπαθήσει να συμβάλει εποικοδομητικά στην προσπάθεια έτσι ώστε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο να περιλαμβάνει εκείνες τις ασφαλιστικές δικλείδες που θα ικανοποιήσουν όλες τις πλευρές.

Κληθείς να πει αν όπως είναι το νομοσχέδιο το απορρίπτει ανέφερε ότι «αντιλαμβάνεστε ότι έχει ξεκινήσει η συζήτηση. Νομίζω κατέγραψα τις ανησυχίες και τις επιφυλάξεις μας σε ό,τι αφορά την ουσία και τη διαδικασία, νομίζω τα υπόλοιπα σχόλια περιττεύουν».

«Με την κατάθεση και την έναρξη της συζήτησης του σημερινού νομοσχεδίου αντιλαμβανόμαστε ότι αποσύρεται οριστικά η δέσμευση και του Προέδρου Αναστασιάδη προς τους εργαζόμενους αλλά και προς το ΔΗΚΟ ότι δεν θα προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις», ανέφερε στις δηλώσεις του για το θέμα ο Αναπληρωτής Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ Σταύρος Ευαγόρου.

Ως ΑΚΕΛ, πρόσθεσε, «θεωρούμε ότι μέσω αυτού του νομοσχεδίου επιχειρείται η νομιμοποίηση της λεηλασίας του εθνικού πλούτου». Και δυστυχώς, είπε, «επιχειρείται αυτή η νομιμοποίηση με τη συναίνεση της Κυβέρνησης Αναστασιάδη».

Πρόκειται, ανέφερε, «ανεξαρτήτως του τι λένε, για συνειδητή πολιτική της Κυβέρνησης να προχωρήσει στις ιδιωτικοποιήσεις έστω κι αν επικαλείται την Τρόικα».

Εξέφρασε την άποψη ότι «αν ήθελε να συζητήσει και να διεκδικήσει θα μπορούσε, ίσως, να πετύχει πολλά». Έδωσε το παράδειγμα των τριών παρατάσεων για εφαρμογή του ΓεΣΥ που έχει λάβει η Κυβέρνηση από την Τρόικα, λέγοντας ότι «σε ό, τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις τρέχει με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ό, τι η ίδια η Τρόικα».

«Είναι γνωστή η θέση του ΑΚΕΛ όσον αφορά στις ιδιωτικοποιήσεις και το ξεπούλημα εθνικού πλούτου», είπε, «διαφωνούμε κάθετα και έχουμε τονίσει επανειλημμένες φορές ότι θα καταψηφίσουμε το νομοσχέδιο». Παράλληλα, εξέφρασε τη θέση ότι το νομοσχέδιο «επιχειρεί εκ του πονηρού την παράκαμψη της Βουλής των Αντιπροσώπων». Θέλουν, πρόσθεσε, «να έρθουν μια φορά μόνο, για να μην έχουν τους όποιους πονοκεφάλους, όταν θα ήταν υποχρεωμένοι να έρχονται κάθε τόσο στη Βουλή για κάθε ξεχωριστό ημικρατικό οργανισμό».

Το χειρότερο απ’ όλα, είπε, «είναι ότι επιχειρείται με διατάγματα και φιρμάνια από πλευράς Υπουργικού Συμβουλίου, το ξεπούλημα, δυστυχώς, των ημικρατικών οργανισμών».

Ανέφερε επίσης ότι το ΑΚΕΛ θα ζητήσει από τον Υπουργό Οικονομικών να καταθέσει τη μελέτη που έχει γίνει για τις αποκρατικοποιήσεις, τη μελέτη για απογραφή και αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του κράτους. Αλλά, πρόσθεσε, παράλληλα «θα πρέπει η Κυβέρνηση και ο Υπουργός Οικονομικών να αποδείξουν, να δώσουν στοιχεία, να καταθέσουν στοιχεία που έχουν σχέση τόσο με το επιχείρημα ότι δια των ιδιωτικοποιήσεων θα έρθουν ξένες επενδύσεις στην Κύπρο».

