Οκτώ χρόνια χωρίς τον Άντη Χατζηκωστή

Οκτώ χρόνια συμπληρώνονται από τον χαμό του Άντη Χατζηκωστή.

Τρεις άνθρωποι που τον γνώρισαν, τον έζησαν και συμπορεύτηκαν μαζί του γράφουν στην εφημερίδα "Σημερινή", τιμώντας την μνήμη του.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Στο τελευταίο ποιητικό βιβλίο μου, εκδοθέν το 2016, «Εκδοχές ενός ποιήματος», ένα από τα μνημονευόμενα ονόματα στην πρώτη σελίδα, εκείνη την εκ προοιμίου αφιερωμένη στο αδωροδόκητο των αφιερώσεων ήταν αυτό του Άντη Χατζηκωστή. Σαν μια ελάχιστη, γραπτή υπόμνηση

του ασίγαστου και ανολοκλήρωτου έργου της μνήμης, για όσους και όσα στέκονται όρθια, αντίκρυ στο εξαλειπτικό ρεύμα του χρόνου, όπως όγκοι έκπαγλης λάμψης στην πλημμυρίδα ενός αέναου παρόντος.

Να αφιερώνεις σε κάποιον, εκφράζει, ίσως, μια ενδόμυχη πρόθεση να προεκταθείς, ως ύπαρξη, σε μιαν αξιοσύνη που σε ξεπερνά, να γίνεις το μικρό δώρο που ξετυλίγεται, σαν νήπιος φωτεινός αντικατοπτρισμός, στη σκιά μιας υπερέχουσας γενναιοδωρίας: Μιας γενναιοδωρίας που συμπτύσσεται ολόκληρη μέσα στην απεραντοσύνη του ίχνους της και μας καλεί να την ακολουθήσουμε, νοερά, ως την αδολίευτη χειρονομία που τη θεσμοθέτησε στον κόσμο.

Προσπαθώντας τώρα, με την ίδια νοερή εντρύφηση, να στοιχίσω το όνομα του Άντη με κείνα τα ποιήματα, αισθάνομαι πως το πέρασμά του ανάμεσα στα πράγματα που στοίχιζαν γύρω κι ανάμεσά μας έναν κόσμο, μοιάζει με το πέρασμα εκείνης της βαθιάς ομιλούσας σιωπής που στοιχίζει γύρω από τις λέξεις τη λεπτή, αδιόρατη μεμβράνη ενός νοήματος.

Να αφιερώνεις, λοιπόν, σ’ εκείνον/σ’ εκείνο που αφιερώθηκε, σαν μια ανεπαίσθητη αύρα αδολίευτης γενναιοδωρίας, ολάκερος/ο στους άλλους, είναι σαν να καλείς τον λόγο της υπόμνησης να γίνει ένα με το έργο, την περιδίνηση της ζωής μέσα και πέρα από τον καλπασμό των ασυναίρετων στιγμών της.

Οκτώ χρόνια από τον αδόκητο θάνατο του Άντη, ξέρω πως όσος καιρός κι αν περάσει, δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει ποτέ τελευταίος λόγος. Γιατί, αυτός (ο λόγος) έρχεται, κατά κάποιον τρόπο, πάντα πρώτος, ανακυκλώνει όσα εκείνος ήταν και εποίησε, μέσα σε μιαν πρωθύστερη αφοριστική τελεσιδικία, που λειτουργεί, απλώς, σαν μια εσαεί επιβεβαίωση.

Θέλω, μόνον, να επανεγγράψω στην αναμνηστική τούτη σελίδα της σημερινής εφημερίδας, ένα καταληκτήριο απόσπασμα κάποιου περασμένου αφιερώματος που το θεωρώ αποφασιστικό, προκειμένου να αποτιμηθεί σωστά η προσφορά και το μεγαλείο του Άντη.

Το παραθέτω, με την αμήχανη επίγνωση, πως επαληθεύει, ή, μάλλον, επαληθεύεται από την κάθε στιγμή της σύντομης, μα μεγάλης, σε ανθρώπινο εύρος, ζωής του.

Όταν, ακριβώς, έρχεται η στιγμή που και η ίδια η ζωή τελείται εις μνήμην, εις μνήμην κάποιου που ήταν πολύ πιο σημαντικός από κάθε λόγο, και κάθε λόγο για εκείνον, ερήμην μας:

Ο Χρόνος, με κάποιον τρόπο, προδικάζει τα πάντα, πόσο μάλλον το ανεξαργύρωτο της ευγνωμοσύνης για κάτι που υπήρξε η ανεξάντλητη δωρεά μιας γενναιοδωρίας που έρχεται ακατάπαυστα από το μέλλον.

Αυτός είναι, θαρρώ, ο τρόπος του Άντη να συνεχίζει να υπάρχει, πέρα από το κοινό, επονείδιστο μέτρο της ανθρώπινης μικρότητας, με τη χειρονομία του μεγαλείου που κρύβει το σχήμα και τις διαστάσεις της μεγαλοσύνης του. Σαν τον ψίθυρο που είναι πλουσιότερος σε νεύματα από την πιο σπουδαιοφανή φράση, και σαν την απομνημόνευση μιας απλής χειρονομίας που συμπυκνώνει ολάκερη τη ζωή στο πάντα ζωντανό και εν έργω παράδειγμά της.

