Πιστωτικές δηλώσεις φόρου εισοδήματος και διασταύρωση περιουσιακών στοιχείων

της Aσπασίας Μάλλιου*

Από τα στοιχεία που είχαν ανακοινωθεί από το υπουργείο Οικονομικών έως τις αρχές Αυγούστου, παρά την τεράστια ύφεση, αυξήθηκε ο μέσος όρος του χρεωστικού φόρου εισοδήματος και εισφοράς που καλούνται να καταβάλουν οι φορολογούμενοι που υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος. Η αύξηση οφείλεται μάλλον στη μείωση του αφορολόγητου ορίου και στην αλλαγή του συστήματος έκπτωσης δαπανών από αποδείξεις, καθώς
και λόγω της συνεκκαθάρισης της έκτακτης εισφοράς μαζί με τον φόρο εισοδήματος.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από σύνολο 3.761.473 δηλώσεων, οι 2.562.135 δηλώσεις είναι χρεωστικές (55.956.438.368,03 ευρώ το φορολογητέο εισόδημα, 3.365.426.697,61 ευρώ ο φόρος εισοδήματος, 893.446.527,92 ευρώ η έκτακτη εισφορά και 151.513.591,69 ευρώ το τέλος επιτηδεύματος). Ενώ, μόλις οι 313.349 δηλώσεις είναι πιστωτικές (8,33%) και οι 885.989 μηδενικές (23,55%).
Το ερώτημα που παραμένει είναι αν η διεύρυνση του ποσοστού των χρεωστικών έναντι των πιστωτικών και μηδενικών δηλώσεων αντανακλά και τη διεύρυνση της φορολογητέας βάσης. Διεύρυνση που αποτελεί τον αναγκαίο όρο για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και τελικά διασφαλίζει τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, ιδίως υπό το πρίσμα των σημερινών έκτακτων συνθηκών.
Η εμπειρία προηγούμενων ετών έχει αποδείξει ότι - με το αφορολόγητο όριο που ίσχυε παλαιότερα - το μεγαλύτερο ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων φορολογούμενων δήλωναν καθαρό εισόδημα στα όρια του αφορολόγητου. Με αποτέλεσμα να μην επιβαρύνονται διόλου ή ελάχιστα με φόρο εισοδήματος. Ήταν αρκετά δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η πλειονότητα όσων τηρούσαν β’ κατηγορίας βιβλία Κ.Β.Σ., είτε αυτοί ασκούν εμπορική δραστηριότητα, είτε ελευθέριο επάγγελμα, συγκέντρωναν καθαρό ετήσιο εισόδημα όχι πολύ μεγαλύτερο του αφορολόγητου ποσού των 10.000 ευρώ, δηλαδή περίπου 800 ευρώ το μήνα. Από την απλή ανάγνωση των στατιστικών των δηλώσεων των προηγούμενων ετών, μπορούσε οποιοσδήποτε να συμπεράνει σχετικά εύκολα ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων παρέλειπαν να δηλώσουν, άρα και να φορολογηθούν για ένα μεγάλο μέρος των εισοδημάτων που απέκτησαν πραγματικά. Πέρα από την έλλειψη φορολογικής συνείδησης, ο λόγος για τον οποίο αυτό συνέβαινε συστηματικά επί σειρά ετών ήταν διότι η φορολογική αρχή και οι πολιτικοί της προϊστάμενοι αδυνατούσαν ή ακόμη χειρότερα δεν επιθυμούσαν να συλλάβουν αυτή τη φοροδιαφεύγουσα ύλη.
Ο πλέον αποτελεσματικός δε τρόπος σύλληψής της θα ήταν η διασταύρωση των περιουσιακών στοιχείων που διατηρούσαν οι φοροφυγάδες και των συναλλαγών που πραγματοποιούσαν. Ο τρόπος αυτός μπορεί να εγγυηθεί τη δίκαιη διάγνωση της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας καθενός Έλληνα φορολογούμενου σε αντίθεση με τον τεκμαρτό τρόπο υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος που συνήθως οδηγεί στην άδικη επιβολή φόρου. Και είναι συνήθως άδικη η επιβολή φόρου με βάση τα τεκμήρια διατήρησης περιουσιακών στοιχείων, διότι η κατοχή ενός περιουσιακού στοιχείου, όπως σπίτι, αυτοκίνητο κ.ο.κ., το οποίο είχε κάποτε στο παρελθ
Keywords
Τυχαία Θέματα