«Εμείς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πως μπορούν να έρθουν ξένες επενδύσεις στην Κύπρο, αφού οι ξένοι επενδυτές, οι οποίοι θα κληθούν να αγοράσουν μερίδιο είτε στη Cyta είτε στην ΑΗΚ, είτε στην Αρχή Λιμένων, αν θα δώσουν 100 ή 200 ή 30 εκ. αυτά τα χρήματα θα προωθηθούν για επενδύσεις», ανέφερε, προσθέτοντας ότι «αυτά τα χρήματα ανήκουν στην Τρόικα θα τα πάρει η Κυβέρνηση και θα τα δώσει υπό μορφή δόσης στην Τρόικα». «Πως είναι δυνατόν να έρθουν επενδύσεις;», διερωτήθηκε.

Παρέθεσε επίσης το επιχείρημα ότι «αν αύριο ένας διεθνής οργανισμός αγοράσει μέρος ή και ολόκληρη τη Cyta τα κέρδη τα οποία σήμερα πραγματοποιούνται από τη Cyta και δίδονται υπό τη μορφή μερίσματος στην Κυβέρνηση, θα επαναπατρίζονται, θα φεύγουν για τη χώρα προέλευσης του επενδυτή».

«Εκείνο λοιπόν το οποίο επικαλούνται, στο προοίμιο του νομοσχεδίου, ότι υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, εμείς δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε σε καμιά περίπτωση που είναι και ποιο είναι το δημόσιο συμφέρον», ανέφερε.

Είπε ακόμη ότι «αυτό το νομοσχέδιο κατατίθεται στη Βουλή χωρίς να έχει προηγηθεί οποιοσδήποτε διάλογος». Διάλογο, ανέφερε, «έκανε σήμερα η Επιτροπή Οικονομικών μαζί με τους ενδιαφερόμενους, η Επιτροπή Οικονομικών κάλεσε όλους τους ενδιαφερόμενους για να τους ακούσει». Κάτι, πρόσθεσε, «το οποίο θα έπρεπε να είχε πράξει η Κυβέρνηση προηγουμένως, η οποία θα έπρεπε και με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να μπει σε διάλογο, αλλά και με τα κόμματα».

«Τι αποδεικνύει αυτό;», διερωτήθηκε, «ότι η Κυβέρνηση δεν είναι έτοιμη ν’ ακούσει ή δεν θέλει ν’ ακούσει, εκείνο που την ενδιαφέρει είναι να προχωρήσει στο ξεπούλημα του εθνικού πλούτου, γιατί αυτό αποτελεί και τη δεδηλωμένη πολιτική της απόφαση και πολιτική της επιλογή». Διαφορετικά, ανέφερε, «θα μπορούσε να κάτσει κάτω και να συζητήσει διάφορες εναλλακτικές λύσεις και προτάσεις για την εξεύρεση του 1,4 δισ. ευρώ».

Τοποθετούμενος στο θέμα ο Βουλευτής ΚΣ ΕΔΕΚ Νίκος Νικολαΐδης ανέφερε ότι «είναι μια απόφαση που στερείται και οικονομικής και πολιτικής και συνταγματικής τεκμηρίωσης». Εξέφρασε τη θέση της ΕΔΕΚ ότι «οι ιδιωτικοποιήσεις δεν εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον».

Αντίθετα, πρόσθεσε, «θα πρέπει αυτοί οι οργανισμοί να ενισχυθούν, να βοηθηθούν, να εκσυγχρονιστούν έτσι ώστε να μπορέσουν μέσα σε νέες συνθήκες, μέσα σε ένα νέο – αν θέλετε – περιβάλλον επιχειρησιακό, μέσα από την προσέλκυση ακόμα και στρατηγικού επενδυτή χωρίς όμως ο έλεγχος να φεύγει από τα χέρια του δημοσίου να μπορέσουν να συνεχίσουν να προσφέρουν τις επιχειρήσεις τους».

Εξέφρασε τη διαφωνία της ΕΔΕΚ με το προτεινόμενο νομοσχέδιο γιατί «περιέχει πρόνοιες που δεν διασφαλίζουν τα συμφέροντα των εργαζομένων, πρόνοιες οι οποίες δεν διασφαλίζουν και δεν συνάδουν με συνταγματικές πρόνοιες, ιδιαίτερα όσον αφορά την αυξημένη πλειοψηφία που απαιτείται των δύο τρίτων για την τροποποίηση και αλλαγή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των ημικρατικών οργανισμών, αντίθετα επιχειρεί το νομοσχέδιο να εισάξει απλές πλειοψηφίες παρακάμπτοντας αυτή τη συνταγματική πρόνοια».