Γιατί, να μνημονεύεις τον Άντη, σημαίνει να απομνημονεύεις, πράξει και έργω, όλα όσα εκείνος ιχνογράφησε με το πέρασμά του από τη ζωή, κατ’ επειγόντως τώρα, που επιβάλλεται να αρθρωθεί ένας λόγος για εκείνο που ήταν, αντίθετα με κάθε βίαιη εκθεμελίωση, η ορθοτόμηση ενός στέρεου οράματος για το μέλλον...

Ο άνθρωπος λειαίνεται έως ότου γίνει αόρατος έλεγε κάπως έτσι ο Ρενέ Σαρ, κι αυτό ήταν κυρίως η μοίρα των ποιητών, αλλά κι εκείνων που τολμούσαν να παρασταθούν στην έκθεση μιας κατακλυσμιαίας αναταραχής, στο όριο που το ανθρώπινο πασχίζει να αναλωθεί πέρα από τον εαυτό του, σε μια χειρονομία που ενώνει, μετεωριζόμενη, το Παν και το Τίποτα. Αόρατος, μα, όπως ο Άντης, διαρκώς ψηλαφήσιμος μέσα στης αγάπης την πλέρια ορατότητα…

Αιώνια είναι η μνήμη σου, αγαπημένε και, πάντα, πολύτιμε, φίλε. Κι ό,τι χάραξες, με το χέρι αλάνθαστου γεωμέτρη στον χάρτη του απραγματοποίητου, είν’ ένα ταξίδι που πραγματοποιείται, τώρα, με πολλούς άλλους που δεν σε γνώρισαν, που δεν είχαν την τύχη να γίνουν σύντροφοι, συνεργάτες και φίλοι σου.

ΓΙΑΝΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

Στις 11 του μήνα κλείνουν κιόλας επτά χρόνια από την απώλεια του Άντη. Και όμως, ο Άντης είναι εδώ. Τα έργα που αφήνουν πίσω τους οι άνθρωποι, το στίγμα τους, παραμένουν αναλλοίωτα στον χρόνο και δεν μπορούν να νικηθούν ούτε από στυγνούς δολοφόνους, ούτε από τον θάνατο.

Ο Άντης δεν ήταν του στερεότυπου και της μιζέριας, αλλά της ζωής, της δράσης, της θετικής σκέψης και της ενέργειας. Της πρωτογενούς δημιουργίας. Με αξιοπρέπεια και με τη δική του λογική και λεβεντιά. Ήξερε να ζει το σήμερα και έβλεπε μπροστά και πάντα με το δικό του μοναδικό χαρακτηριστικό χαμόγελο, δείγμα της αισιοδοξίας του και όπλο της θετικής του σκέψης. Δεν ήταν άνθρωπος που έμπαινε σε στεγανά και συντηρητικά καλούπια, ούτε έκτιζε πάνω σε μικρότητες. Τις αποστρεφόταν. Τις προσπερνούσε. Διότι, διέθετε τον δικό του κώδικα αρχών και αξιών, που του επέτρεπε να στέκει όρθιος και να πολεμά για αυτά που πίστευε.

Ο Άντης είχε φτιάξει πολύ περισσότερα από ό,τι θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς ότι θα μπορούσε να φτιάξει στη σύντομη ζωή του. Και αυτά τα οποία άφησε πίσω του μαρτυρούν ότι ήταν πιο μπροστά από την εποχή του. Ήταν πρωτοπόρος. Είχε όραμα… Και τολμούσε μεθοδικά και με ενθουσιασμό να εργάζεται ακούραστα για την υλοποίησή του. Συλλάμβανε, άκουγε, προβληματιζόταν, οργάνωνε, εκτελούσε και δημιουργούσε.

Ήταν φοβερή η δίψα του για μάθηση. Αγαπούσε την πατρίδα, αλλά είχε ξεφύγει από το επαρχιακό κυπριακό σύνδρομο. Έκρυβε μέσα του έναν Έλληνα πατριώτη, με μεγάλο πολιτισμικό και πνευματικό βάθος, τον οποίο συνδύαζε με έναν Έλληνα κοσμοπολίτη, που σπάει τα σύνορα και τους φραγμούς, που λατρεύει το άγνωστο και ο οποίος διψά για την γνώση και να ζήσει άλλους κόσμους, κουλτούρες, αντιλήψεις και φιλοσοφίες. Άλλων λαών και πολιτισμών.

Ο Άντης άκουγε… Και μετά αξιολογούσε. Ήξερε πώς να διοικεί χαμογελώντας και με ευθύνη. Και συνήθιζε να μου λέει: «Μην αδικείς, για να μην αδικείς τον εαυτό σου». Παρότι είχε αποδείξει πως ήταν φτιαγμένος για μεγάλα πράγματα, εντούτοις χαρακτηριζόταν από απλότητα. Σε κέρδιζε εύκολα. Εξέπεμπε φιλικότητα και αξιοπιστία. Αρχοντιά. Μπορούσες να τον εμπιστευτείς. Και να στηριχτείς πάνω του. Προσόντα, αρετές, εάν θέλετε, που δεν τα συναντάς εύκολα στις μέρες μας.

