«Και «ωραία», όπως με ήθελα. Με μακριά μαλλιά. Να ερεθίζουν ώμους και πλάτη»

Την μισούσαν οι βαριά πολιτικοί, των τοπικών και της ιδεολογικής σηψαιμίας. Την λάτρευε όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Για χρόνια δεν μπορούσα να γράψω τίποτα για αυτήν. Μια φορά έγραψα και δεν μου το συγχωρώ. Είναι σαν αυτο-διαφήμιση πως πέρασα από κοντά της και ποιος ξέρει αν δε με βαριόταν κιόλας! Και πάντα μιλώντας για κάτι σημαντικό, η αποκάλυψη το μικραίνει. Και δεν μπορώ να μικρύνω την Μαλβίνα, να την συρρικνώσω, να την χωρέσω. Τώρα πια όταν θυμάμαι στιγμές χαμογελάω. Κάτι έχθρες απ'το νου της και

μια ανοχή στα παραμελημένα πλάσματα και μια αγάπη για την ψευδαίσθηση και την ζωή – σκηνή. Εικόνες μόνο. Να με δέχεται πάντα στο κρεβάτι της, με μπορντό αυτοκρατορικό στρωσίδι, με κούκλες νύφες γύρω και να σκηνοθετεί το «κοριτσίστικο» ντεκόρ για να κάνουμε συνέντευξη, κυρίως να μιλήσουμε για έρωτες, να κοροϊδέψουμε όσες πιστεύουν σε χαρτιά και καφετζούδες και να τις πιστεύουμε πρώτες και καλύτερες. Και εγώ χαζό, να μην καταλαβαίνω τις εντελώς σιωπηλές κραυγές της και να μισώ τις Μπάρμπι της.


Μιλάω για αυτή, αλλά δε φταίω. Βλέπω τηλεόραση, γυμνή, τουρκική, φτωχική, μίζερη, επαναλαμβανόμενη, σκιά του κομμωτικού εαυτού της, μες στην τρέσα και τη σιλικόνη και τα ενέσιμα οξέα, μάσκες πλαστικές, με καρμπόν ντυσιμάτων, εικόνας και κυρίως μυαλού και μετά η πολιτική της στιγμής, της επανάληψης, του θριάμβου του Γκέμπελς, της 5ης φάλαγγας, ώσπου να πιάσει η λοβοτομή σε όλους και να είμαστε, σα πήλινος στρατός, ακίνητοι, πήλινοι, όμοιοι υποτακτικοί σέμπροι, όλοι μας. Και εκείνη δεν ήταν έτσι.


Πόσο επαναστατική μου φαίνεται σήμερα, ακόμα και στο τηλεοπτικό της σάλτο μορτάλε. Πόσο αυτοχειρική και εν γνώσει της Ιφιγένεια στους βωμούς των Αχαιών καταδοτών της κι ας μην ερχόταν ποτέ κανένα ελάφι να πάρει τη θέση της! Μίλαγε καλιαρντά μες στην τηλεόραση του καθωσπρεπισμού, έκανε στόχο τον πρωθυπουργό που ατσαλάκωτος γινόταν στο στόμα της λαδέμπορος και του 'ρίχνε κατάρες, ντύνονταν με στρατιωτικές στολές, έκοβε τα μαλλιά της κοντά – τραγική και πάλι, σαν Ηλέκτρα, όμως, που κλαίει έξω από παλάτια για την τιμή ενός πατέρα που δε νοιάστηκε, μιας χώρας, μιας φήμης, μιας αποδοχής που δεν υπήρξε.
Λόγια και καλλιεργημένη, ήταν το κορίτσι των λαϊκών και όχι της καθωσπρέπει τάξης της. Πάντα απασφαλισμένη, ήταν έτοιμη να σκάσει ακρωτηριάζοντας ανύποπτους κομματικοβαφτισμένους, γενιτσαρικούς πολέμαρχους της πλάκας.


Λέω φτάνει, μην πω άλλα. Όμως φταίει που η Νανά με πήρε Κυριακή, να μου πει όνειρο νύχτας Σαββάτου και έπαιζε η Σαββατογεννημένη μας, μέσα, πρωταγωνίστρια όπως πάντα. «Μιλάγαμε εγώ και εσύ Αλεξάνδρα, στα κινητά και φάνηκε στην οθόνη το νούμερό της και σε ρώτησα αν βλέπεις και μου πες «σσσς, μιλάει η Μαλβίνα. Δεν την ακούς;» και την άκουσα και έλεγε «ξεχάσατε το νούμερό μου και δε με παίρνετε τηλέφωνο; Με τόσα που γίνονται τώρα, δε μου ζητάτε να γράψω, δε με ρωτάτε, με ξεχνάτε;».

Ανατριχιασμένη, λίγο παρατημένη, βαριά αναστατωμένη και ενοχική, θυμάμαι την Αιτωλοακαρνανία μέσα μου και πως έπρεπε να πάω πρόσφορα στην εκκλησία

Keywords
Τυχαία Θέματα