Ισπανία:Eνδεχόμενο να προκύψει ενδιάμεση πολιτική οδός

Ποια θα είναι η σημασία των εκλογών της 21ης Δεκεμβρίου για την καταλανική πολιτική; Θα είναι μία από τα ίδια; Δηλαδή, μία επανάληψη του ίδιου παιχνιδιού, στο οποίο θα ξαναπαγιδευθούμε; Ή, απεναντίας, θα αποτελέσει ένα σφουγγάρι, ώστε να ανοίξει ένας καινούργιος λογαριασμός; Η πρόγνωσή μου είναι πως δεν πρόκειται να συμβεί ούτε το ένα ούτε το άλλο. Θα είναι όμως κάτι το διαφορετικό, γιατί οι πρωταγωνιστές θα χρειασθεί να αναγνωρίσουν πραγματικότητες που έως σήμερα προσπαθούσαν να αγνοήσουν. Και τούτο θα απαιτήσει μία αποστασιοποίηση και μία ενδιάμεση πολιτική οδό.

Οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας

θα πρέπει να παραδεχθούν τέσσερις αμείλικτες πραγματικότητες. Η πρώτη είναι πως ο κύριος περιορισμός για την ανακήρυξη μονομερούς ανεξαρτησίας δεν είναι η ισχύς του νόμου, ή η βίαια επέμβαση του κεντρικού κράτους, αλλά η πολλαπλότητα του χαρακτήρα της καταλανικής κοινωνίας. Πλέον δεν έχει βάση το σύνθημα «ένας μόνο λαός, μία μόνη φωνή». Την πραγματικότητα τούτη οφείλουν να τη σεβασθούν και οι εκπαιδευτικοί θεσμοί. Μού είχαν διηγηθεί μία ιστορία: Απέναντι στις διαμαρτυρίες ορισμένων γονέων μαθητών σε γνωστό εκπαιδευτικό κέντρο της Βαρκελώνης για την διοργάνωση μίας «αγρυπνίας» για τη στήριξη του ακυρωθέντος δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου, η διεύθυνσή του χρειάσθηκε να ζητήσει συγγνώμη, γιατί «δεν είχε αίσθηση πως υπήρχαν πολιτικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των οικογενειών των μαθητών».

Η δεύτερη πραγματικότητα είναι πως η ρομαντική εικόνα που έτρεφαν οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας για την ΕΕ δεν συνάδει με την πραγματικότητα. Η ΕΕ είναι μία πολιτική ένωση εθνικών κρατών, που διέπεται από την αρχή του σεβασμού στους εθνικούς θεσμούς. Κι εξ αυτού, ουδέποτε πρόκειται να αναγνωρίσει την καταλανική δημοκρατία.

Η τρίτη αφορά την αδυναμία των οικονομικών επιχειρημάτων για την αυτάρκεια μίας ανεξάρτητης Καταλωνίας. Οι κλασικοί οικονομολόγοι μάς προειδοποίησαν πως οι αποφάσεις μας θα έχουν συνέπειες, που το γεγονός ότι δεν μας αρέσουν, δεν τις κάνει λιγότερο πραγματικές. Σήμερα, αφού έχουμε γίνει μάρτυρες της φυγής των αποταμιεύσεων και των εταιρειών και της πτώσης της κατανάλωσης, ουδείς εχέφρων μπορεί ακόμη να αμφιβάλει για τη σημασία αυτών των επιπτώσεων.

Η πίστη ορισμένων ακαδημαϊκών στη δυνατότητα να καταστεί βιώσιμη μία ανεξάρτητη Καταλωνία βασιζόταν στην υπόθεση πως μέσα στο σενάριο της παγκοσμιοποίησης και της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, θα ήταν δυνατή η ύπαρξη μικρών κρατών. Αυτό θα ίσχυε μόνον στο μέτρο που τα κράτη αυτά θα επωφελούνταν από το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση θα τα βοηθούσε να μειώσουν το κόστος ύπαρξής τους και πως η ύπαρξη της ΕΕ θα προέβλεπε τη διατήρηση ορισμένων δημοσίων αγαθών (όπως, π.χ., μίας Κεντρικής Τράπεζας). Τότε, λειτουργώντας ως free riders (ελεύθεροι καβαλάρηδες), αυτά τα μικρά κράτη όντως θα μπορούσαν να είναι βιώσιμα. Όμως αυτή η υπόθεση αποδείχθηκε σφαλερή.

