Πολίτης, της Πόλεως

22:16 4/12/2011 - Πηγή: Olympia

Γράφει η Αρτάνη

(Πλάτων, Πρωταγόρας 320a– 322d, σε ελεύθερη απόδοση)
- Λοιπόν, ήταν κάποτε ένας καιρός πού αν και οι Θεοί υπήρχαν τα θνητά όμως γένη δεν υπήρχαν. Όταν ήρθε ο καιρός πού είχε οριστεί να γίνουνε κι εκείνα, οι Θεοί τα πλάθουν στα βάθη της γης από φωτιά και χώμα, κι απ’ ό,τι γίνεται με τη φωτιά και με το χώμα. Σαν σίμωσε και ήρθε η ώρα να τα φέρουν στο φως, φώναξαν τον Προμηθέα

και τον Επιμηθέα, για να τα στολίσουν με τα όπλα της φύσης, μοιράζοντας στο καθένα εκείνο πού χρειαζόταν. Ό Επιμηθέας τότε παρακαλεί τον Προμηθέα να κάμει τη μοιρασιά. « Κι όταν τελειώσω», είπε, «εσύ να επιθεωρήσεις». Έτσι τον έπεισε, και αρχίζει να μοιράζει…

Σε άλλα λοιπόν δίνει τη δύναμη, όχι όμως τη γρηγοράδα και τη σβελτάδα, ενώ αντίθετα στα αδύναμα προσθέτει τη γρηγοράδα. Άλλα τα οπλίζει με δυνατά όπλα σε όσα πάλι έδινε άοπλη φύση, εύρισκε άλλο τρόπο σωτηρίας. Σε κείνα δηλαδή, πού το φυσικό τους τα όρισε μικρόσωμα, έδινε τα χρώματα τη φτερωτή φυγή και
την υπόγεια κατοικία. Ενώ όσα δυνάμωνε με το μέγεθος, με το ίδιο το μέγεθος τα ‘σωζε. Και με παρόμοιο τρόπο συνέχιζε να μοιράζει προσέ­χοντας την ισορροπία και την αρμονία Και όλα αυτά τα σοφιζόταν από έγνοια, μη και κανένα είδος εξαφανιστεί…

Όταν, λοιπόν, έσωσε να ξεφύγει τον κίνδυνο να εξοντώνουν το ένα το άλλο, πιάστηκε να βολέψει τη ζωή τους από τις εποχές και τις θεομηνίες. Έτσι τα ντύνει με τρίχωμα πυκνό ή με σκληρά δέρματα και για να παλεύουν και
να πολεμούν το κρύο, και για να αντέχουν στους καύσωνες. Και ακόμη σαν πηγαίνουν στην κοίτη τους να τους βρίσκεται η ίδια η στολή καλόβολο και φυσικό κρεβάτι. Και τα πόδια τους τα προστάτεψε με οπλές, και δέρμα σκληρό, και με νύχια. Ύστερα διάλεγε τις τροφές, διαφορετική για το καθένα. Για άλλα το χορτάρι και σπόρους, για άλλα καρπούς και φύλλα από τα δέντρα, για τα υπόλοιπα ρίζες. Σε μερικά όρισε να γίνουν σαρκοβόρα. Και σ’ αυτά έδωκε την αναπαραγωγή δύσκολη, ενώ σε κείνα πού σπαράζονταν από τα σαρκοβόρα την έδωκε εύκολη. Έτσι σιγούρεψε τη σωτηρία των γενών.

Επειδή, όμως, ήταν κομμάτι και λιγουλάκι απερίσκεπτος ο Επιμηθέας, ξεχάστηκε και ξόδεψε όλα τα δώρα της φύσης στα άλογα. Έτσι απόμεινε αστόλιστο το γένος των ανθρώπων και δεν ήξερε, τι να κάμει. Στην αμηχανία του απάνω έρχεται να επιθεωρήσει ό Προμηθέας και τα βρίσκει όλα στην εντέλεια. Μονάχα ό άνθρωπος στεκόταν άπόδετος και γυμνός, χωρίς δυνάμεις και χωρίς τρίχωμα. Και η μέρα η ορισμένη να βγει από τα έγκατα στο φως, ήταν κοντά. Στενεμένος και στεναχωρημένος τότε ο Προμηθέας να βρει μια σωτηρία για τον άνθρωπο, κλέβει από τον Ήφαιστο τη φωτιά, κι από την Αθηνά την τεχνική γνώση — γιατί πώς θα μπορούσε κανείς χωρίς τη φωτιά να αποκτήσει την τεχνική γνώση, ή να την μεταχειριστεί; — και τα χαρίζει στους ανθρώπους.

Έτσι λοιπόν την απόκτησε ο άνθρωπος την πρακτική γνώση την Πολιτική όμως, δεν την είχε. Αυτή βρισκόταν κοντά στο Δία. Και ό Προμηθέας δεν μπορούσε να μπει στην ακρόπολη, στα δώματα του Δία — άσε πού και οι φρουρές εκεί ήσαν φοβερές, τρομερές και ε

Keywords
Τυχαία Θέματα