Έπεα πτερόεντα και το τραγούδι των Σειρήνων

Isos i protasi afti sas ksafniasei gia mia stigmi, epeidi den einai grammeni se elliniko alfavito, allά αυτό που διαβάσατε είναι απολύτως ελληνικό. Χρησιμοποίησα λατινικά γράμματα αξιοποιώντας τη γνώση που οι περισσότεροι έχουμε για το πώς προφέρονται, για να αναπαραστήσω δύο προτάσεις στη νεοελληνική γλώσσα. Παρότι διαβάσατε λατινικά γράμματα, το άκουσμα που ανασύρατε από τη μνήμη σας—δηλαδή, μια εσωτερική ακουστική ανάμνηση—ήταν

δύο προτάσεις πλήρεις νοήματος στη νεοελληνική γλώσσα. Η ίδια αλληλουχία γραμμάτων θα ανέσυρε από τη μνήμη ενός αγγλόφωνου ή ενός ιταλόφωνου ήχους χωρίς κανένα συνολικό νόημα και ενδεχομένως μεμονωμένες λέξεις. Η γραφή και η εσωτερική ακουστική ανάμνηση που ανασύρεται μέσω της γραφής αποτελούν δύο διακριτές και μη ισότιμες διαστάσεις της γλώσσας. Η κυριαρχία όμως της γραφής στον σύγχρονο πολιτισμό γεννά μια απατηλή ταύτιση της γλώσσας με τη γραφή· πιστεύουμε εσφαλμένα ότι η γλώσσα είναι η γραφή της.

Οι δύο διαστάσεις της γλώσσας

Σε κάθε γλώσσα μπορούμε να διακρίνουμε δύο διαστάσεις που πραγματώνονται μέσω δύο αισθητηριακών τροπικοτήτων (δηλαδή, της ακουστικής και της οπτικής): αφενός την προφορική διάσταση—μια φευγαλέα γλωσσική άρθρωση που χάνεται στον χρόνο—και αφετέρου τη γραπτή διάσταση—μια μόνιμη γλωσσική αναπαράσταση που διατηρείται στον χρόνο. Η γραφή και η ανάγνωση υλοποιούνται μέσω της οπτικής τροπικότητας, με οπτικά σύμβολα που προσλαμβάνονται με τα μάτια. Ωστόσο, ο προφορικός λόγος μπορεί να παράγεται και να προσλαμβάνεται μέσω και των δύο τροπικοτήτων: στις οικείες μας φθογγογλώσσες αυτό γίνεται με φθόγγους (δηλαδή, ηχητικά κύματα που ταξιδεύουν μέσω της ακουστικής οδού), ενώ στις νοηματικές γλώσσες, καθώς η ακουστική τροπικότητα δεν είναι διαθέσιμη, ο προφορικός λόγος πραγματώνεται μέσω χειρομορφών και διαπερνά την οπτική οδό.