Τέλος, ποσώς είναι αξιόπιστο το επιχείρημα μίας Καταλωνίας σε κατάσταση αποικιακής εκμετάλλευσής της από την Ισπανία, που την έχει απομυζήσει και φτωχύνει. Αυτό το επεσήμαινε και ο Economist σε κύριο άρθρο του την περασμένη εβδομάδα, λέγοντας πως δεν θα πρέπει κανείς να πιέσει πολύ τον εαυτό του για να πεισθεί ότι όλα αυτά συμβαίνουν «όχι σε μία φτωχή και καταρρέουσα χώρα, αλλά -και τούτο είναι το απίστευτο- σε μία μοντέρνα δημοκρατία όπως είναι η Ισπανία».

Για να παραφράσω ένα χαρακτηρισμό του μεγάλου οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέινς, αναφορικά με το σύστημα ισοτιμιών με βάση τον χρυσό στις αρχές του περασμένου αιώνα, θα μπορούσε να πει κανείς πως η ανεξαρτησία αποτελεί «ένα βαρβαρικό απομεινάρι», που δεν έχει νόημα σε ένα πλούσιο κράτος του 21ου αιώνα.

Αυτές οι τέσσερις αμείλικτες πραγματικότητες δεν πρόκειται βεβαίως να εξαφανίσουν τα όποια οράματα και προσδοκίες για ανεξαρτησία. Όμως, η αναγνώρισή τους, θα συμβάλει στο να μεταστραφεί ο χαρακτήρας του οράματος της ανεξαρτησίας από λαϊκιστική ρητορεία σε δημοκρατικής μορφής αξίωση.

Από την πλευρά της η κεντρική κυβέρνηση και τα κόμματα που υποστηρίζουν την ενότητα του κράτους θα πρέπει να αναγνωρίσουν πως το καταλανικό πρόβλημα είναι μια πραγματική διένεξη, με πιο ευρείες παραμέτρους από την αυτήν της ανεξαρτησίας. Το ότι η Καταλωνία αποτελεί το κυριότερο πρόβλημα του ισπανικού κράτους, το αποδεικνύει πως τα δύο μοναδικά διαγγέλματα προς το έθνους που έχουν κάνει, ως αρχηγοί Κράτους, ο βασιλέας Χουάν Κάρλος Α’ και ο βασιλέας Φελίπε Στ’ στη μεταφρανκική εποχή —εξόν φυσικά από τα πρωτοχρονιάτικα μηνύματά τους— έγιναν με αφορμή την απόπειρα πραξικοπήματος το 1981 και της μονομερούς ανακήρυξης της καταλανικής ανεξαρτησίας.

Όμως μέχρι σήμερα η κεντρική κυβέρνηση και τα φιλοενωτικά κόμματα χρησιμοποίησαν την καταλανική ανεξαρτησία ως πρόσχημα για να μην προσφέρουν απάντηση στην πλειοψηφούσα αξίωση για αλλαγή, που είναι κυρίαρχη μεταξύ όλων εκείνων των πολιτών που δηλώνουν εξίσου Καταλανοί και Ισπανοί. Τώρα θα πρέπει να αναγνωρίσουν αυτήν την πραγματικότητα.

Όλα τούτα με οδηγούν να σκεφθώ πως οι εκλογές της 21ης Δεκεμβρίου θα αποτελέσουν ένα διαφοροποιό σημείο, που θα δημιουργήσει μία αποστασιοποίηση και θα οδηγήσει σε μία ενδιάμεση πολιτική οδό. Μία οδό που δεν θα αποτελεί έναν απλό συμβιβασμό ανάμεσα στην ανεξαρτησία και το υπάρχον status quo, αλλά που θα ενσωματώνει νέες στρατηγικές και προτεραιότητες. Μεταξύ αυτών και την επιστροφή στη νομική ασφάλεια των αποταμιευτών και των εταιρειών και η μεγαλύτερη προσοχή στην επιδείνωση που σημειώνεται σε πολλούς κοινωνικούς δείκτες στην Καταλωνία τα τελευταία χρόνια.

Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ

Keywords
Τυχαία Θέματα