H αγχόνη

Ήμουν στην πλατεία που μαζευόταν η παρέα τα βράδια.Άλλοι γελούσαν συγκεντρωμένοι σε μικρές ομάδες,άλλοι έκαναν skate και bmx,άλλοι ασχολιόντουσαν με τα μηχανάκια,ένας άλλος την αμόλαγε και άναβε φωτιά με έναν αναπτήρα..Στην άκρη της πλατείας καθόταν σε ένα παγκάκι ο Δημήτρης.Είχε ρίξει κάτω το μηχανάκι του και πότιζε ένα στουπί με βενζίνη απο το ντεπόζιτο,το έβαζε στη μύτη του και εισέπνεε..Είχε έρθει η ώρα να φύγω.Ήταν καλοκαίρι και μόλις είχα τελειώσει τη Δευτέρα γυμνασίου.Πέρασα απο μπροστά του. «Ψιτ,μικρή που πάς;» με ρώτησε. «Πάω σπίτι μου» του απάντησα. «Πώς;» μου λέει. «Με τα πόδια» του λέω. «Δεν είναι ώρα αυτή να κυκλοφορείς μόνη σου.Ανέβα στο μηχανάκι θα σε πάω εγώ»

 

Φτάσαμε σπίτι μου. «Σ’ευχαριστώ πολύ.Θέλεις να ανέβεις πάνω να σε κεράσω ένα παγωτο;» Γελάει.

Keywords
Τυχαία Θέματα