Η προφορική διάσταση προηγείται της γραπτής

Γιατί όμως χαρακτήρισα την προφορική και τη γραπτή διάσταση «μη ισότιμες»; Εμπειρικά δεδομένα δείχνουν ότι οι δύο διαστάσεις δεν συμπορεύονται: η μια προηγείται της άλλης και η άλλη στηρίζεται πάνω στην πρώτη. Ο προφορικός λόγος αφορμάται από την ενδιάθετη ικανότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί γλώσσα· έτσι, το εσωτερικό γλωσσικό σύστημά μας παίρνει σάρκα και οστά και γίνεται ομιλία, με φθόγγους ή χειρομορφές. Αντίθετα, μοναδική αποστολή του γραπτού λόγου είναι να παραστήσει την προφορική ομιλία και να τη σώσει από τη φθορά του χρόνου. Επομένως, παρά την τεράστια εικαστική ποικιλία των συστημάτων γραφής του κόσμου, όλα ανεξαιρέτως αποτυπώνουν και ανακαλούν γλωσσικές ακουστικές μνήμες. Μάλιστα η ευρεία εικαστική ποικιλία μπορεί να καμουφλάρει εκπληκτικά λέξεις σχεδόν ομόηχες σε διάφορες γλώσσες. Δείτε στην εικόνα με πόσο διαφορετικό τρόπο δέκα συστήματα γραφής αποδίδουν τις λέξεις καφές, τσάι και χιούμορ, οι οποίες προφέρονται με παραπλήσιο τρόπο στις δέκα αντίστοιχες γλώσσες. Όλα τα συστήματα γραφής αποτελούνται από γραπτά σχήματα—τα ονομάζουμε γραφήματα—που αντιστοιχούν σε διαφορετικές φωνολογικές μονάδες του προφορικού λόγου, ανάλογα με τον τύπο τού κάθε συστήματος γραφής. Έτσι, στις αλφαβητικές γραφές (π.χ. ελληνική, λατινική, κυριλλική) τα γραφήματα αποδίδουν φθόγγους, στις συλλαβικές γραφές (π.χ. ιαπωνική, ταϊλανδέζικη) αντιστοιχούν σε συλλαβές και στις ιδεογραφικές γραφές (π.χ. κινέζικη) σε λήμματα–λέξεις. Προϋπόθεση λοιπόν για την ύπαρξη γραφής συνιστά η ύπαρξη προφορικής ομιλίας.

Η φυλογένεση και η οντογένεση ενισχύουν τη μη ισοτιμία

Το δεδομένο αυτό ενισχύουν ανθρωπολογικά ευρήματα ότι στη φυλογενετική εξέλιξη του ανθρώπου η προφορική ομιλία εμφανίστηκε πρώτη, ενώ τα συστήματα γραφής εφευρέθηκαν αργότερα ως πολιτισμικά προϊόντα, όταν οι ανάγκες της κοινωνικής οργάνωσης επέβαλαν την καταγραφή της προφορικής ομιλίας. Παράλληλα, η παλαιοντολογική–αρχαιολογική σκαπάνη χρονολογεί τη συνεμφάνιση της ανθρώπινης προφορικής γλώσσας και του Homo sapiens (ανθρώπου του σοφού) περίπου 100.000 χρόνια πριν, ενώ τα παλαιότερα γνωστά συστήματα γραφής είναι ηλικίας μόλις 5.000 χρόνων. Η ύπαρξη αποκλειστικά προφορικών γλωσσών—δηλαδή, ομιλούμενων ζωντανών γλωσσών χωρίς γραφή—δεν είναι ξένο φαινόμενο, ακόμα και σήμερα· αν και τα επικαιροποιημένα ποσοτικά δεδομένα είναι σποραδικά, η εκτίμηση της βάσης δεδομένων Ethnologue ανέρχεται στο 47% (δηλαδή, 3.349 από τις 7.097 ομιλούμενες είναι προφορικές γλώσσες). Μια τέτοια προφορική γλώσσα χωρίς γραπτή παράδοση και ταυτόχρονα απειλούμενη με εξαφάνιση μειονοτική γλώσσα είναι η κυπριακή μαρωνιτική αραβική.

Από την εμπειρία μας γνωρίζουμε επίσης ότι στον οντογενετικό άξονα όλα τα παιδιά κατακτούν πρώτα τη μητρική τους γλώσσα μαθαίνοντας να μιλούν ή να νοηματίζουν, αλλά μόνο αργότερα, στο σχολείο, μαθαίνουν να γράφουν· ποτέ αντίστροφα. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη την ύπαρξη μη εγγράμματων ομιλητών σε πολλές γλωσσικές κοινότητες—δηλαδή, ομιλητών που παρότι χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τον προφορικό λόγο δεν γνωρίζουν να γράφουν και να διαβάζουν—αντιλαμβανόμαστε ότι η μάθηση της γραφής δεν είναι στοιχείο εγγενές στη γλώσσα. Σημαντική παρατήρηση είναι ότι η κατάκτηση του προφορικού λόγου γίνεται με τρόπο φυσικό και αυθόρμητο, χωρίς διδασκαλία, όταν το παιδί εκτεθεί σε γλωσσικά ερεθίσματα, ενώ αντίθετα οι κανόνες και οι συμβάσεις του γραπτού λόγου μαθαίνονται μέσω συστηματικής διδασκαλίας και με σημείο αναφοράς την ήδη υπάρχουσα εσωτερικευμένη γνώση του γλωσσικού συστήματος.