Με το νομοσχέδιο, είπε, «υλοποιείται μια συγκεκριμένη πολιτική με την οποία εμείς διαφωνούμε, μια πολιτική που επιχειρεί την ιδιωτικοποίηση των ημικρατικών οργανισμών στη βάση μιας νεοφιλελεύθερης προσέγγισης, η οποία μειώνει το δημόσιο έλεγχο σε τομείς της αγοράς και τους αφήνει ευάλωτους σε στρεβλές και μονοπωλιακές καταστάσεις».

Κληθείς να πει τι προτείνει αφού το θέμα αφορά την Τρόικα πρότεινε «να αφιερώσουμε τις επόμενες ημέρες, μέχρι τις 5 Μαρτίου, ούτως ώστε αναγνωρίζοντας η Κυβέρνηση αυτή την υπαρκτή ανάγκη, το κοινωνικό αίτημα ενάντια στο ξεπούλημα και την ιδιωτικοποίηση των ημικρατικών οργανισμών, να αναζητήσει νέες ρυθμίσεις, να διαπραγματευτεί με την Τρόικα τροποποίηση της συγκεκριμένης πρόνοιας που επιβάλλει την ιδιωτικοποίηση των ημικρατικών οργανισμών».

Αλίμονο, είπε, «αν φτάσουμε στη Βουλή και το μόνο πειστικό επιχείρημα που διαθέτει η Κυβέρνηση θα είναι ‘ή ψηφίζετε για τις ιδιωτικοποιήσεις ή δεν έρχεται η τέταρτη δόση’, αυτό θα είναι καταστροφικό».

Από την πλευρά του ο ΓΓ του Κινήματος Οικολόγων Περιβαλλοντιστών Γιώργος Περδίκης ανέφερε ότι το Κίνημα δεν πρόκειται να υπερψηφίσει το νομοσχέδιο ως έχει.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί η Βουλή να ψηφίσει μια νομοθεσία η οποία το μόνο πράγμα που κάνει ουσιαστικά είναι να δημιουργεί μια επιτροπή από 6 καλοπληρωμένους εμπειρογνώμονες με επικεφαλής ένα καλοπληρωμένο Έφορο, για να τους πληρώνει το δημόσιο, για να μελετούν και να συμβουλεύουν για πιθανές αποκρατικοποίησεις των ημικρατικών οργανισμών», είπε.

Υπάρχουν σοβαρά ζητήματα ανοιχτά. Υπό τη μορφή που τέθηκε αυτό το νομοσχέδιο ενώπιον της Βουλής δεν μπορεί να ψηφιστεί από του Οικολόγους και δεν θα ψηφιστεί, είπε, προσθέτοντας ότι «αναμένουμε από την Κυβέρνηση να κάνει δεύτερες σκέψεις».

Παράλληλα, ο κ. Περδίκης υποστήριξε ότι «τυχόν ψήφιση της παρούσας νομοθεσίας υπό την παρούσα μορφή της ουσιαστικά θα καταστήσει το άρθρο 3.5 του Μνημονίου, που στοχεύει στην αναδιάρθρωση, τον εκσυγχρονισμό και εξυγίανση των ημικρατικών οργανισμών ανενεργό και άχρηστο».

Θα τερματίσει, πρόσθεσε, «κάθε προσπάθεια για να δημιουργηθούν ημικρατικοί δημόσιοι οργανισμοί, οι οποίοι να είναι αποτελεσματικοί, να παρέχουν σωστές υπηρεσίες στον πολίτη και να είναι – αν θέλετε – στη φάση που θα χρειαστεί και αν χρειαστεί να μπουν στην αγορά πραγματικά να έχουν μια αξία, διαφορετικά αυτό που γίνεται είναι μια προσπάθεια ξεπουλήματος των ημικρατικών οργανισμών».

Keywords
Τυχαία Θέματα