Μόνο αν είσαι χαρισματικός. Και ο Άντης ήταν.

Πέρασαν, κιόλας, επτά χρόνια από τις 7 του Γενάρη του 2010, όταν, στην τελευταία μας συνάντηση, σηκώθηκε από το τραπέζι βιαστικά, για να προλάβει το αεροπλάνο για την Αθήνα, λέγοντάς μου, χαμογελώντας: «Φεύκω, φιλούι!» Και έφυγε. Έφυγε νέος και θα παραμείνει νέος. Αδίστακτοι δολοφόνοι, ύπουλα και άνανδρα ανθρωπάκια, με πισώπλατα κτυπήματα τού έκοψαν πρόωρα το νήμα της ζωής. Και, όμως, ο Άντης είναι πάντα μαζί μας. Με το χαμόγελο στα χείλη. Με το δικό του χαρακτηριστικό χαμόγελο. Το αφοπλιστικό χαμόγελο. Το χαμόγελο του Άντη…

ΑΘΩΣ ΚΟΙΡΑΝΙΔΗΣ

Αυτή η μεστή φράση του Οδυσσέα Ελύτη ήταν από τις αγαπημένες του μακαριστού πνευματικού αδελφού, εκλεκτού φίλου και στενού συνεργάτη μου, Άντη Χατζηκωστή. Γι’ αυτό και χαράκτηκε στη μαρμάρινη πλάκα του μνήματος το οποίο φιλοξενεί προσωρινά το άψυχο σώμα του.

Ως να προαισθανόταν το σύντομο της επίγειας ζωής του, βίωνε το νόημα αυτής της φράσης καθημερινά, αξιοποιώντας και απολαμβάνοντάς την κάθε στιγμή.
Το ανήσυχο πνεύμα του δεν σταματούσε να περιφέρεται μεταξύ των ανούσιων μεριμνών της καθημερινότητας και των πνευματικών αναζητήσεων της αιωνιότητας.

Η αγάπη, η προσήνεια, η οικειότητα, το χαμόγελο και ο αυθορμητισμός δεν του επέτρεπαν να περάσει απαρατήρητος από πουθενά, ενώ τον αναδείκνυαν εύκολα στην κάθε συνάθροιση.

Το ήθος, η ταπείνωση, ο ενθουσιασμός και η διορατικότητα συνέθεταν ένα σπάνιο προφίλ ηγέτη που πολλοί από εμάς θαυμάζαμε, προσβλέποντας ότι θα μπορούσε να εξελιχτεί σ’ ένα νέο Καποδίστρια που θα μας έβγαζε από το αδιέξοδο του κυπριακού προβλήματος, την απαξίωση της εθνικής αξιοπρέπειας, τη μιζέρια της ηττοπάθειας, το βούρκο της διαφθοράς και τις παθογένειες του ολιγαρχικού παλαιοκομματικού κατεστημένου.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που μοιραστήκαμε τους προβληματισμούς μας για την κατάντια του γένους μας και την αδήριτη ανάγκη για πνευματική ανασυγκρότηση και εθνική αναγέννηση.

Οι πνευματικές αναζητήσεις του ήταν έντονες. Δεν θα λησμονήσω τις συζητήσεις μας περί θανάτου, αναστάσεως και αιωνίου ζωής.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά την ανάβασή μας στην κορυφή του Αγίου Όρους Άθω. Όταν τον είδα στο πιο ψηλό σημείο του βράχου να ατενίζει περήφανα τον ορίζοντα με διάπλατο χαμόγελο, ένιωσα ότι η ψυχή του ήταν έτοιμη να φτερουγίσει για κάτι πολύ ανώτερο από αυτό που ζούσαμε. Αυτή η εικόνα και αυτό το συναίσθημα ζωντάνεψαν μέσα μου όταν αντίκρισα το λεβεντίσιο κορμί του να κείται νεκρό από τα άνανδρα πυρά του δολοφόνου λίγα χρόνια αργότερα.

Ο Άντης πέρασε γρήγορα από αυτή την πρόσκαιρη ζωή, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο, μια μεγάλη πνευματική κληρονομιά και αμέτρητους φίλους.

Όπως αναφέρει ο σοφός Σολομών, «γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον, ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται». Η ζωή του ήταν γεμάτη από δημιουργία και προσφορά. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιωάννη Καποδίστρια, δολοφονήθηκε άνανδρα, παίρνοντας μαζί του τις ελπίδες πολλών ανθρώπων για ένα καλύτερο μέλλον.
Είμαι βέβαιος ότι όσοι είχαν την ευκαιρία να δουν τη λάμψη του Άντη, δεν θα την ξεχάσουν ποτέ. Θα τη θυμούνται αιώνια. Αιωνία του η μνήμη.

Keywords
Τυχαία Θέματα