Η γραφή κλέβει την παράσταση

Εντούτοις, λόγω του αυξημένου εγγραμματισμού στον σύγχρονο πολιτισμό, η γραφή κλέβει την παράσταση σαν ένα σαγηνευτικό τραγούδι των Σειρήνων. Είναι τόσο παντοδύναμη που ταυτίζεται εσφαλμένα με την ίδια τη γλώσσα. Πόσοι από μας δεν πιστεύουμε ότι τα κινέζικα ή τα αραβικά είναι «δύσκολες γλώσσες», απλώς και μόνο επειδή φέρνουμε στο μυαλό μας την εικόνα συστημάτων γραφής ξένων προς το ελληνικό ή το οικειότερό μας λατινικό αλφάβητο; Πόσοι δεν διαμαρτυρόμαστε για τη δήθεν καταστροφή της ελληνικής γλώσσας, όταν αλλάζουν οι κανόνες της γραφής; Πόσοι δεν θεωρούμε τα ορθογραφικά λάθη κακή χρήση της γλώσσας;

Η προτεραιότητα του προφορικού λόγου

Τα παραπάνω δεδομένα έχουν μια κοινή συνισταμένη: ο γραπτός λόγος δεν αποτελεί απαραίτητη διάσταση για την ύπαρξη γλώσσας και εξαρτάται απόλυτα από την προφορική ομιλία. Έτσι σκιαγραφείται μια θεμελιώδης αρχή της σύγχρονης γλωσσολογίας—η αρχή της αυτονομίας–προτεραιότητας του προφορικού λόγου—η οποία προσανατολίζει μεθοδολογικά την ατζέντα των επιστημών της γλώσσας προς τη μελέτη της προφορικής διάστασης ως κύριας αντανάκλασης του γλωσσικού συστήματος.

Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν συνεπάγεται υποτίμηση της αξίας του γραπτού λόγου· αντίθετα, η γλωσσολογία αναγνωρίζει τη συνεισφορά της γραφής στη μελέτη παλαιότερων μορφών των γλωσσών, στην εφαρμογή γλωσσικής τυποποίησης, η οποία συμβάλλει στη διατήρηση των γλωσσών κ.λπ. Για παράδειγμα, το ερευνητικό πρόγραμμα για τη διατήρηση και αναβίωση της κυπριακής μαρωνιτικής αραβικής από ομάδα Κύπριων γλωσσολόγων περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη θέσπιση κανόνων γραπτής απόδοσής της. Αν όμως ενστερνιστούμε την ιδέα ότι η πρωτογενής έκφανση της γλώσσας είναι η προφορική ομιλία και όχι ο γραπτός λόγος, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε ευκολότερα μια πληθώρα ζητημάτων που αφορούν τη γλώσσα: από τις ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις, μέχρι το κλινικό προφίλ της δυσλεξίας.

Βενέδικτος Βασιλείου, M.Sc.
[email protected]
Γλωσσολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Νευρογλωσσολογίας
Max Planck Institute for Human Cognitive and Brain Sciences,
Τμήμα Νευροψυχολογίας,
Λειψία, Γερμανία

*Ακολουθήστε μας στο @glossoskopio (Twitter) και στο Γλωσσοσκόπιο («Η Σημερινή») (Facebook)

Keywords
Τυχαία Θέματα