Το καίριο και μέγα ερώτημα είναι: Ποιος διακύβευε περισσότερα; Ποιος είχε το μεγαλύτερο κίνητρο;

Του ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΛΤΙΝΟΥ

Όσοι θέλουν να επιχειρήσουν αντιπερισπασμό στρέφοντας την προσοχή της κοινής γνώμης στη «λίστα Λαγκάρντ», το πέτυχαν. Εδώ και λίγες μέρες, η κοινή γνώμη οδηγείται να ασχοληθεί μόνο με το θέμα αυτό και με κανένα άλλο. Υπάρχουν και άλλες λίστες, πολύ πιο σημαντικές, αλλά κανένας δεν ασχολείται, ούτε καν η Δικαιοσύνη. Επίσης η «λίστα Λαγκάρντ» πρέπει, σύμφωνα με όσους κανοναρχούν από τα πολιτικά παρασκήνια, δεν πρέπει να ασχολούμαστε ούτε με τις επιπτώσεις των πρόσφατων μέτρων των 18 δις που πήρε η κυβέρνηση ούτε
με το αποτυχημένο και πολύ κοστοβόρο ταξίδι της τετραμελούς οικογένειας του Αλέξη Τσίπρα για δύο εβδομάδες στη Λατινική Αμερική. (Για το θέμα αυτό αξίζει να διαβαστεί το άρθρο του Αντώνη Καρακούση στο σημερινό vima.gr).
Επειδή, όμως, κάποιοι θα σπεύσουν να πουν ότι προσπαθούμε να «κουκουλώσουμε» την υπόθεση ή να αθωώσουμε τον πρώην υπουργό, σπεύδουμε να πούμε μακριά από εμάς παρόμοιες προθέσεις. Αλλά δεν μπορούμε να καταπίνουμε αμάσητα όσα μας σερβίρουν και να κρύψουμε τις, όποιες, σκοπιμότητες όσων καλλιεργούν το κλίμα ανθρωποφαγίας.
Ευθύνες σαφώς και υπάρχουν, αλλά ποιες ευθύνες; Και ποιών; Γιατί πολλοί είναι αυτοί που έχουν ευθύνες και όχι μόνο για τον χειρισμό της «λίστας».
1. Είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι από το πρωί, σήμερα, βούιξαν τα ΜΜΕ, τα οποία έφθασαν να αναφέρουν ονόματα, με ευθύνη της Δικαιοσύνης, οι λειτουργοί της οποίας δεν φρόντισαν να ενημερώσουν επίσημα την κοινή γνώμη για τα ευρήματά τους. Αντίθετα, επέλεξαν το χειρότερο δρόμο, αυτό των διαρροών, πριν καν αποστείλουν τα σχετικά στοιχεία στη Βουλή, ως όφειλαν. Γι αυτό και δικαίως τους κατηγορεί ο Παπακωνσταντίνου.
2. Τα κόμματα έσπευσαν να εκδώσουν ανακοινώσεις με βάση τις «διαρροές». Το λέμε αυτό γιατί κανένα κόμμα δεν είπε ότι έχει επίσημη ενημέρωση.
3. Το ΠΑΣΟΚ είχε την πιο σκληρή αντίδραση. Εν μέρει δικαιολογημένα, αφού το όποιο πολιτικό κόστος υπάρξει θα το εισπράξει το ίδιο. Επιπλέον, η συγκεκριμένη αντίδραση οφείλεται και στον χαρακτήρα του Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος θεώρησε ότι παίρνει μια άτυπη ρεβάνς από τον προκάτοχό του στο υπουργείο Οικονομικών και έσπευσε να πανηγυρίσει την απαλλαγή του, όπως θεωρεί, από κάθε ευθύνη για τον χειρισμό της «λίστας».
4. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν ο Αλέξης Τσίπρας βρισκόταν στην Αργεντινή, όπου διαπίστωσε πως θα ήταν η Ελλάδα σήμερα αν είχε ευωδοθεί η ευχή του και είχαμε γίνει Αργεντινή, προκάλεσε μείζον ζήτημα κάνοντας λόγο για διαγραφή 600 ονομάτων από τη «λίστα». Τώρα, που λέγεται ότι τα ονόματα ήταν 3 ή 4, θα ζητήσει συγνώμη για τις τερατολογίες των στελεχών του και της «Αυγής» που το έκανε πρώτο θέμα;
Αυτά είναι ορισμένα στοιχεία τα οποία δεν πρέπει να διαφεύγουν από όποιον θα ήθελε να έχει μια νηφάλια προσέγγιση στο θέμα που δημιουργήθηκε.
Σύμφωνα, πάντως, με τις ενδείξεις από τις «διαρροές», ο πρώην υπουργός Οικονομικών έχει ευθύνες. Τι ευθύνες, όμως;
-Έχει ο ίδιος καταθέσεις στο εξωτερικό; Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο;
-Αναφέρονται στη νέα «λίστα», ονόματα στενών συγγενικών του προσώπων; Σύμφωνα με τις διαρροές υπάρχουν.
-Πότε άνοιξαν και πότε έκλεισαν οι λογαριασμοί; Σύμφωνα με τις διαρροές άνοιξαν το 1998 και έκλεισαν το 2007.
-Υπάρχει παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος στους συγκεκριμένους λογαριασμούς; Οι «διαρροές» δεν αναφέρουν τίποτα σχετικά.
-Το 1,2 εκατ. δολάρια είχαν φορολογηθεί ή όχι;. Ούτε γι αυτό αναφέρουν κάτι οι διαρροές.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, για ποιο ακριβώς θέμα συζητάμε, γιατί γίνεται όλος αυτός ο θόρυβος; Για να δικαιολογηθεί ο θόρυβος πρέπει να είναι βέβαιο ότι ο Παπακωνσταντίνου διέγραψε τα ονόματα των συγγενικών του προσώπων. Πρέπει να αποδειχτεί. Υπάρχουν αποδείξεις γι αυτό; Η απάντηση είναι όχι. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις οι οποίες σχετίζονται με τη συγγένεια του πρώην υπουργού με τα συγκεκριμένα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στη «νέα λίστα Λαγκάρντ».
Τα ερωτήματα, όμως, δεν τελείωσαν εδώ. Ένα ακόμα πολύ σημαντικό ερώτημα, με δεδομένο ότι οι δύο λίστες δεν ταυτίζονται, είναι: Είμαστε σίγουροι ότι οι Γάλλοι είχαν κρατήσει αντίγραφο της «λίστας» που έδωσαν στον Παπακωνσταντίνου (ο οποίος είναι εκείνος που την ζήτησε) και αυτό έστειλαν ικανοποιώντας το αίτημα Στουρνάρα; Διότι το αντίγραφο που έστειλε το 2010 η Κριστίν Λαγκάρντ αποκόπηκε από μια συνολική «λίστα» που υπεκλάπη από την Τράπεζα HSBC, στην οποία περιέχονταν ονόματα πελατών από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ολλανδία και άλλες χώρες. Είναι πιθανό να μην αντιγράφηκαν τα ίδια ονόματα στις δύο «λίστες» που έφθασαν στην Ελλάδα από τη Γαλλία; Μια τέτοια σύμπτωση θα ήταν, βέβαια, διαβολική, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται.
Ας περιορίσουμε λίγο το πεδίο των αναζητήσεών μας και ας έρθουμε σε ένα συγκεκριμένο θέμα που έχει τα δικά του ερωτηματικά. Και από τις απαντήσεις σε αυτά θα εξαρτηθούν πολλά.
Ποια «λίστα» δημοσιεύθηκε στο HOT DOC; Η «λίστα» από το CD του Παπακωνσταντίνου, ή από το «στικάκι» του Βενιζέλου; Ο Παπακωνσταντίνου έχει πει ότι είχε αντιγράψει το CD, πριν αυτό «χαθεί» σε «στικάκι», το οποίο παρέδωσε στον Ιωάννη Διώτη, όπως και ο ίδιος ο επικεφαλής του ΣΔΟΕ κατέθεσε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.
