Ζήλια, ο κακός αυτός λύκος

Πήγαινα στη Δευτέρα γυμνασίου. Έτρωγα με μια φίλη μου σε ένα fast food όταν άρχισαν να πέφτουν στο κεφάλι μου πατάτες. Κοίταξα πάνω και είδα μια παρέα με αγόρια να κάνουν χαβαλέ-καμάκι με αυτόν τον αστείο, εφηβικό τρόπο, χοντροκομμένο μεν, χαριτωμένο δε. Ευτυχώς μου πέταγε μόνο πατάτες και δε μου έσκασε καμμιά μακαρονάδα στο κεφάλι, να γίνω ρεντίκολο. Του είπα δυνατα: «Για έλα κάτω να μου πετάξεις τις πατάτες πρόσωπο με πρόσωπο». Κατέβηκε. Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ερωτεύτηκα
κεραυνοβόλα. Ήρθε, κάθησε στο τραπέζι μας, συστήθηκε και άρχισε να τρώει το φαγητό μου. Χαιρόμουν που τον έβλεπα να τρώει. Αυτός έτρωγε, εγώ χόρταινα. Ήταν ένας περίεργος τύπος. Είχε ένα ζετάκι που μονίμως το έβαζε μπρός τσουλώντας το στην κατηφόρα, λιγομίλητος, κλειστός χαρακτήρας και πολύ στριφνός. Αφού έφαγε το φαγητό μου, πήγαμε όλοι μαζί στην πλατεία και καθήσαμε να γνωριστούμε καλύτερα. Φορούσε συνέχεια την κουκούλα του φούτερ του, δε μιλούσε πολύ και έπινε ένα κουτάκι μπύρα.
Τα χρόνια περνούσαν, πήγαμε στην τρίτη γυμνασίου, στην πρώτη λυκείου, στη δευτέρα, στην τρίτη, κι εγώ ήμουν ακόμα ερωτευμένη μαζί του. Εκείνος ερχόταν όπου βρισκόμουν, καθόταν μαζί μου, με ρώταγε τι κάνω, μου ζήταγε το μηχανάκι βόλτα, παίζαμε ηλεκτρονικά  σε ένα εντελώς underground μαγαζί με μπλιμπλίκια, αλλά ποτέ ούτε του είχα πεί τι ένιωθα, ούτε κι εκείνος είχε εκδηλώσει κάτι. Δεν είχε κοπέλα όλα αυτά τα χρόνια. Κι όμως άρεσε σε όλες. Τέσσερα σχολεία ήμασταν, όλες οι γκόμενες κολλημένες με την πάρτη του. Εκείνος στον κόσμο του.
Όταν τελειώσαμε το σχολείο, χάθηκα για λίγο καιρό. Πήγα κάποια ταξίδια, είχα περάσει στο Πανεπιστήμιο, είχα πιάσει πλέον δουλειά, η παρέα του σχολείου είχε σπάσει σε μεγάλο βαθμό. Μια νύχτα του Σεπτεμβρίου του 2002, γύρισα στα παλιά μου λημέρια. Είχα αλλάξει. Δεν ήμουν πλέον μαθήτρια. Είχα βάψει τα μαλλιά μου, είχα αλλάξει στυλ, είχα μεγαλώσει πια. Ήμουν κοπέλα. Μπήκα στο μαγαζί που ήταν το στέκι μας στην περιοχή. Κάθησα σε έναν καναπέ με την παρέα μου, κι απέναντι τον είδα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει μέσα μου. Ήμουν ακόμα πιο ερωτευμένη τόσα χρόνια μετά. Ποτέ δεν είχα πάψει να είμαι τελικά. Όπως τον είδα έτσι ξαφνικά, ένιωσα αυτό το σφίξιμο που σε πιάνει κάπου στο στομάχι και στην καρδιά, που χάνεις λίγο τη μπάλα.
Είχε ομορφύνει ακόμα περισσότερο. Είχε γίνει πια κι αυτός άντρας. Ήταν ψηλός, μελαχρινός , με πολύ ωραίο στυλ, αλλά είχε ακόμα στο βλέμμα του αυτό το απόκοσμο, που είχε ανέκαθεν. Ξαφνικά σηκώθηκε από το τραπέζι του, ήρθε δίπλα μου, κάθησε, μιλήσαμε, τα βρήκαμε, και από εκείνη τη μέρα ήμασταν μαζί. Μου εξομολογήθηκε με τον καιρό, ότι από τότε που μου πέταγε πατάτες με είχε ερωτευτεί, αλλά δεν τολμούσε να κάνει το πρώτο βήμα. Του απάντησα το ίδιο.
‘Ημασταν μαζί πάνω από ένα χρόνο. Περνούσαμε τέλεια. Τον αγαπούσα και με αγαπούσε πολύ. Τον πρώτο καιρό,δεν είχαμε ιδιαίτερα προβληματα στη σχέση μας. Αγαπούσα τις αναποδιές του, ανεχότανε τη δουλειά μου. Πόσες νύχτες ξενύχταγε στα μαγαζιά που δούλευα, για να με βλέπει έστω κι αν εγώ έπρεπε να
Keywords
Τυχαία Θέματα