Και τώρα το κρίσιμο ερώτημα. Είναι βέβαιο και πως, ότι ο Παπακωνσταντίνου έδωσε τη «λίστα» έχοντας απαλείψει τα ονόματα των συγγενών του; Σύμφωνα με όσα έχουν γραφεί στον τύπο και έχουν ακουστεί από μέλη της Επιτροπής της Βουλής, το CD δεν μπορούσε να αλλοιωθεί, αντίθετα με το «στικάκι».
Επομένως, και με την προϋπόθεση ότι η «νέα λίστα Λαγκάρντ» συγκρίθηκε με τη «λίστα» που περιείχε το «στικάκι», θα μπορούσε τα ονόματα των συγγενών του Παπακωνσταντίνου να είχαν διαγραφεί είτε από τον ίδιο είτε από όποιον άλλο είχε στην κατοχή του το «στικάκι».
Φθάνουμε τώρα στο «ζουμί», στο κίνητρο. Και αναγκαστικά, τώρα, γινόμαστε και «αστυνομικοί» και «ανακριτές». Οι αστυνομικοί και οι ανακριτές, όταν εξετάζουν μια υπόθεση, αναζητούν το κίνητρο. Ποιος, δηλαδή θα ωφελούνταν από τη συγκεκριμένη τροπή μιας υπόθεσης.
Ποιο θα ήταν το όφελος του Παπακωνσταντίνου; Απλά, δεν θα αναφέρονταν τα ονόματα των συγγενών του. Αλλά τι θα κέρδιζε ο ίδιος; Θα μπορούσε εύκολα με μια δήλωσή του (συμφωνημένη με τους συγγενείς το αν θέλετε) να τους αποκηρύξει, ακόμα και να τους καταγγείλει, αν είχαν κάνει παράνομη εξαγωγή και δεν είχαν πληρώσει φόρους. Το κόστος του σ΄ αυτή την περίπτωση θα ήταν πολύ μικρότερο από το κόστος που εισπράττει τώρα. Λογικά δεν είχε λόγους να κάνει κάτι τέτοιο. Αν το έκανε, καλά να πάθει.
Τι γίνεται, όμως, με την περίπτωση του δεύτερου κατόχου του «στικ»; Θα είχε λόγους να διαγράψει ονόματα από το «στικάκι»; Και γιατί να διαγράψει τα συγκεκριμένα ονόματα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Ωστόσο, αν πρόκειται για κάποιο πολύ φιλόδοξο άτομο, προς το οποίο θα μπορούσαν να στραφούν οι υποψίες για απόκρυψη της λίστας (προσοχή: όχι της αλλοίωσης, της απόκρυψης) το λογικό θα ήταν να αναζητήσει τρόπους να αποσείσει τις ευθύνες που θα μπορούσε να έχει. Και να στρέψει όλες τις υποψίες σε κάποιο άλλο πρόσωπο, όπως ο Παπακωνσταντίνου, του οποίου συγγενικά πρόσωπα περιλαμβάνονταν στη «λίστα» και ο οποίος είχε χειριστεί την υπόθεση ως αρμόδιος υπουργός.
Το ρίσκο για τον δεύτερο κάτοχο του «στικ», θα ήταν μικρότερο από το ρίσκο του πρώτου κατόχου, αν εκείνος έκανε τις διαγραφές. Επίσης ο πρώτος είχε και πολλές αντιπάθειες στον χώρο του Τύπου και των ΜΜΕ, από όπου πολλοί ήταν πρόθυμοι να τον ακρωτηριάσουν, να τον ρίξουν στην πυρά. Έτοιμη τροφή θα είχαν και απλά θα έπρεπε να τη μασήσουν.
Το ερώτημα είναι αν ο δεύτερος κάτοχος του «στικ» θα είχε να διακινδυνεύσει πολλά και σημαντικότερα, ίσως το σημαντικότερο στοίχημα της ζωής του, αν άφηνε να στραφούν πάνω του οι υποψίες με κίνδυνο να του καταλογιστούν ευθύνες για τον χειρισμό της υπόθεσης, απ΄ ότι ο πρώτος κάτοχος.
Το καίριο και μέγα ερώτημα είναι: Ποιος διακύβευε περισσότερα: ποιος είχε το μεγαλύτερο κίνητρο;
Keywords
Τυχαία Θέματα